Το θεσμικό πλαίσιο δημιουργίας και λειτουργίας των πανεπιστημίων κατά τον Μεσαίωνα, τα θεωρητικά ρεύματα που προέκυψαν και με ποιο τρόπο ευνοήθηκε η γέννηση μιας επιστήμης.

2016-01-08 22:00

      Αν και τα χρονολογικά όρια του Μεσαίωνα υπήρξαν συγκεχυμένα, η έννοια αυτής της περιόδου ως Μέσοι Χρόνοι εκφράστηκε για πρώτη φορά κατά τον 13ο και 14ο αιώνα από Ιταλούς λόγιους, οι οποίοι διέκριναν μια σκοτεινή περίοδο ανάμεσα στον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και την περίοδο της εποχής τους.[1]  Αυτή η άποψη του Μεσαίωνα, περί σκοτεινών αιώνων, έχει εγκαταλειφθεί πλέον από τους ιστορικούς ως λανθασμένη. Ορισμένα από τα χαρακτηριστικά του Μεσαιωνικού πολιτισμού υπήρξαν η έρευνα και η ανάπτυξη των επιστημών, η καλλιέργεια των τεχνών και της λογοτεχνίας, καθώς επίσης, και η συμβολή της εκκλησίας στην καλλιέργεια της παιδείας και την ανάπτυξη των γραμμάτων.[2]

      Τα Μεσαιωνικά πανεπιστήμια καθιερώθηκαν ως συνέχεια της εκκλησιαστικής παιδείας, η οποία διοχετεύονταν στους σπουδαστές από τις επισκοπικές και μοναστικές σχολές του παπισμού.[3] Η θέσπισή τους ως ξεχωριστό πνευματικό κέντρο τοποθετείται στον 12ο αιώνα καθώς τότε συστάθηκε η δομή τους ως συντεχνιακή αυτόνομη ένωση ατόμων, οργανωμένη σε νομικό πλαίσιο βάσει του Ρωμαϊκού δικαίου. Το νομικό καθεστώς καθοριζόταν από την εκκλησία και η σχέση των πανεπιστημιακών ήταν σχέση υπαλληλική με μορφή μίσθωσης.[4] Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι αρχικά ήταν κληρικοί υπό τον άμεσο έλεγχο του επιτρόπου, ο οποίος βρισκόταν υπό την εξουσία του επισκόπου.[5] Η μεθοδολογική διδακτική βάση υπήρξε η διαλεκτική και ο σχολαστικισμός.[6] Θεμέλιο της πανεπιστημιακής διδασκαλίας αποτέλεσε μεγάλο μέρος της αρχαιοελληνικής γραμματείας, συμπεριλαμβανομένης της Αριστοτελικής φιλοσοφίας. Η διάσωση και μετάφρασή της αποδίδεται στη λόγια Αραβική ελίτ η οποία στη συνέχεια τη διοχέτευσε στη Δυτική λογιοσύνη.

      Οι θεολόγοι οι οποίοι προχωρούσαν στις σπουδές τους στη θεολογία, είχαν διδαχθεί, αρχικά τις επτά Ελευθέριες Τέχνες: γραμματική, ρητορική διαλεκτική, γεωμετρία, αριθμητική, αστρονομία και μουσική σε Αριστοτελική βάση. Οι σχέσεις των πανεπιστημίων με την κοσμική εξουσία ήταν έντονες όμως η υποστήριξή τους από τον πάπα τα οδήγησε σε σύντομη εκχώρηση αυτονομίας.[7] Οι πανεπιστημιακοί εκμεταλλεύτηκαν τη διαμάχη κράτους-εκκλησίας και παράλληλα με το κύρος και την αίγλη που αποκτούσαν πήραν τον έλεγχο του δικαιώματος διδασκαλίας από τους κληρικούς. Σε αντίθεση με την έως τότε ελεύθερη πρακτική διδασκαλία των σπουδαστών, η καθιέρωση του πανεπιστημιακού θεσμού επέφερε σημαντικές αλλαγές.

