Τα διαρθρωτικά στοιχεία, οι αρνητικές, αλλά και θετικές πτυχές του καπιταλισμού υπό τον Καρλ Μαρξ
Εισαγωγή
Το τέλος της εποχής του Ύστερου Μεσαίωνα, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ταυτίστηκε με μια σειρά πολυεπίπεδων αλλαγών. Μέσα από την “εντολή” για την επερχόμενη Αλλαγή Παραδείγματος,δια μέσου του καπιταλισμού,της οποίας το έναυσμα δόθηκε με την απαλλαγή των προκαταλήψεων και της απομάγευσης του κόσμου, οδηγηθήκαμε σε μία νέα εποχή· την εποχή της Νεωτερικότητας, άρρητα συνδεδεμένης με την εκβιομηχάνιση της Ευρώπηςνοηματοδοτώντας ιδέες σαν εκείνες της αυτονομίας, της πολιτικής ελευθερίας, της προόδου στις τέχνες και τις επιστήμες, καθώς και στην ανάδυση του ορθολογισμού και της εξορθολογιστικής σκέψης. Μια τέτοιου μεγάλου βεληνεκούς ιστορική μεταβολή, η οποία έμελλε να ανατρέψει και να ανασχηματίσει τις κοινωνικές σχέσεις, δέχθηκε, όπως ήταν φυσικό, πληθώρα αμφισβητήσεων και κριτικής. Μίαεξ αυτώνεκφράστηκε μέσα από τη φιλοσοφική και πολιτικό-οικονομική σκέψη του Καρλ Μαρξ (1818-1883) και θα πρωτοστατήσει και στο μέλλον δίνοντας το εναρκτήριο λάκτισμα της αναμέτρησης ανάμεσα στην εργατική τάξη με το κεφάλαιο.Στην παρούσα εργασία θα γίνει μια προσπάθεια προσέγγισης της κριτικής που άσκησε η μαρξική θεωρία,στον τρόπο λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στην αλλαγή που προκάλεσε στις εργασιακές δομές και στην κοινωνία. Επίσης, θα αναφερθούμε στις αρνητικές συνέπειες αλλά, ενδεχομένως, και στο θετικό πρόσημο, το οποίο κληροδότησε στον κόσμο, ως παγκόσμιο οικονομικό σύστημα εν σχέσει με την προκαπιταλιστική εποχή.
Το καπιταλιστικό κέλευσμα και η έννοια της “αξίας” στον καπιταλισμό.
Ο λόγος της ελευθερίας συνδέθηκε με το αίτημα της Επιστημονικής Επανάστασης, με τον ηθικό και πολιτικό αυτοκαθορισμό και τέλος, με την πρωτοεμφανιζόμενη aprioriαπόρριψη αρχών και φορέων, η οποία με τη σειρά της οδήγησε στο ελεύθερο εμπόριο και την ελεύθερη αγορά (Ρωμανός, 2010, σελ. 60). Στην Κλασική Κοινωνιολογική Θεωρία των Ritzer-Stepniskyαναφέρεται ότι «το κύριο ενδιαφέρον του Μαρξ βρισκόταν στην ιστορική βάση της ανισότητας, ιδιαίτερα της μοναδικής μορφής που αυτή λαμβάνει υπό τον καπιταλισμό»και ότι «η θεωρία του Μαρξ, επομένως, αποτελεί μία ανάλυση της ανισότητας υπό το καθεστώς του καπιταλισμού, καθώς και του τρόπου με τον οποίο αυτό το φαινόμενο μπορεί να αλλάξει»(Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 280). Ο Μαρξ δεν διέκρινε αυτό το πρόβλημα της ανισότητας στην ελευθερία της οικονομίας, αλλά στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και των μέσων της από τους κατόχους καπιταλιστές, ο οποίος προκάλεσε οικονομικές και κατ’ επέκταση κοινωνικές ανισότητες. Όπως αναφέρει ο Ρωμανός «το πρόβλημα της Νεωτερικότητας δεν βρίσκεται στην απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων που συνόδευσε τον εκβιομηχανισμό της οικονομίας, αλλά στην ιδιοκτησία τους, η οποία περιορίστηκε σ΄ ένα πολύ μικρό τμήμα του πληθυσμού» (Ρωμανός, 2010, σελ. 61-62).
