Βασιζόμενοι στο υλικό της Προτεσταντικής Ηθικής , ποιοι παράγοντες διαμόρφωσαν σύμφωνα με τον Βέμπερ το κατάλληλο πλαίσιο για την ανάπτυξη του καπιταλισμού?
Εισαγωγή
Ο Μαξ Βέμπερ μέσα από το έργο του Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμούεπεξεργάστηκε, συν τοις άλλοις, την διαφοροποίηση του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και της καπιταλιστικής κοινωνίας που τον περιβάλλει, εν σχέσει με άλλους πολιτισμούς, δε αναρωτώμενος γιατί αυτό το φαινόμενο αναπτύχθηκε μόνο στην Ευρώπη και το σύγχρονο Δυτικό κόσμο. Καταρχάς θα πρέπει να εστιάσουμε στο γεγονός αυτό και να τονίσουμε ότι ο Βέμπερ είχε μια εντελώς διαφορετικήάποψη για την έννοια του καπιταλισμού, όπως αυτή που οι περισσότεροι από εμάς έχουμε διαμορφώσει. Στη εισαγωγή του έργου του Προτεσταντική Ηθική[1] αναφέρειότι «το “κίνητρο της απόκτησης”, η “επιδίωξη του κέρδους”, το κυνήγι του χρήματος, όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσού χρήματος, σαν τέτοια δεν έχουν καμία σχέση με τον καπιταλισμό» (Βέμπερ, 2006, σελ. 14-15). Στην παρούσα μελέτη θα προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε την βεμπεριανή κοινωνιολογική μεθοδολογία και τα συμπεράσματα τα οποία εξάγονται από αυτήν, αναφορικά με τη σχέση του προτεσταντισμού με τον καπιταλισμό.
Η Δυτική ιδιαιτερότητα.
Το ερώτημα είναι «τι έκανε τους ανθρώπους μια συγκεκριμένη εποχή να μην αναλώνουν και να συσσωρεύουν πλούτο» (Κονιόρδος, 2002, σελ. 11), αφού ποτέ πρωτύτερα δεν υπήρξε μια αντίστοιχη κοινωνικό-οικονομική συνθήκη. Ο καπιταλισμός, ως σύστημα, χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια απόκτησης κέρδους μέσα από λελογισμένη εκτίμηση του κεφαλαιακού υπολογισμού, δηλαδή μέσα από την εκλογίκευση και τον υπολογισμό. Αν και αυτά τα δύο βασικά χαρακτηριστικά υπήρξαν σε όλους τους πολιτισμούς, ο καπιταλιστικός τύπος, ο οποίος αναπτύχθηκε στη Δύση, δεν προϋπήρχε πουθενά αλλού. Όπως αναφέρει ο Κονιόρδος «η εκπλήρωση των σκοπών επιτελείται με την υπολογιστική επιλογή των κατάλληλων μέσων. Εν τω μεταξύ, αυτός ο τρόπος αντίληψης και ενεργοποίησης των μελών της πόλης, των αστών πολιτών γενικεύεται και καθίσταται ο κανόνας ρύθμισης της κοινωνικής συμπεριφοράς» (Κονιόρδος, 2002, σελ. 29) θέτοντας τις πόλεις ως ένα από τα βασικά κομμάτια συμπλήρωσης του Δυτικότροπου καπιταλιστικού παζλ. Η εμφάνιση των πόλεων βοήθησε πολύ στην εδραίωση του καπιταλισμού, αφού στις πόλεις εδραζόταν η εμπορική δραστηριότητα. Ο Βέμπερ υποστηρίζει ότι «η πόλη στη Δυτική Ευρώπη διαδραμάτισε ένα σημαντικότατο ρόλο στην εξέλιξη του καπιταλισμού (Κονιόρδος, 2002, σελ. 27). Αυτός ο Δυτικός καπιταλιστικός τύπος, από τη μία οργανώθηκε μέσω του ορθολογικού προτύπου και από την άλλη μέσα από την ελεύθερη εργασία, την οποία ο Βέμπερ θεωρεί θεμέλιο λίθο του καπιταλισμού. Ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας της εμφάνισης του καπιταλισμού υπήρξε η έλλογη οργάνωση των επιχειρήσεων και ο διαχωρισμός τους από τον οικογενειακό πυρήνα (Κονιόρδος, 2002, σελ. 25-26).
