Σοσιαλισμός. Ουτοπία ή πραγματικότητα;
Η εποχή της νεωτερικότητας, του ρομαντισμού και της εκβιομηχάνισης είναι ταυτόχρονα και η εποχή των μεγάλων ανατροπών, της ανάδειξης της αστικής τάξης, των επαναστάσεων και της εμφάνισης του σοσιαλισμού. Ο μεγάλος κοινωνικός μετασχηματισμός που επέφερε η Βιομηχανική Επανάσταση υπήρξε κύρια αιτία για τον μεγάλο κοινωνικό ανασχηματισμό που οδήγησε στην ανάπτυξη των μεγάλων αστικών κέντρων αλλά και των εργατουπόλεων της τρίτης τάξης και του προλεταριάτου, δηλαδή των βιομηχανικών εργατών. Το κοινωνικό-εργασιακό πλαίσιο εκείνης της περιόδου ήταν το εξής: Οι βιομήχανοι μηχανοποιώντας την εργασία αύξαναν τα κέρδη τους ενώ παράλληλα μείωναν το κόστος παραγωγής. Ο Καρλ Μαρξ είχε πει, σύμφωνα με τον Φρίντριχ Έγκελς, ότι «Οι μηχανές γίνονται το πιο δυνατό όπλο του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη, όπου το μέσο της εργασίας αρπάζει ξανά και ξανά από τα χέρια του εργάτη τα μέσα επιβίωσής του, όπου αυτό το ίδιο το προϊόν του εργάτη μετατρέπεται σε όργανο για την υποδούλωσή του» (Έγκελς, 2006, σελ.125). Η εργατική δύναμη ουσιαστικά ματαιωνόταν, αφού, όσοι συνέχιζαν και εργάζονταν, παρέμεναν τόσο σε απάνθρωπες συνθήκες εργασίας όσο και διαβίωσης. Καθώς τα ωράρια αυξάνονταν για να καλύψουν τη μείωση του φυσικού δυναμικού, μειώνονταν και οι μισθοί ενώ παρέμενε πληθώρα εργατών εκτός εργασίας με πολύ αυξημένη τη ζήτησή της. Το γεγονός αυτό αναζωπύρωσε τη νωπή μνήμη της Γαλλικής Επανάστασης και προήγαγε την έννοια της κοινότητας ως ιδέα‧ ως ιδανικό συνυφασμένο με την ελευθερία, την ισότητα, την αλληλεγγύη, τον ανθρωπισμό και την αδελφοσύνη του κόσμου της εργασίας, απαιτώντας μία νέα ιδεολογία.
Ουτοπικός σοσιαλισμός
Ο σοσιαλισμός προήχθη από τη πολιτική σκέψη τριών κύριων εκφραστών του: του Ανρί Σαιν Σιμόν (1760-1825), σημαίνουσα προσωπικότητα των γραμμάτων και της Γαλλικής κοινωνίας, του φιλόσοφου-διανοητή Σαρλ Φουριέ (1772-1837) και του κοινωνικού μεταρρυθμιστή Ρόμπερτ Όουεν (1771-1858), προκύπτοντας ως αντίδραση στις προαναφερθείσες κοινωνικές, εργασιακές και οικονομικές συνθήκες οι οποίες επικράτησαν ύστερα από την επικράτηση του βιομηχανικού καπιταλισμού (Heywood, 2007, σελ.203). Όπως αναφέρει ο Heywood, ο χαρακτήρας αυτού του πρώιμου σοσιαλισμού επηρεάστηκε από τις σκληρές συνθήκες εργασίας που βίωνε η εργατική τάξη την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης χαρακτηρίζοντας, μάλιστα, το προλεταριάτο νεοπαγές και αποπροσανατολισμένο (Heywood, 2007, σελ.204). Και οι τρεις εκφραστές του πρώιμου σοσιαλισμού χαρακτηρίστηκαν ως εκφραστές ενός ουτοπικού σοσιαλισμού, αφού η ιδεώδης κοινωνία που οραματίστηκαν μπορεί να μην εφαρμόστηκε αλλά άνοιξε τον δρόμο προς μια επιστημονική προσέγγιση του σοσιαλισμού, η οποία θεμελιώθηκε αργότερα μέσα από το έργο του Καρλ Μαρξ και του Φρίντριχ Έγκελς.