Η ανταλλακτική μεσαιωνική φεουδαλική κοινωνία, ανάμεσα στον “ιδιοκτήτη” υποτελή και τον ιδιοκτήτη της υποτέλειας χωροδεσπότη, μεταλλάχθηκε σε μια εγχρήματη-έμμισθη καπιταλιστική κοινωνία ανάμεσα στον σύγχρονο υποτελή εργάτηπαραγωγό-μηχανή και τον ιδιοκτήτη καπιταλιστή των μέσων παραγωγής. Αυτήη νέα κοινωνική και οικονομική συνθήκη ανάμεσα στον κόσμο της εργασίας και στο κεφάλαιο, η οποία έμελλε να εδραιωθεί όχι μόνο στην εποχή της Νεωτερικότητας αλλά και στον Σύγχρονο Κόσμο, οικοδομήθηκε στα πλαίσια της ελευθερίας και της αμοιβαίας συναίνεσης, χωρίς εξαναγκασμό και χρήση βίας. Η κεκαλυμμένη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης στην εποχή της εκβιομηχάνισης και ιδίως η εκμετάλλευση των βιομηχανικώς εργατών, δηλαδή του προλεταριάτου, ανήγαγαν το κέρδος όχι μόνο σε κεντρική ιδέα του καπιταλισμού, αλλά και στο ιδεολόγημα της επαναπένδυσής του. Χάριν στη συσσώρευση κεφαλαίου, το οποίο με τη σειρά του θα εκχωρούνταν ως οικονομικός πόρος στα μέσα παραγωγής, σε έναν φαύλο κύκλο παραγωγής-κέρδους-συσσώρευσης κεφαλαίου και επανεπένδυσης, ο καπιταλισμός επικράτησε και διαιωνίστηκε δεδομένης και της αποτυχίας της ανατροπής του από το προλεταριάτο (Ρωμανός, 2010, σελ. 66-67).
Ο Μαρξ στο μείζον έργο τουΤο Κεφάλαιο ξεκινά με την ανάλυση του εμπορεύματος, τα χαρακτηριστικά του, κλπσε συνάρτηση με την αξία του και πιο συγκεκριμένα με την κατηγορία της αξίας και τη μορφή της (Αντωνοπούλου, 2008, σελ.133). Όπως αναφέρει η Αντωνοπούλου «ο Μαρξ θέτει το ερώτημα “γιατί το προϊόν της εργασίας παίρνει στην αστική κοινωνία τη μορφή της αξίας” και θεωρεί ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό λύνει το “αίνιγμα” της πολιτικής οικονομίας, αποκρυπτογραφεί δηλαδή τη μυστικοποίηση που χαρακτηρίζει τις κοινωνικές σχέσεις εντός της καπιταλιστικής κοινωνίας» (Αντωνοπούλου, 2008, σελ. 133). Ο Μαρξ θεωρεί το εμπόρευμα σαν κάτι το αυτονόητο και το τετριμμένο· προσιτό, οικείο και χρήσιμο για τις κοινωνικές σχέσεις, είτε μπορεί να καταναλωθεί, είτε όχι, ωστόσο «οι χρηστικές ιδιότητές του δεν μπορούν να μας αποκαλύψουν το μυστικό της αξίας του», άρα «σε τι ανταποκρίνεται, τι συνιστά την αξία του εμπορεύματος;» (Αντωνοπούλου, 2008, σελ. 134). Από τη στιγμή που δεν είμαστε σε θέση να εντοπίσουμε την αξίαενός εμπορεύματος-αγαθού στην κοινωνία και το εύρος κατανομής του,η ανάγκη απόκτησης και η χρηστικότητά του παραμένουν ασταθείς παράγοντες. Αυτομάτως η αξία του παραμένει και αυτή ασταθής έννοια αντί της αναλόγου προσαρμογής. Ο Μαρξ προκειμένου να διακρίνει αυτές τις δύο όψεις του εμπορεύματος, δηλαδή τις ιδιότητες και την αξία του, υιοθέτησε τη διάκριση μεταξύ της αξίας χρήσης και της ανταλλακτικής αξίας (Αντωνοπούλου, 2008, σελ. 134). Έτσι, λοιπόν, κατά τον Μαρξ η αξία χρήσης ενός εμπορεύματος-αγαθού ταυτίζεται με τη σωματική υπόσταση ή διαφορετικά θα μπορούσαμε να πούμε με τον δημιουργό του, ενώ η αξία του χρήμα το καθιστά μια ανταλλάξιμη υπόσταση, εν δυνάμει ανταλλασσόμενη με άλλα εμπορεύματα (Αντωνοπούλου, 2008, σελ. 134). Επομένως, «το προϊόν της εργασίας, παίρνει τη μορφή του εμπορεύματος, συλλαμβάνεται και εννοείται ως αξία, όταν αναγνωρίζεται εντός της κοινωνίας ως ανταλλάξιμο, ως ικανό να ανταλλαγείμε ένα άλλο, να πάρει τη θέση ενός άλλου, ή πολλών προϊόντων της εργασίας» (Αντωνοπούλου, 2008, σελ. 135).