Ο Βέμπερ θεωρούσε ότι σε κάθε εποχή, και άσχετα με την κοινωνική θέση, ο άνθρωπος διακατέχονταν από την επιθυμία για επικράτηση έναντι του άλλου, μέσα από το κέρδος και το χρήμα, για να τονίσει στη συνέχεια μέσα από το έργο του ότι «η απεριόριστη βουλιμία για πραγματοποίηση κέρδους δεν είναι καθόλου ταυτόσημη με τον καπιταλισμό, και ανταποκρίνεται ακόμη λιγότερο στο “πνεύμα” του» (Βέμπερ, 2006, σελ. 15). Επίσης, θεωρούσε την πραγματικότητα μια ιδιαίτερα περίπλοκη κατάσταση, κατά την οποία μία πληθώρα δράσης διάφορων παραγόντων διαμόρφωνε την τελική εικόνα (Κονιόρδος, 2002, σελ. 32). Κατόπιν τούτου, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η εξελικτική πορεία ενός πολιτισμού είναι συνάρτηση πολλών σημείων, όπως εκείνων της εξέλιξης της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων, της ικανότητας της γνώσης, της αρχιτεκτονικής, της μουσικής, της εκπαίδευσης, της θρησκείας και άλλων.
Σύμφωνα με τον Βέμπερ, η ειδοποιός διαφορά με την οποία η Δύση πρωτοστάτησε έναντι των άλλων πολιτισμών, όπως του Ινδικού, του κινεζικού, του ιουδαϊκού, κ.α., είναι ότι αυτή η βασική διαφορά «διαπιστώνεται στην ύπαρξη ειδικευμένης υπαλληλίας, το στυλοβάτη του σύγχρονου κράτους και της σύγχρονης οικονομίας της Δύσης» (Βέμπερ, 2006, σελ. 14). Αν και η πολιτική και κοινωνική οργάνωση υπήρξε κοινή σε διάφορους πολιτισμούς στον φεουδαλισμό, συμπεριλαμβανομένου και του Ευρωπαϊκού, παρόλα αυτά «καμία χώρα και καμία εποχή δε γνώρισε, με την ίδια έννοια όπως η Δύση την απόλυτη και ολοκληρωτική εξάρτηση ολόκληρης της υπόστασής της, των πολιτικών, τεχνικών και οικονομικών βασικών όρων της ζωής της, από μια ειδικά ασκημένη οργάνωση της υπαλληλίας» (Βέμπερ, 2006, σελ. 14). Μια τέτοιου είδους κοινωνική οργάνωση, η οποία διαφοροποίησε τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό από άλλους πολιτισμούς και επάνω της δομήθηκε ο καπιταλισμός ως μια σαφής οντότητα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελούνταν και από μια αδιόρατη δύναμη, η οποία δεν ήταν άλλη από το πνεύμα του προτεσταντισμού και της προτεσταντικής ηθικής που διαμορφώθηκε. Παράλληλα, η ανάπτυξη των πόλεων, όσον αφορά τη συνεισφορά τους στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, σήμαινε, εκτός των άλλων, και την περαιτέρω ανάπτυξη του χριστιανισμού.Ενός χριστιανισμού προτεσταντικού στην εποχή της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης.Ο προτεσταντισμός, ο οποίος εισχώρησε στην κοινωνική-οικονομική δομή των πιστών εξαπλώθηκε θωρακίζοντάς τους με τη δύναμη για την απομάγευση του κόσμου, η οποία τόσο πολύ είχε καθηλώσει την μεσαιωνική κοινωνία με την αρωγή της παπικής εκκλησίας.
Η βεμπεριανή μεθοδολογία.