Αυτή η ιδέα της κοινότητας, μιας κοινότητας εκ των πραγμάτων ουτοπικής, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτέλεσε τον σκελετό της σοσιαλιστικής ιδεολογίας. Οι σημαντικότερες αξίες που απαρτίζουν την ευρύτερη έννοια του σοσιαλισμού είναι η κοινότητα, η συνεργασία, η ισότητα, η κοινωνική τάξη και η κοινοκτημοσύνη (Heywood, 2007, σελ.208). Μια, επίσης, από τις βασικές θεωρήσεις που συνθέτουν την ιδεολογία του σοσιαλισμού είναι η ενοποίηση των ανθρώπων εμπρός στην πρόκληση των κοινωνικών και οικονομικών θεμάτων και η υπέρβασή τους μόνο μέσα από τη συλλογικότητα και όχι απλά μέσα από την ατομική προσπάθεια του καθενός που απαρτίζει την κοινότητα (Heywood, σελ.208). Ο Heywood σχολιάζοντας πάνω σε αυτό αναφέρει ότι «Τα ανθρώπινα όντα είναι επομένως “σύντροφοι” και “αδέλφια” δεμένα μεταξύ τους με δεσμούς μιας κοινής ανθρωπότητας» (Heywood, 2007, σελ.208).
Η οικοδόμηση της ιδέας της ορθολογικά οργανωμένης κοινωνίας, στον ουτοπικό σοσιαλισμό, διαπνέονταν από τον ενθουσιασμό και τη βεβαιότητα της εφαρμογής της (Rosanvallon 2014, σελ.134). Για ποια εφαρμογή, όμως, και με ποια εχέγγυα; Το επίπεδο αυτής της οικοδόμησης ήταν καθαρά θεωρητικό. Οι ουτοπικοί υπήρξαν ρομαντικοί διανοητές, ευαίσθητοι σαν άνθρωποι, πιθανόν επηρεασμένοι από την αποκαθήλωση του γνώριμου status. Δεν επιδίωξαν την άμεση αναμέτρηση με το κατεστημένο, ούτε πρέσβευαν ιδέες διαπνεόμενες από επαναστατική αύρα. Μπορούμε να πούμε ότι κατήγγελλαν αλλά, επί του πρακτέου, δεν διέθεταν την εναλλακτική πρόταση τη οποία θα στήριζαν αφυπνίζοντας τις μάζες της τρίτης τάξης. Αυτό το όραμα των ουτοπικών σοσιαλιστών για την κοινή ανθρωπότητα σε μια καλύτερη κοινωνία οδήγησε στην ανάπτυξη ουτοπικών οραμάτων, αν μη τι άλλο, σε μια εκ βάθρων ουτοπική αντίληψη της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, την οποία έμελλε λίγο αργότερα ο Καρλ Μαρξ να εκτρέψει προς μια άλλη κατεύθυνση· εκείνη της προετοιμασίας του προλεταριάτου για τον έναν και μοναδικό στόχο: την κατά μέτωπο σύγκρουσή του με τον καπιταλισμό και την ξεκάθαρη επικράτησή του.