      Από τον 6ο αιώνα η φιλοσοφία του Αριστοτέλη στα πανεπιστήμια, μέσω των αραβικών μεταφράσεων, είχε αρχίσει να διαμορφώνει τον τρόπο αντιμετώπισης κάθε γνωστικού αντικειμένου και οι Δυτικοί λόγιοι ήταν σε θέση μέσα από το έργο του να αναλύσουν και να κατανοήσουν τον κόσμο και το σύμπαν.[8] Αυτή η αλλαγή που είχε επέλθει από την είσοδο του Αριστοτελισμού, δημιούργησε κλίμα αντιπαράθεσης με την εκκλησία. Η επιστημονική ερμηνεία της μεταβολής της φύσης και η θεωρία της Τελεολογίας οι οποίες προσφέρθηκαν ως βάση της Αριστοτελικής Κοσμολογίας, άγγιζαν θέματα θεολογικής φύσεως και μεταφυσικής μέσα σε έναν ήδη προϋπάρχοντα χριστιανικό πολιτισμό, εγείροντας, ωστόσο, σοβαρά θεολογικά ζητήματα τα οποία έθιγαν το χριστιανικό δόγμα. Η προσπάθεια των λογίων της χριστιανοσύνης ήταν να ερμηνεύσουν τον Αριστοτελισμό, ακριβώς με θεολογικούς όρους, και να τον καταστήσουν ακίνδυνο θεωρώντας ότι ήταν συμβατός με το χριστιανικό δόγμα, χωρίς όμως να τον εξαλείψουν.[9] Ο διαρκής αγώνας της χριστιανικής διανόησης ήταν να καταστήσει τη φιλοσοφία θεραπαινίδα της θεολογίας εντάσσοντάς την στο Δόγμα της Διπλής Αλήθειας, κατά το οποίο η μελέτη και τα συμπεράσματα της επιστημονικής δραστηριότητας θα επιτρέπονταν μεν στο πλαίσιο της χριστιανικής κοσμοαντίληψης, δεν θα έπρεπε όμως να έρθουν σε αντίθεση με τη χριστιανική διδασκαλία. Σε αυτή την περίπτωση θα επικρατούσε η εξ’ αποκαλύψεως Θεού Αλήθεια των Γραφών.[10]

       Η εκκλησία αναγκάστηκε να παρέμβει με την απαγόρευση έργων του Αριστοτέλη από τις αρχές του 13ου αιώνα. Η πρώτη αναταραχή ήρθε το 1215, όταν μία τοπική σύνοδος της Σανς στη Γαλλία απαγόρευσε να διαβάζονται κρυφά ή φανερά τα έργα του Αριστοτέλη, απειλώντας με αφορισμό τους πιστούς.[11] Έκτοτε, διάφορα παπικά διατάγματα επικύρωναν παρόμοιες ενέργειες διανύοντας ένα διάστημα περίπου 40 ετών. Το 1267 ο Μποναβεντούρα κατήγγειλε διδασκάλους που κήρυτταν την αιωνιότητα και αμφισβητούσαν την αθανασία της ψυχής.[12]   Οι πρώτες καταδίκες ήρθαν το 1270 και αφορούσαν 13 θέσεις του Σίζερ παραγόμενες από τη διδασκαλία του Αριστοτέλη για την αιωνιότητα του κόσμου, την ανθρώπινη διάνοια και τη σχέση Θεού-ανθρώπου.[13] Ο φόβος της επίδρασης των φυσικών και μεταφυσικών έργων της Αριστοτελικής φιλοσοφίας στο Δόγμα κορυφώθηκε στο πανεπιστήμιο του Παρισιού το 1277, καταλήγοντας στην καταδίκη του Αριστοτελισμού και του Σχολαστικισμού με την απαγόρευση 219 θέσεων του Αριστοτελικού έργου από την παπική εκκλησία.