Η μεθοδολογία που ασκούσε ο Βέμπερ για να καταλήξει σε καίριες κοινωνιολογικές πεποιθήσεις μέσα από το έργου του ΠΗ, ήταν τέσσερεις έννοιες-εργαλεία: ο ιδεότυπος, η γραφειοκρατία, η εκλεκτική συγγένεια και τα μη αναμενόμενα αποτελέσματα (Κονιόρδος, 2002, σελ. 32).Ο Lallementχαρακτηρίζει τον ιδεότυπο ως εννοιακό εργαλείο στην κοινωνική ανάλυση, δίχως όμως την αντανάκλαση της πραγματικότητας αυτής καθεαυτής, αλλά την διευκόλυνση κατά κάποιο τρόπο των συνιστωσών που την απαρτίζουν (την πραγματικότητα) και όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει «χρησιμεύει επίσης και στην ανίχνευση των αιτιοτήτων» (Lallement, 2004, σελ. 134). Συγκλίνοντας με αυτή την προσέγγιση και ο Κονιόρδος, θεωρεί και αυτός με τη σειρά του τον ιδεότυπο, ή ιδεατό τύπο όπως τον χαρακτηρίζει, ως μία διανοητική κατασκευή, ένα μεθοδολογικό εργαλείο (Κονιόρδος, 2002, σελ. 32-33). Συνεπώς, ο ιδεότυπος από μόνος του δεν μπορεί να σκιαγραφήσει μια πραγματικότητα ή μια έννοια σαν αυτής της ΠΗ, π.χ., εάν δεν εμβαθύνει αναλυτικά στις συνθήκες οι οποίες την κατέστησαν δυνατή για την ανάδειξη της έννοιας, στην προκειμένη περίπτωση, της ΠΗ. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ΠΗ αποτελεί από μόνη της έναν ιδεότυπο, μια εξιδανικευμένη κατάσταση, όμως το πνεύμα της είναι εκείνο το οποίο αντανακλά την πραγματικότητα, όπου μέσα από αυτό διαμορφώνεται ο χαρακτήρας του συγκεκριμένου ιδεότυπου. Σύμφωνα με τον Κονιόρδο ο ιδεότυπος οικοδομείται μέσα από την ουσία των δεδομένων του υπό μελέτη φαινομένου (Κονιόρδος, 2002, σελ. 32-33). Αν επικαλεστούμε το παράδειγμα που μας παραθέτει σχετικά με τον ιδεότυπο ενός αγίου ή μιας πόρνης, θα δούμε ότι οι συνθήκες οι οποίες οδήγησαν έναν άνδρα να αγιάσει ή μια γυναίκα να εκπορνευθεί, αποτελούν την ουσία των δεδομένων τα οποία, εν τέλει, συντάσσουν έναν ιδεότυπο.
Η δεύτερη έννοια είναι η γραφειοκρατία, η οποία από μόνη της αποτελεί μια ιδεοτυπική έννοια. Ο Homoeconomicus, το μοντέλο της αγοράς, η κρατική μορφή οργάνωσης και ο εμπορικός ανταγωνισμός, θα λέγαμε ότι αποτελούν τις συνιστώσες της (Lallement, 2004, σελ.234). Ο Βέμπερ αντιλαμβάνεται τη γραφειοκρατία ως μία άλλη εκδήλωση της απομάγευσης και του τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι οργανώνονται (Lallement, 2004, σελ. 247). Παρατηρώντας την ισοπέδωση των αξιών και δανειζόμενος την διατύπωση από τον Schiller“ξεμάγεμα του κόσμου”, ο Βέμπερθεωρεί πως ο κόσμος της εποχής του έχει παρασυρθεί από τον ορθολογισμό θέτοντας οριστικά στο περιθώριο το μεταφυσικό και τον μυστικιστικό του χαρακτήρα (Lallement, 2004, σελ. 246). Ως επί τω πλείστον, ακόμη και εάν δεν συντελείται υποχώρηση του θρησκευτικού αισθήματος, αυτή η υποχώρηση της μεταφυσικής ανάγκης οργανώνεται με τρόπο, θα λέγαμε, γραφειοκρατικό ανάγοντας τη γραφειοκρατία σε δύναμη εξουσίας. Κατόπιν τούτου η εξουσία θεμελιώνεται στην αρμοδιότητα και όχι στη δύναμη. Η γραφειοκρατία λειτουργεί ως απρόσωπη ρύθμιση χωρίς αυθαιρεσίες, πελατειακή σχέση και προειλημμένες αποφάσεις, ενώ η εργασία εξειδικεύεται και η σταδιοδρομία εξελίσσεται βάσει αντικειμενικών ικανοτήτων, κριτηρίων και επετηρίδας (Lallement, 2004, σελ. 247). Με αυτές τις “γραφειοκρατικές” συνιστώσες, η γραφειοκρατία ως ιδεότυπος σύμφωνα με τον Βέμπερ «αντιστοιχεί σε μια μορφή διαχείρισης που επεκτείνεται σε όλες τις μορφές σύγχρονης οργάνωσης και που ενσωματώνει τη διάσταση της εκλογίκευσης των στόχων (ο ταιυλορισμός) έτσι όπως αρχίζει να ασκείται στις αρχές του 20ου αιώνα» (Lallement, 2004, σελ. 248).