Ο στόχος του ουτοπικού οράματος ήταν «Να αντικατασταθεί η διακυβέρνηση των ανθρώπων από τη διαχείριση των πραγμάτων» (Rosanvallon, 2014, σελ.134). Αυτή η βεβαιότητα για την αλλαγή της κοινωνίας σε ένα νέο πλαίσιο απόλυτης ισότητας καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τους μεταγενέστερους των ουτοπικών εκφραστών του σοσιαλισμού και διατηρήθηκε σαν οδηγός για την πραγματοποίηση και, τέλος, για την επαλήθευση αυτής της κοσμοϊστορικής αλλαγής που πρέσβευαν. Ο Έγκελς, επί παραδείγματι, υποστήριζε ότι τα πάντα είναι δυνατόν να απλοποιηθούν σε μια κοινότητα χωρίς σπατάλες, κερδοσκοπία, ανταγωνισμό ή αντιπαλότητα. Η ιδεολογία εκείνη, η οποία θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από τα ουτοπικά θεωρητικά οράματα και να υλοποιήσει την ιδέα ενός πραγματικού κοινοτικού κόσμου απαλλαγμένο από τον ανταγωνισμό, ήταν η κομμουνιστική ιδεολογία (Rosanvallon, 2014, σελ.134).
Μαρξιστικός ή επιστημονικός σοσιαλισμός
Στον επιστημονικό μαρξισμό η μορφή της οργάνωσης για την εγκαθίδρυση και εφαρμογή του σοσιαλισμού θα μπορούσαμε να πούμε, ότι είχε κύριο και βασικό γνώμονα την αλλαγή της σχέσης στον τρόπο παραγωγής, ανταλλαγής και διάθεσης των παραγόμενων προϊόντων. Ξεκινώντας στο 3ο κεφάλαιο του έργου του Σοσιαλισμός, Ουτοπικός και Επιστημονικός ο Έγκελς αναφέρει ότι «Η παραγωγή, και μαζί με την παραγωγή η ανταλλαγή των προϊόντων αποτελεί τη βάση κάθε κοινωνικού συστήματος, πως, σε κάθε κοινωνία που αναδύεται ιστορικά, η κατανομή του πλούτου και μαζί μ’ αυτή η διάρθρωση σε τάξεις ή κάστες, καθορίζεται από το τι παράγεται, πώς παράγεται, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο ανταλλάσσονται τα πράγματα που παράγονται» (Έγκελς, 2006, σελ.115).
Ο Έγκελς κάνοντας μια ιστορική αναδρομή στον μεσαιωνικό φεουδαλισμό και στην ανταλλάξιμη κοινωνία, αναφέρει ότι εκείνη την εποχή, η μορφή παραγωγής στηρίχθηκε στον αυθόρμητο καταμερισμό εργασίας, ο οποίος σχηματίστηκε από την ίδια την κοινωνία (Έγκλες, 2006, σελ.118). Αρχικά, η μορφή παραγωγής είχε ατομικό χαρακτήρα, γεγονός το οποίο σήμαινε ότι κάθε χωρικός – παραγωγός πωλούσε ή αντάλλασσε το αγαθό του. Αργότερα, προστέθηκε στη μεσαιωνική κοινωνία και η κοινωνική παραγωγή σαν ένας νέος επιπρόσθετος τρόπος για τον καταμερισμό της εργασίας. Γίνεται λόγος πλέον για παραγωγικές μονάδες. Όπως τονίζει ο Έγκελς «Μέχρι τότε, ο κάτοχος των μέσων εργασίας θεωρούνταν κύριος των προϊόντων, γιατί επρόκειτο κατά κανόνα για προϊόντα του δικού του κόπου και η βοηθητική εργασία των άλλων αποτελούσε εξαίρεση» (Έγκελς, 2006, σελ.119).