 

      Η πρόσληψή του Αριστοτελισμού σε αυτή τη διαμάχη Λόγου-Πίστης (όπου Λόγος = διανόηση) έγινε μέσω των έργων τριών τάσεων τις οποίες εκπροσώπησαν τρεις κορυφαίοι λόγιοι του Μεσαίωνα: του Μποναβεντούρα (1221-1274) ο οποίος πρέσβευε την υποταγή του Λόγου στην Πίστη, ως εκπρόσωπος των Νεοαυγουστινιανών που επέβαλαν τις καταδίκες του 1277, του Θωμά Ακινάτη (1225-1274) ο οποίος υποστήριζε τη συμβιβαστική διαδικασία και αναδείχθηκε ο κατεξοχήν φορέας προσπάθειας συγκερασμού Λόγου-Πίστης και, τέλος, του Σιζέρ (1240-1284) μέσω των έργων του οποίου ο Λόγος αναβαθμίστηκε. Ο Σιζέρ υπήρξε ο εκπρόσωπος της επικράτησης του ακραίου Αριστοτελισμού φέρνοντας τις θέσεις του σε πλήρη αντιπαράθεση με το Χριστιανισμό.[14]     

      Ο Αριστοτέλης στα έργα του κάνει λόγο για τη δύναμη της ψυχής, τα όρια της ανθρώπινης λογικής και της ανθρώπινης νόησης· επίσης, για το όριο της παντοδυναμίας του Θεού φύσει και δυνάμει. Η αρχαιοελληνική φιλοσοφία υποστήριζε ότι ο άνθρωπος ήταν αναπόσπαστο μέρος της φύσης σε μία αιώνια και αυθύπαρκτη δημιουργία. Το ακίνητο Κινούν κατά τον Αριστοτέλη έδωσε το έναυσμα της ζωής χωρίς παρεμβάσεις. Αντιθέτως ο Θεός της Βίβλου μιλάει για τη δημιουργία εκ’ του μηδενός, με τον άνθρωπο πάνω από τη φύση, αποκτώντας θεϊκή παντοδυναμία μέσω της Θείας Βούλησης.[15] Τα σημεία τριβής του Αριστοτελισμού με τον Χριστιανισμό σε θεολογικά, κοσμολογικά και μεταφυσικά ζητήματα ήταν πολλά δημιουργώντας τη διαμάχη Λόγου και Πίστης. Τα κυριότερα σημεία ήταν η αιωνιότητα του κόσμου, ο μονοψυχισμός, η άρνηση της προσωπικής αθανασίας, η αιτιοκρατία, η άρνηση της Θείας Πρόνοιας, και η άρνηση της ελεύθερης βούλησης.[16]

      Αυτές οι εκ διαμέτρου αντίθετες φιλοσοφικές απόψεις με το Χριστιανισμό έγιναν πολύ νωρίς αντιληπτές από τους Πατέρες της εκκλησίας με την επικράτηση του χριστιανισμού τον 4ο αιώνα. Ο Άγιος Αυγουστίνος υπήρξε ο εξέχων πρωτοχριστιανικός Πατέρας, το φιλοσόφημα τού οποίου επηρέασε πολλούς μεταγενέστερους λόγιους. Η συντηρητική θεολογική τάση του πολυγραφότατου Αυγουστίνου καθαιρούσε την επιστήμη και μετέβαλλε τις αντιλήψεις της προς όφελος της θεολογίας.[17] Η ανθρωποκεντρική θέση σε διάκριση με την αρχαιοελληνική παράδοση, η έννοια της Τριαδικότητας, η γνώση της Αλήθειας μέσω της Θείας Φώτισης, ο ρόλος της Θείας Πρόνοιας στον άνθρωπο καθώς και η θεωρία της Διπλής Αλήθειας, ώστε να επισημανθεί η εδραίωση της χριστιανικής φιλοσοφίας, κατέστησαν τον Αυγουστίνο εμβληματική μορφή της χριστιανοσύνης.[18] Η συγγραφική του δραστηριότητα η οποία επικράτησε ως την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε, διαμόρφωσε τη συντηρητική Νεοαυγουστίνεια τάση, εκπροσωπούμενη κυρίως από τον Μποναβεντούρα (1217-1274) και τους πρωτοπόρους του μεσαιωνικού πειραματισμού, Γκροσετέστ (1170-1253) και Ρότζερ Μπέϊκον (1219-1292).