Σχετικά με την εκλεκτική συγγένεια ως εννοιακό εργαλείο είναι ένας όρος που χρησιμοποίησε ο Βέμπερ για να νοηματοδοτήσει τη σχέση που υπάρχει μεταξύ δύο φαινομένων (Κονιόρδος, 2002, σελ.35). Επί παραδείγματι, στην ΠΗ ο προτεσταντισμός και ο καπιταλισμός είναι δύο φαινόμενα, και αυτό το οποίο μας προτρέπει ο Βέμπερ να δούμε είναι κατά πόσο και ποια είναι η μεταξύ τους σχέση, δηλαδή ποια είναι η εκλεκτική συγγένεια. Η αντιστοιχία που υπάρχει μεταξύ δύο φαινομένων, η συνάφειά τους ή όχι καθώς επίσης, η αιτιότητα που επηρεάζει το ένα ή το άλλο φαινόμενο προκύπτει, όπως αναφέρει ο Κονιόρδος «από την ίδια τη πολυσύνθετη φύση των κοινωνικών φαινομένων και της δραστηριότητας των δρώντων προσώπων και ομάδων (οι δρώντες)» (Κονιόρδος, 2002, σελ. 36.
Η τέταρτη έννοια-εργαλείο της βεμπεριανής κοινωνιολογίας είναι το παράδοξο των μη αναμενόμενων (ή μη επιδιωκόμενων αποτελεσμάτων της κοινωνικής δράσης (Κονιόρδος, 2002, σελ. 36). Σύμφωνα με τον Βέμπερ η κοινωνική ζωή είναι ένας υποκειμενικός παράγοντας. Αποτελείται από κοινωνικές σχέσεις, όπου η αξιολόγηση της πραγματικότητας (η αποτίμηση του τι είναι αληθινό και τι όχι στις κοινωνικές σχέσεις) περνά μέσα από τη δράση· από τους κοινωνικούς δρώντες, τους ενεργούς πολίτες. Κατ’ επέκταση, η επόμενη κοινωνική δράση που απορρέει από τους δρώντες, επιδρούν εκ νέου στις κοινωνικές σχέσεις (Κονιόρδος, 2002, σελ. 36). Ένα γεγονός σαν και αυτό έχει εξαιρετική σημασία διότι σύμφωνα με αυτό τον τρόπο, όχι μόνο γίνεται απόλυτα κατανοητό το νόημα της πράξης αυτών που δύνανται να πράξουν, δηλαδή των δρώντων, αλλά επίσης, διότι το φαινόμενο της δράσης μπορεί να προκαλέσει μια μεταβολή, η οποία κάποιες φορές είναι και μη αναμενόμενη. Αυτή ακριβώς η εξέλιξη είναι που έχει την έννοια της παράδοξης και μη αναμενόμενης ή μη επιδιωκόμενης κατάστασης (Κονιόρδος, 2002, σελ. 37).
Το ”παράδοξο” της σχέσης Προτεσταντισμού και καπιταλισμού.