Κατ’επέκταση, εφόσον ένας τέτοιος εμπορευματικός κύκλος, θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, λαμβάνει χώρα μεταξύ των ανθρώπων, το εμπόρευμα διαμορφώνει την κοινωνική σχέση μέσα σε έναν αλληλεξαρτώμενο και πολύπλευρο κοινωνικό δεσμό μεταξύ κάποιων που μπορούν να καταναλώσουν, κάποιων άλλων που αδυνατούν, άλλων που αποκλειστικά παράγουν και κάποιων που αποκλειστικά κερδίζουν από αυτό. Δεν θα ήταν και τόσο αδόκιμο να σχολιάσουμε ότι αυτή είναι η επιτομή της καπιταλιστικής κοινωνίας. «Στο πλαίσιο λοιπόν, της καπιταλιστικής κοινωνίας η παραγωγή και η ανταλλαγή των εμπορευμάτων πραγματοποιείται από το κεφάλαιο ως μια συνεχής, μια αδιάσπαστη διαδικασία» (Αντωνοπούλου, 2008, σελ. 140), ενώ παρακάτω η ίδια σημειώνει πως σύμφωνα με τον Μαρξ «από τη στιγμή που ο εργάτης εισέρχεται σε εργοστάσιο “η η χρησιμότητα της εργασίας του ανήκει στον καπιταλιστή. Με την αγορά της εργασιακής δύναμης ο καπιταλιστής ενσωματώνει την εργασία ως μια ζωντανή δύναμη μαζί με τα άψυχα συστατικά των προϊόντων”» (Αντωνοπούλου, 2008, σελ. 140).
Όπως αναφέρουν οι Ritzer-Stepnisky, ο Μαρξ στη θεωρία του αυτή σχετικά με την αξία της εργασίας και τον τρόπο παραγωγής υποστήριζε ότι «το κέρδος του κεφαλαιοκράτη βασιζόταν στην εκμετάλλευση του εργάτη» (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 68), για να εισάγει, εν συνεχεία, την έννοια της υπεραξίας παραγωγής ενός προϊόντος, η οποία δηλώνεται μέσα από τη σχέση της μειωμένης απόδοσης μισθώματος στον εργάτη-παραγωγό, εν σχέσει με το μεγάλο κέρδος που αποκοδομούσε ο κεφαλαιοκράτης από το παραγόμενο προϊόν. Όπως αναφέραμε πρωτύτερα, αυτό το κέρδος επαναπενδύονταν σε νέα παραγωγή για νέο κέρδος. «Αυτή η υπεραξία, την οποία ο κεφαλαιοκράτης κατακρατούσε και επένδυε εκ νέου, αποτελούσε τη βάση ολόκληρου του καπιταλιστικού συστήματος» (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 68).
Αλλοτρίωση και διάσπαση της εργατικής τάξης.
Καθώς ο καπιταλισμός επεκτεινόταν, ο κόσμος των βιομηχανικών εργατών και της τρίτης τάξης ολοένα και περισσότερο γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους κεφαλαιούχους καπιταλιστές.Στην εποχή της Ευρωπαϊκής εκβιομηχάνισης, εν μέσω της περιόδου της Βιομηχανικής Επανάστασης, της φρενίτιδας των επενδύσεων και του κοινωνικούμετασχηματισμού που προκλήθηκε,οι κοινωνικές μάζες αποδιοργανώθηκαν βιώνοντας μια νέα πραγματικότητα πρωτόγνωρη για αυτές.
Ο Μαρξ έτρεφε μια βαθιά πίστη στην εγγενή σχέση που είχε ο άνθρωπος με την εργασία. Θεωρούσε όμως, ότι αυτή η σχέση είχε διαστρεβλωθεί από τον καπιταλισμό και για να περιγράψει αυτό το γεγονός χρησιμοποίησε τον όρο Αλλοτρίωση (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 294). Ο άνθρωπος δεν μοχθούσε πια για να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες, αλλά για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του καπιταλιστή εργοδότη του, στου οποίου τα προτάγματαυπέρ του κέρδους “πωλούσε” έναντι πενιχρού μισθού την εργασία του, χάριν της επιβίωσης, και όχι της πραγματικής ζωής. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εδραιωνόταν η αλλοτρίωση στην οποία αναφέρεται ο Μαρξ.