      Σε μία λιγότερη καχύποπτη στάση απέναντι στις αριστοτελικές θέσεις κινήθηκαν δύο Δομινικανοί, ο Αλβέρτος ο Μέγας (1200-1280) και ο Θωμάς ο Ακινάτης, αποτελώντας τον δεύτερο πόλο στην υιοθέτηση του Αριστοτελισμού από τον Χριστιανισμό. Ο Αλβέρτος, περισσότερο μετριοπαθής, από την Νεοαυγουστίνεια θεωρία, εμβάθυνε στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη κάνοντάς την περισσότερο προσιτή στις θεολογικές σπουδές.[19] Επηρεασμένος από την αρχαιοελληνική γραμματεία και ιδιαίτερα από τους νεοπλατωνικούς συγγραφείς ήταν σε θέση να διορθώσει ή να απορρίψει τις αριστοτελικές πηγές και να τις προσαρμόσει στο χριστιανικό πνεύμα, παίρνοντας έτσι τον χαρακτηρισμό του θεμελιωτή του Αριστοτελικού Χριστιανισμού.[20] Ο Θωμάς ο Ακινάτης, ο οποίος υπήρξε μαθητής του Αλβέρτου, ήταν ο κατεξοχήν εκπρόσωπος της συγχώνευσης χριστιανικής θεολογίας-αριστοτελικής φιλοσοφίας. “Εκχριστιανίζοντας” τον Αριστοτέλη από τη μία, ως προς τα εξ αποκαλύψεως δόγματα και “εξαριστοτελίζοντας” τον Χριστιανισμό από την άλλη, ενέταξε στα πλαίσια του Αριστοτελικού Χριστιανισμού, του προκατόχου του Αλβέρτου του Μέγα, την Αριστοτελική φυσική και μεταφυσική φιλοσοφία.[21]

      Το τρίτο θεωρητικό ρεύμα ήταν εκείνο των οπαδών της επικράτησης του Ακραίου Αριστοτελισμού, με εκπροσώπους τον Σίζερ της Brabant και τον Βοήθιο της Δακίας. Το ρεύμα αυτό υποστήριξε την υποταγή της θεολογίας στη φιλοσοφία μελετώντας τον Αριστοτελισμό ως φιλοσοφικό δόγμα υποστηρίζοντας την αιωνιότητα του κόσμου και θεωρώντας αδιανόητη τη δημιουργία εκ του μηδενός. 

 