Αυτός ο νέος τρόπος παραμέριζε σιγά-σιγά την ατομική παραγωγή και τις σχέσεις υποτέλειας που υπήρχαν στη φεουδαλική κοινωνία. Η εποχή της νεωτερικότητας είχε κάνει την εμφάνισή της και ο κόσμος άλλαζε. Η μετάβαση στον καπιταλισμό προέκυψε ως μια φυσική ακολουθία. Η ατομική παραγωγή παραχώρησε σταδιακά τη θέση της αποκλειστικά στα κοινωνικά μέσα παραγωγής, τα οποία συγκεντρώθηκαν σε καπιταλιστικά χέρια εισχωρώντας τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στην κοινωνία (Έγκελς, 2006, σελ.121). Ο καπιταλισμός ιδιοποιήθηκε την παραγωγή, αλλά και τους παραγωγούς διασπείροντας ανάμεσά τους έναν άναρχο και αδυσώπητο ανταγωνισμό. Ο τρόπος παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων και των αγαθών μαζί με τη συσσώρευση κεφαλαίου σε μειοψηφικά καπιταλιστικά χέρια δημιούργησε μια κοινωνικά πλειοψηφική τρίτη τάξη. Σύμφωνα με τις θεωρήσεις του σοσιαλισμού στη συνέχεια, ο ίδιος ο καπιταλισμός την μετέτρεψε άθελά του σε προλεταριακή δύναμη προετοιμάζοντάς την για την προλεταριακή επανάσταση. Για τον Έγκελς η προλεταριακή επανάσταση σήμαινε και την διάλυση των αντιφάσεων: «Το προλεταριάτο κατακτά τη δημόσια εξουσία και, χάρη στην εξουσία αυτή, μετατρέπει τα κοινωνικά μέσα παραγωγής, που ξέφυγαν από τα χέρια της αστικής τάξης σε δημόσια ιδιοκτησία» (Έγκελς, 2006, σελ.139). Αυτή η εκδοχή, όμως, μπορεί να θεωρηθεί περισσότερο ουτοπική αφού οι βιομηχανικοί εργάτες δεν απέκτησαν την απαιτούμενη μεταξύ τους αλληλεγγύη. Απεναντίας διακατέχονταν από το αίσθημα της ηττοπάθειας ως ένας στρατός, πολυπληθής μεν, αδύναμος δε να αντιδράσει καθώς πλήττεται από την καπιταλιστική λαίλαπα.
Η επικράτηση του προλεταριάτου και η «κοινωνία της αφθονίας»
Η αλλαγή των κοινωνικών σχέσεων βασισμένη στην ισότητα, την αναδιανομή και ισοκατανομή, τη δικαιοσύνη και την αδελφοσύνη (συντροφικότητα), για να γίνει κατανοητή και να εφαρμοστεί από τα μέλη της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας έπρεπε να υπαγορευθεί με υπερβολική ακρίβεια και επίσης, να επιδειχθεί ένας αυταρχικός χαρακτήρας για την εφαρμογή της (Rosanvallon, 2014, σελ.139). «Πρέπει να είναι κανείς υπάκουος μέσα στο σύστημα, διαφορετικά θα βρεθεί έξω από αυτό» (Rosanvallon, 2014, σελ.140). Ο φθόνος και το κίνητρο για διάκριση θα πρέπει να εξαλειφθούν σε αυτή τη νέα κοινότητα για να μπορέσει να σταθεροποιηθεί. Η ισότητα ανάγεται στην υποχρεωτικότητα, σε μια κατάσταση κοινής εξάρτησης και υποταγής, αφού όλοι «Άνδρες και γυναίκες είναι όμοιοι ως υποκείμενα της ορθολογικής οργάνωσης και όχι ως αυτόνομα άτομα που στέκονται το ένα απέναντι στο άλλο» (Rosanvallon, 2014, σελ.140). Τη στιγμή όμως που ο άνθρωπος είναι από τη φύση του δημιουργικός και ελεύθερος μπορούμε, σχεδόν με βεβαιότητα, να χαρακτηρίσουμε μια τέτοια θεώρηση ως ουτοπική και καταδικασμένη να αποτύχει.
Η ιδέα της ισότητας και της αδελφοσύνης περνούσε μέσα και από την οικονομία. Μια οικονομία ισότιμη για όλους, χωρίς ανταγωνιστικό πνεύμα, με απουσία συσσώρευσης πλούτου και κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο Μαρξ οραματίστηκε την κατάργηση της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας και την αντικατάστασή της από μια αταξική κομμουνιστική κοινωνία η οποία θα ανέτρεπε τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος‧ έκανε όμως ελάχιστες αναφορές ως προς την επίτευξη αυτού του οράματος. (Heywood, 2007, σελ.220). Η αταξική κοινωνία θα αντικαθιστούσε, κατά τον Μαρξ, τον βραχύβιο καπιταλισμό που άσθμαινε και οδηγούνταν στο τέλος της ιστορίας. Αυτή η θεώρησή του όμως μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ουτοπική εκδοχή, αφού ο ίδιος δεν μπόρεσε να προβλέψει τον κρατικό παρεμβατισμό στην καπιταλιστική οικονομία, ως αυτόματη αυτοδιόρθωση του ίδιου του συστήματος.