Η αλλοτρίωση «διαθέτει τέσσερα βασικά συστατικά στοιχεία. Πρώτον, οι εργάτες στην καπιταλιστική κοινωνία είναι αλλοτριωμένοι από την παραγωγική δραστηριότητά τους (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 295). Οι άνθρωποι λειτουργούν ως μηχανές παραγωγής. Έχουν απωλέσει τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τα οποία τους διαχωρίζουν από τα ζώα. Δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, μέσω του λόγου, ούτε καν στην εργασία,και μέσα από αυτή τη διαδικασία της απόσχισης αναδύεται το ζωώδες· η διαδικασία του φαγητού, του ποτού και της αναπαραγωγής άπτονται στα καθημερινότητά τους. Τα ζωώδη αυτά χαρακτηριστικά γίνονται ανθρώπινα, ενώ η εργασία, η οποία διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα, γίνεται ζωώδης και απάνθρωπη (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 295). Δεύτερον, οι εργάτες είναι αλλοτριωμένοι από το ίδιο το προϊόν παραγωγής. Το προϊόν της εργασίας τους δεν ανήκει στους ίδιους, αλλά στους καπιταλιστές οι οποίοι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν όπως επιθυμούν (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 296). Τα ίδια τα εμπορεύματα αποτελούν την πηγήτης αλλοτρίωσης. Αλλοτρίωση της σκέψης και της αντίληψης, αφού το παραγόμενο προϊόν της εργασίας του, ο εργάτης δεν μπορεί να το κατέχει δίχως να το αγοράσει. Τρίτον, οι εργάτες εξαναγκάζονται σε έναν εσωτερικό ανταγωνισμό, ακόμη και σε σύγκρουση. Ο καπιταλιστής αμείβει καλύτερα τον εργάτη που παράγει περισσότερα. Ένα στάδιο της αλλοτρίωσης είναι και η αποξένωση. Παρόλο που φαίνεται ότι υπάρχει συνεργική εργασία στις εκάστοτε μονάδες παραγωγής, εντούτοις «ακόμη κι αν οι εργάτες στη γραμμή συναρμολόγησης είναι στενοί φίλοι, η φύση της τεχνολογίας προκαλεί μεγάλο βαθμό απομόνωσης (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 296). Τέλος, στο χώρο της εργασίας ο άνθρωπος αλλοτριώνεται από τις δυνατότητές του και τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Η ανθρώπινη φύση μετασχηματίζεται. Οι άνθρωποι λειτουργούν περισσότερο σαν μηχανές παραγωγής, οι κοινωνικές σχέσεις τελούν υπό αμφισβήτηση, ενώ «η συνείδηση μουδιάζει και τελικά καταστρέφεται» (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 297).
Η θετική όψη του καπιταλισμού.
Ο Μαρξ δεν επιθυμούσε την επιστροφή στην προκαπιταλιστική εποχή, αφού και εκείνη την περίοδο υπήρχε εκμετάλλευση και μάλιστα, πολλές φορές σε πιο άγριες συνθήκες με σκληρή και κοπιαστική εργασία. Ο καπιταλισμός έδειχνε την διέξοδο από την φεουδαλική σχέση υποτέλειας υπαγορεύοντας την κατάρρευση της φεουδαλικής πυραμίδας. Θεωρητικάέδινε ευκαιρίεςγια μια καλύτερη ζωή, ελευθερία και πλουτισμό, όμως μέσω της υποκίνησης ανταγωνισμού σε μια ελεύθερη αγορά (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 311). Ο καπιταλισμός έδινε δυνατότητες στους εργάτες ως το ισχυρότερο οικονομικό σύστημα που αναπτύχθηκε ποτέ έως τότε, την εποχή της Νεωτερικότητας. Ο ίδιος ο Μαρξ, όπως αναφέρουν οι Ritzer-Stepnisky, «θεωρούσε ότι ο καπιταλισμός ήταν κατά βάση καλό πράγμα» (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 311). Παρόλα αυτά όμως τον επέκρινε θεωρώντας τον υπεύθυνο για τις αλλαγές που προκάλεσε στην κοινωνία. Μέσα από την τάση αμφισβήτησης των οπισθοδρομικών παραδόσεων του Ύστερου Μεσαίωνα και των παγιωμένων πρακτικών δέσμευσης της κοινωνίας στο μεταφυσικό και το άγνωστο, ο καπιταλισμός ενδεδυμένοςμε τον αέρα της ελευθερίας παρέσυρε τον άνθρωποσε μια ατομιστική πραγματικότητα ξεγυμνώνοντάς τον, κατ’ ουσία, εμπρός στην ίδια του την υπόσταση. Ο καπιταλισμός υπάρχει ως μια έννοια οικονομικό-κοινωνική στον Σύγχρονο Κόσμο, ενώ εμφανίστηκε ως μια πραγματική επανάσταση. Δημιούργησε μια παγκόσμια κοινωνία, εισήγαγε την τεχνολογική αλλαγή, ενώ παράλληλα ανέτρεψε τον κόσμο της παράδοσης (Ritzer-Stepnisky, 2020, σελ. 311-312). Ο Μαρξ πίστευε πως ο καπιταλισμός ό,τι είχε να δώσει, το έδωσε και ότι είχε έρθει η ώρα για την ανατροπή του, μια ανατροπή η οποία έως τώρα δεν έχει συμβεί.