Η ανατροπή και το παράδοξο μπορεί να επέλθουν σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η κοινωνική δράση κινείται σε ορθολογιστικά πλαίσια. Στην περίπτωση της ΠΗ έχουμε την πίστη ως μια σταθερά συνιστώσα, αποτέλεσμα της Θρησκευτικής Μεταρύθμισης, ταυτόχρονα όμως, έχουμε και ένα μη αναμενόμενο αποτέλεσμα, το οποίο είναι, όπως αναφέρει ο Κονιόρδος «η δημιουργία ενός θρησκευτικού κλίματος στο πλαίσιο του οποίου αντιμετωπίζεται η εργασία, γενικότερα η επαγγελματική δραστηριότητα, ως αυτοσκοπός. Ταυτόχρονα, αντιμετωπίζεται ως ένδειξη θεϊκής επιλογής· συνθήκη η οποία διαμόρφωσε ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον για την ενίσχυση της κεφαλαιακής συσσώρευσης και την ανάπτυξη του καπιταλισμού» (Κονιόρδος, 2002, σελ. 37). Αυτή η “παρεκτροπή”, θα μπορούσαμε να πούμε, η Αλλαγή Παραδείγματος μέσω του προτεσταντισμού και η ανάδειξη της επαγγελματικής ζωής, όχι μόνο ως πρότυπο του προτεσταντικού οικονομικό-κοινωνικού και θρησκευτικού συμπλέγματος, αλλά και ως ευκαιρία για τη σωτηρία της ψυχής, υπήρξε μία από τις σημαντικότερες συνέπειες της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης. Ο προτεσταντισμός μέσα από την καταδίκη της απόλαυσηςεξύμνησε την εργατικότητα διαμορφώνοντας μία νέα ηθική, την καπιταλιστική, ως απόρροια της Θείας Βούλησης. Αυτή η νέα Προτεσταντική Ηθική εξαπλώθηκε στην κεντρική Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα και υπήρξε προαπαιτούμενο για τηνεπίγεια επιτυχία των πιστών , αλλά και για την μελλοντική κληρονομιά της βασιλείας των ουρανών.
Αντί επιλόγου
Ο Βέμπερ στο έργο του ΠΗ προσπαθεί να εξηγήσει πώς και υπό ποιες προϋποθέσεις αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός στη Δύση, καθώς και κατά πόσο συσχετίζεται μαζί του ο προτεσταντισμός. Ο Βέμπερ μέσα από μια ιδιαίτερη προσέγγιση ασχολείται με τη σχέση της ιδεολογίας με την υλική πραγματικότητα, τον ιδεολογικό ρόλο του δόγματος του προτεσταντισμού και τη διαμόρφωση αυτής της νέας θρησκευτικής ηθικής στην οικονομία. Μέσα από την κοινωνιολογική μέθοδο που ακολούθησε άφησε να διαφανεί ότι η σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και την ΠΗ ήταν εκλεκτική και όχι αιτιοκρατική. Συνεπώς, κανένα από αυτά τα δύο φαινόμενα, κανένας από αυτούς τους δύο ιδεότυπους κατά τον Βέμπερ, δεν προέκυψε εξαιτίας του άλλου. Η εκλεκτική συγγένεια, η οποία αναφέρεται στην ΠΗ έχει σχέση με την προτεσταντική πίστη και την νοοτροπία των ίδιων των πιστών όσον αφορά στην ιδέα του επαγγέλματος ως καθήκον. Από την άλλα, η εκλεκτική συγγένεια, η οποία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι υπάρχει στον καπιταλισμό, έχει να κάνει κυρίως με την έννοια του χρήματος και του κεφαλαίου, καθώς και με τις συνθήκες εκείνες που επέτρεψαν στον άνθρωπο να στραφεί στη συσσώρευση πλούτου.Θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την άποψη ότι μεταξύ αυτών των δύο φαινομένων δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, αλλά αιτιώδης συμβατότητα.
Βιβλιογραφία
Κονιόρδος Σωκράτης, Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Τόμος Α΄, Η Θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2002
WeberMax, Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, μτφρ. Μ.Γ. Κυπραίου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2006
LallenmentMichel, Ιστορία των Κοινωνιολογικών Ιδεών, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2004