Η νέα κοινότητα του κομμουνιστικού ιδεώδους θα δεσμεύονταν για τη δίκαιη διάθεση των αγαθών, καθώς και των παροχών για τον καθένα και την καθεμιά, μέσα από τη διάρρηξη των εννοιών της ατομικότητας και της απόκτησης πλούτου‧ κυρίως όμως θα εγγυόταν τη λύση του προβλήματος της σπάνης· της έλλειψης δηλαδή των αγαθών. Ο Kymlicka αναφέρει για την μαρξιστική ιδεολογία ότι η πρώτη φάση του σοσιαλισμού θα πραγματοποιούνταν με την ανατροπή του καπιταλισμού και την επικράτηση του προλεταριάτου, ενώ σε δεύτερο χρόνο, όταν θα είχε επιτευχθεί η αφθονία του παραγωγικού πλούτου, τότε θα αναδυόταν ο κομμουνισμός στην πλήρη του ανάπτυξη (Kymlicka, 2021, σελ.273). Ο Μαρξ πίστευε στην ανάγκη της ύπαρξης της αφθονίας διότι σε διαφορετική περίπτωση, εκείνη της σπάνης, θα ήταν ορατός ο κίνδυνος ανεπίλυτων συγκρούσεων (Kymlicka, 2021, σελ.279). Εξέφραζε αυτή την άποψη με τα παρακάτω λόγια: «Σε μια υψηλότερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, που η υποδουλωτική υποταγή του ατόμου στον κατακερματισμό της εργασίας… θα είχε εξαφανιστεί‧ που η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσο ζωής αλλά η πρωταρχική ανάγκη της ζωής‧ που οι παραγωγικές δυνάμεις θα έχουν επίσης αυξηθεί μαζί με την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ατόμου, και όλες οι πηγές του συνεργατικού πλούτου θα αναβλύζουν με μεγαλύτερη αφθονία – μόνο τότε ο στενός ορίζοντας κάθε αστικού δικαιώματος θα κρεμαστεί στο σταυρό και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία του: από τον καθένα σύμφωνα με την ικανότητά του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του! [Marx και Engels 1968: 320-1]» (Kymlicka, 2021, σελ.279).
Παρά τις εις βάρος τους προκλήσεις και τα κελεύσματα των θεωρητικών του σοσιαλισμού, η εργατική τάξη και το προλεταριάτο λειτούργησαν λανθασμένα ως προς την επίτευξη του τελικού σκοπού, που δεν ήταν άλλος από την ανατροπή του καπιταλισμού και την ανάληψη των μέσων παραγωγής. Παρατηρούμε επίσης, ότι όπου επικράτησε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, οι άνθρωποι δεν άλλαξαν και πολλοί ήταν εκείνοι που δεν ενστερνίστηκαν την μετάβαση προς τον κομμουνισμό. Παρέμεναν οι ίδιοι, σε διάφορες ιστορικές περιόδους και σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη του πλανήτη, με τα πάθη τους, με το κυνήγι της ανεκπλήρωτης ανάγκης τους, με τις αντιδράσεις τους, ακόμη και με τις απόπειρες απόδρασης. Όπως αναφέρει ο Kymlicka, όλοι οι αναλυτικοί μαρξιστές σήμερα δέχονται το γεγονός ότι γνωρίσματα σαν την έλλειψη των πόρων, τη σύγκρουση των τάξεων, τον πλουραλισμό και την ατέλεια της ορθολογικής σκέψης, αποτελούν χαρακτηριστικά του ανθρώπινου γένους και πως πρέπει να υπάρξει μια κανονιστική πολιτική θεωρία, η οποία να εξηγήσει τον τρόπο διαχείρισης αυτών των γνωρισμάτων (Kymlicka, 2021, σελ.284). Εμμέσως πλην σαφώς, θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, ότι παραπέμπουν σε μια σύγχρονη μαρξιστική θεωρία δικαιοσύνης αναγνωρίζοντας την ουτοπικότητα του εγχειρήματος εφαρμογής μιας σοσιαλιστικής θεωρίας, με απώτερο σκοπό την εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής κοινωνίας της αφθονίας, με τους κλασικούς μαρξιστικούς κανόνες.