Οι 219 καταδικασμένες προτάσεις, οι οποίες προέκυψαν ως αποτέλεσμα της αντιφατικής σχέσης Λόγου-Πίστης, καθώς και οι προσπάθειες εναρμόνισής τους από τα τρία θεωρητικά ρεύματα πρόσληψης του Αριστοτελισμού, άλλαξαν το κλίμα στην πανεπιστημιακή κοινότητα επηρεάζοντας την επιστημονική εξέλιξη στη συνέχεια.[22] Με την καταδίκη της Αριστοτελικής φιλοσοφίας και τον περιορισμό της διδασκαλίας του Αριστοτελισμού υπήρξαν αλλαγές στη δομή της επιστημονικής έρευνας. Ανοίχτηκαν νέοι δρόμοι προς την αναζήτηση και δόθηκαν εναλλακτικές λύσεις στη μελέτη της θεωρητικής φιλοσοφίας αλλάζοντας το πεδίο δράσης της επιστήμης.[23] Οι καταδίκες έθεσαν ερωτηματικά τα οποία απαιτούσαν ανάλυση και ερμηνεία δίνοντας την αφορμή να συνταχθεί μεγάλος αριθμός διερευνητικών πραγματειών, συγκεκριμένων ερωτημάτων, τα οποία πυροδότησαν με τη σειρά τους αλυσιδωτές αντιδράσεις εικασιών και υποθέσεων, αλλάζοντας τα χαρακτηριστικά της έως τότε επιστημονικής φιλοσοφικής σκέψης.[24] Ο P. Duhem κορυφαίος μεσαιωνολόγος ιστορικός, θεωρεί ότι οι καταδίκες του 1277και η αποκαθήλωση του Αριστοτελισμού, συνάδουν στη γένεση των επιστημών των Νέων Χρόνων, ενώ ένας άλλος, επίσης, μεγάλος μελετητής της μεσαιωνικής ιστορίας, ο E. Grant, θεωρεί ότι αυτή η εξέλιξη άλλαξε το κλίμα στη φιλοσοφία.[25]

      Ο Αριστοτελισμός είχε θέσει πολλά ζητήματα και ερωτηματικά τα οποία μετά τις καταδίκες του 1277 έμοιαζαν πλέον ασύμβατα μεταξύ τους (όπως εκείνο της Θεϊκής παντοδυναμίας και της αριστοτέλειας κοσμολογίας). [26] Παρόλα αυτά το αριστοτελικό σύστημα δεν κατέρρευσε μετά το 1277. Ο αντικειμενικός σκοπός της Δυτικής  εκκλησίας, ήταν να δοθεί η απόλυτη έμφαση στην παντοδυναμία του Θεού και αυτό  είχε επιτευχτεί. Καθώς οι λόγιοι-συγγραφείς, από τούδε και στο εξής, ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν με εναλλακτικές λύσεις το αριστοτελικό φυσικό σύστημα χωρίς να το αποδομήσουν, αλλά αντιθέτως να το ενδυναμώσουν, κανένας σοβαρός αντίπαλος δεν προτάθηκε κατά αυτού του συστήματος, έως τον 16ο αιώνα, όταν δημοσιεύθηκε η θεωρία του ηλιοκεντρικού συστήματος του Κοπέρνικου.[27]

      Η Αριστοτελική αποσύνθεση προκάλεσε τον μετασχηματισμό της μελέτης και των ερωτημάτων που ετίθεντο στους κύκλους των διανοουμένων δίνοντας το έναυσμα της μελέτης αυτών των ζητημάτων υπό το πρίσμα νέων φιλοσοφικών ρευμάτων, όπως εκείνο του νομιναλισμού.[28] Παράλληλα ομάδα, κορυφαίων επιστημόνων-φιλοσόφων, όπως ο Ουίλλιαμ Όκκαμ (1285-1349), ο Νικόλαος της Ωτρεκούρτ (1300-;), ο Ζαν Μπουριντάν (1295-1358) και Νικόλαος Ορέμ (1320-1382) κινήθηκαν μέσα σε ένα νέο ερμηνευτικό πλαίσιο σύμφωνα με το οποίο πρωτεύοντα ρόλο παίζει πλέον η παρατήρηση και η εξήγηση στηριγμένες στην αρμονία ανάμεσα στον ανθρώπινο νου και στην πραγματικότητα.[29]