Αντί επιλόγου
Η Νεωτερικότητα, ως όρος, συνδέθηκε με την εποχή της εκβιομηχάνισης της Ευρώπης. Συνδέθηκε,επίσης, με κάποια προτάγματα του Διαφωτισμού, όπως ο εξορθολογισμός, η απαλλαγή από την παράδοση και τις προκαταλήψεις και ο πολιτικός αυτοκαθορισμός του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Μαρξ το πρόβλημα της Νεωτερικότηταςδεν ήταν η αυτονόμηση της οικονομίας και η απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, δηλαδή η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής από πολύ λίγους. Αυτή η νεωτερική κοινωνικό-οικονομική σχέση παραγωγής-διανομής και κέρδους, αυτός ο εμπορευματικός καπιταλισμός προκάλεσε την εκμετάλλευση και τον αποκλεισμό πολλών κοινωνικών ομάδων.Η συνέπεια ήταν ότι πολλές κοινωνικές ομάδες αποκλείστηκαν από τον λόγο της ελευθερίας και της χειραφέτησης, έννοιες πίσω από τις οποίες κρύβονταν τα συμφέροντα της αναδυόμενης αστικής τάξης.Ο Μαρξ θεωρούσε μονόδρομο τη σύγκρουση του προλεταριάτου με το κεφάλαιο εξαιτίας αυτής της αυξητικής τάσης εκμετάλλευσης των εργατών. Αυτή η τάση με τη συνεχή κορύφωση του καπιταλισμού, οδηγούσε σε μια όλο και μεγαλύτερη αντίσταση από την πλευρά των ανθρώπων του μόχθου, γεγονός το οποίο έκανε το Μαρξ να πιστέψει στην κατά μέτωπο σύγκρουση. Παρά τη μετάβαση της κοινωνίαςπου προκάλεσε ο καπιταλισμός από την εποχή της προκαπιταλιστικής υποτέλειας στη Νεωτερική σύγχρονη εποχή,με τον αφορισμό τουπαρηκμασμένου μεσαιωνικού τρόπου ζωής, επί της ουσίας υποθήκευσε τις ανθρώπινες σχέσεις θέτοντας το χρήμα και το κέρδος υπεράνω κάθε ιδανικού.Ωστόσο, η αποτυχία της ανατροπής του καπιταλισμού από το προλεταριάτο παραμένει έως και σήμερα ένα αναμφισβήτητο γεγονός, όπως και η διάψευση της πρόβλεψης μέσα από την μαρξική θεώρηση,όσον αφοράστην επικράτηση του προλεταριάτου και της κομμουνιστικής κοινωνίας της αφθονίας.
Βιβλιογραφία
Αντωνοπούλου Μ., Οι Κλασσικοί της Κοινωνιολογίας. Κοινωνική θεωρία και Νεότερη κοινωνία, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2008.
Ρωμανός Β., «Η Μαρξική Κριτική της Νεωτερικότητας και το Πρόβλημα της Ορθολογικότητας της Ιστορίας», στο Σ. Μ. Κονιόρδος (επιμ.) Κοινωνική Σκέψη και Νεωτερικότητα, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2010.
RitzerG. &StepniskyJ., Κλασική Κοινωνιολογική Θεωρία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2020.