Συμπεράσματα
Το καπιταλιστικό δίπολο στην εποχή της εκβιομηχάνισης του 18ου-19ου αιώνα, καπιταλιστής – βιομηχανικός εργάτης επέσυρε μέσα από τον φιλοσοφικό λόγο την αναθεώρηση της πολιτικής και ιδεολογικής σκέψης της εποχής και την έκφρασή της μέσα από ένα νέο ρεύμα καθώς και την ενδεχόμενη ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης‧ εκείνης της εκμετάλλευσης των βιομηχανοποιημένων εργατών. Αυτή η νέα πολιτική ιδεολογία εκφράστηκε μέσα από τις αρχές του ρεύματος του σοσιαλισμού. Οι πρώτοι σοσιαλιστές, οι ουτοπικοί, οραματίστηκαν μια κοινωνία - κοινότητα, όπου οι άνθρωποι θα στηρίζονται στη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια και την αγάπη. Εκείνοι, οι οποίοι εξέλιξαν τον σοσιαλισμό σε πολιτική ιδεολογία του προλεταριάτου ήταν ο Μαρξ και ο Έγκελς. Ήταν εκείνοι που πρόταξαν τη σύσταση αυτής της κοινότητα ως ανάχωμα προστασίας της εργατικής τάξης εμπρός στον αναδυόμενο βιομηχανικό καπιταλισμό, ο οποίος κάλπαζε αφήνοντας πίσω του διερρηγμένες τις κοινωνικές συνθήκες στον βωμό της ανταγωνιστικότητας και του κέρδους. Αναμφισβήτητα οι μάζες αρχικά έδειξαν ότι κατανόησαν την αναγκαιότητα της υπέρβασης του υφιστάμενου μοντέλου της βιομηχανοποιημένης καπιταλιστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και επίσης, ότι προσπάθησαν για την αναμέτρηση και την τελική σύγκρουση με τον αστικό καπιταλισμό, ασχέτως του αποτελέσματος. Το προλεταριάτο όμως δεν αναγνωρίστηκε ως ο κύριος φορέας για την αλλαγή της κοινωνίας. Οι εργάτες, εν τέλει, δεν στάθηκαν ικανοί να γκρεμίσουν τον καπιταλιστικό οικοδόμημα και η πορεία προς τον κομμουνισμό δεν επιτεύχθηκε μεταβατικά, όπου επιτεύχθηκε ήταν βραχύβια.
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε, εάν το όλο εγχείρημα της καπιταλιστικής ανατροπής από το προλεταριάτο και η επικράτηση της κομμουνιστικής κοινωνίας υπήρξε μια ουτοπική οπτασία ή όχι. Ίσως να μην μπορέσουμε να εξάγουμε τόσο ασφαλή συμπεράσματα για το εάν και κατά πόσο ο σοσιαλισμός είχε λιγότερες ή περισσότερες ουτοπικές εκδοχές.
Βιβλιογραία
Heywood Andrew, Πολιτικές ιδεολογίες, μτφρ. Χαρίδημος Κουτρής, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2007
Kymlicka Will, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, μτφρ. Γρηγόρης Μολύβας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021
Rosanvallon Pierre, Η κοινωνία των ίσων, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014
Έγκελς Φρίντριχ, Σοσιαλισμός, ουτοπικός και επιστημονικός, εκδ. Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2006