      Εν κατακλείδι, αν και κανένας λόγιος, φιλόσοφος ή επιστήμονας δεν πέρασε κατ’ ουσία το όριο του Αριστοτελικού πυρήνα, ο 14ος αιώνας θεωρείται ο αιώνας της υπέρβασης της προσπάθειας του συγκερασμού Πίστης και Λόγου. Υπήρξε κομβικής σημασίας για τη φυσική φιλοσοφία βασισμένη στη Λογική κατά την περίοδο του οποίου αναδύθηκαν νέοι τρόποι έρευνας, συμβάλλοντας  καθοριστικά στην διαμόρφωση της εποχής της νεωτερικότητας αφού μετέβαλε την Μεσαιωνική επιστημονική σκέψη.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Ασημακόπουλος Μιχάλης, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου τόμος Α΄ Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον Μεσαίωνα, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008

 

Γκίκας Σωκράτης, Νέο φιλοσοφικό λεξικό, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2002

 

Grant Edward, Οι φυσικές επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Ζήσης Σαρικάς, εκδ. πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013

 

Lindberg C. Danid., Οι απαρχές της Δυτικής επιστήμης, μτφρ. Ηλίας Μαρκολέφας, εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2003

 

 

 



[1] Danid C. Lindberg, Οι απαρχές της Δυτικής επιστήμης, μτφρ. Ηλίας Μαρκολέφας, εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Ε.Μ.Π., Αθήνα 2003, σ. 259         

[2] Στο ίδιο

[3] D. Liendberg, ο.π., σ.291

[4] Μιχάλης Ασημακόπουλος, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου τόμος Α΄ Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον Μεσαίωνα, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008, σ. 102

[5] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π., σ. 106

[6] Σχολαστικισμός είναι η φιλοσοφική σχολή που αναπτύχθηκε το μεσαίωνα στις καθολικές μονές και η οποία προσπάθησε να θέσει τη φιλοσοφία στην υπηρεσία της θεολογίας, ταυτίζοντας την πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία, και όσα μέρη της μπορούσαν να ενταχθούν, στη μεταφυσική θεολογία του χριστιανισμού. Αντώνης Διαμαντίδης,  Λεξικό των –ισμών, από τον αβανγκαρντισμό στον ωφελιμισμό, εκ. Γνώση, Αθήνα 2003, σ. 328.

[7] Στο ίδιο, σ. 107

[8] D. Liendberg, ο.π., σ.314

[9] D. Liendberg, ο.π., σ.315

[10] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π., σ. 42

[11] Edward Grant, Οι φυσικές επιστήμες τον Μεσαίωνα, μτφρ. Ζήσης Σαρικάς, εκδ. πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2013, σ. 38

[12] Στο ίδιο, σ. 41

[13] Στο ίδιο

[14] Στο ίδιο, σ. 93-101

[15] Στο ίδιο, σ. 40

[16]D. Liendberg, ο.π., σ.332

[17] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π., σ. 47

[18] Στο ίδιο, σ. 53

[19] D. Liendberg, ο.π., σ.332

[20] Στο ίδιο, σσ. 320-321

[21] Στο ίδιο, σ. 328

[22] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π , σ. 116

[23] E. Grant, σ. 131

[24] D. Liendberg, ο.π., σ.336

[25] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π , σς.116-117

[26] E. Grant, σ. 131

[27] Στο ίδιο, σ. 132

[28] Σωκράτης Γκίκας, Νέο φιλοσοφικό λεξικό, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2002, σ. 262. «Νομιναλισμός (ή ονοματοκρατία): Η άποψη ορισμένων σχολαστικών θεολόγων (Ροσκελίνου, Όκαμ κ.ά), σύμφωνα με την οποία οι γενικές ή καθολικές έννοιες (universalia) είναι απλά ονόματα (nomina), απλές έννοιες γένους, χωρίς να αντιστοιχούν σε κάτι πραγματικό ή αντικειμενικό. Για παράδειγμα οι έννοιες είδος, γένος, ιδιότητα κ.λπ. δεν υποδηλώνουν αντικειμενικές πραγματικότητες αλλά είναι απλές λέξεις.»

[29] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π , σ. 138