ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ. Φιλελευθερισμός, Νεοφιλελευθερισμός, Σοσιαλισμός, Συντηρητισμός, Αναρχισμός, Φασισμός, Φονταμενταλισμός, Φεμινισμός

2022-07-10 10:57

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΙΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΕΣ

 

 Τι  είναι ιδεολογία;

 Είναι ένας συγκεκριμένος τύπος πολιτικής σκέψης. Μεταξύ των ορισμών επίσης, κατά τον Heywood:  “Σύνολα πολιτικών ιδεών, οι οποίες οδηγούν σε δράση ή σύνολα πολιτικών πεποιθήσεων”. Για τον Μαρξ η ιδεολογία εκφράζει τις ιδέες και της αρχές της άρχουσας τάξης και τα συμφέροντά της. Επίσης, η ιδεολογία είναι μια ψευδαίσθηση όπου το προλεταριάτο δεν την έχει ανάγκη, διότι το προλεταριάτο έχει έναν ξεκάθαρο σκοπό και δεν χρειάζεται τις ψευδαισθήσεις. Οι ιδεολογίες βρίσκονται σε μια συνεχή αντιπαλότητα μεταξύ τους. Αλληλοσυμπληρώνοντας ή αλληλοεπηρεάζοντας μεταξύ τους τις βασικές δομές, στερούνται τη συνοχή ενός πολιτικού φιλοσοφήματος, αν και ομοιάζουν με πολιτικές φιλοσοφίες. Αναπτύχθηκαν μέσα από κοινωνικό-πολιτικές και οικονομικές διαφοροποιήσεις, στις οποίες στηρίχθηκε η κοινωνία της Νεωτερικότητας.

      Από τη στιγμή που δεν υπάρχει κάποιο κριτήριο απόδειξης ως το ποια είναι η καλύτερη, αυτό οδηγεί σε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ τους καθώς αυτές επαναπροσδιορίζονται μέσα από τις εναλλασσόμενες κοινωνικές συνθήκες. Επαναπροσδιορίζονται καθώς έχουν να αντιμετωπίσουν τα εξής:

  1. Τη μεταβαλλόμενη παγκόσμια τάξη (αποδυνάμωση του σοσιαλισμού, τέλος του Ψυχρού Πολέμου, κ.α.).
  2. Τη μετανεωτερικότητα (νέα ιδεολογικά κινήματα, υπερκαταναλωτισμός, κοινωνία της πληροφορίας, κατακερματισμός και εξειδίκευση της ειδικότητας, περιχαράκωση των πολιτικών ελευθεριών χάριν της προστασίας από την παγκόσμια τρομοκρατία, κλπ).
  3. Την παγκοσμιοποίηση, κατά την οποία οι αγορές ενισχύονται εις βάρος των εθνών-κρατών θέτοντας την εθνική τους κυριαρχία υπό αμφισβήτηση και κρίση. Η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί ιδεολογία αλλά κατάσταση, η οποία συμπορεύεται με τον νεοφιλελευθερισμό έχοντας αρνητικές επιπτώσεις για τον εθνικισμό και τις συμπαρομαρτούντες ιδεολογίες.

 

Φιλελευθερισμός

      Αποτέλεσμα της κατάρρευσης του φεουδαλισμού και της αντικατάστασής του από τον καπιταλισμό. Αρχικά εξέφραζε τις θέσεις και τις φιλοδοξίες της μεσαίας τάξης και οδήγησε στη σύγκρουση με την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων αμφισβητώντας την καθεστηκυία τάξη, την απόλυτη εξουσία  και τη μοναρχία. Αργότερα αποτέλεσε τη βασική  ιδεολογία της βιομηχανοποιημένης Δύσης. Ο 19ος αιώνας ήταν ο αιώνας του. Διακρίνεται από την ανεκτικότητα στη διαφορετικότητα, την ελευθερία του λόγου, της θρησκείας και της ιδιοκτησίας. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον καπιταλισμό και τον Δυτικό πολιτισμό. Για τους μαρξιστές αποτελεί τον αντιπροσωπευτικότερο παράδειγμα της αστικής ιδεολογίας καθόσον στοχεύει στην πραγματοποίηση του συμφέροντος του ισχυρού και στην εκμετάλλευση του προλεταριάτου, το οποίο πρέπει πάντα να έχει ως μοναδικό σκοπό την ανατροπή του. Με προσήλωση στον ατομικισμό (την πίστη δηλ. στο άτομο και την πρωτοκαθεδρία του ως μιας κατάστασης υπέρτατης σπουδαιότητας έναντι οποιασδήποτε ομάδας ή συλλογικότητας, αφού το άτομο αποτελεί το κέντρο κάθε πολιτικής θεωρίας),  δίνει έμφαση στην εκπαίδευση, την ατομική ελευθερία, τον ορθολογισμό και όχι στον πατερναλισμό (Paternalism – δράση με τρόπο πατρικό χωρίς να αφήνεται περιθώριο προσωπικών επιλογών‧ μια μορφή καθοδήγησης εκ των άνωθεν βασισμένη στο πρότυπο σχέσης Πατέρα – Παιδιού, π.χ. η υποχρέωση να φοράμε ζώνες ασφαλείας στο αυτοκίνητο. Ο ακραίος πατερναλισμός βρίσκεται στο φάσμα του αυταρχισμού). Επίσης, έμφαση  στη δικαιοσύνη και την απόρριψη της δεισιδαιμονίας, με τελικό σκοπό την διασφάλιση των συνθηκών, οι οποίες θα επιφέρουν την ευημερία. Ο φιλελευθερισμός αντανακλά την προτεραιότητα της κοινωνίας στην ατομικότητα και όχι στην ομαδικότητα. Το πλαίσιό του: η απελευθερωμένη αγορά από τις κυβερνητικές παρεμβάσεις. Το πλεονέκτημά του: το δικαίωμα στην “ευκαιρία”. Το μειονέκτημά του: η ψευδαίσθηση ότι τελείται η κατά κράτος επικράτησή του, ενώ υποδαυλίζει χωρίς να το θέλει την αναμέτρησή του με άλλα ιδεολογήματα όπως ο εθνικισμός, ο φεμινισμός και ο ακραίος φονταμενταλισμός.     

Με τις ιδέες περί ελευθερίας του λόγου, θρησκείας και ιδιοκτησίας, ο φιλελευθερισμός συνδέθηκε άρρηκτα με την καπιταλιστική ιδεολογία της απελευθερωμένης αγοράς από κυβερνητικές παρεμβάσεις. Σ’ ένα ατομικιστικό και ορθολογιστικό ιδεώδες πίστης στην πρωτοκαθεδρία του ατόμου και της προόδου του μέσα στο κοινωνικό σύνολο και με σημαία την ατομική ελευθερία, οι φιλελεύθεροι προσυπέγραψαν την ισότητα των ευκαιριών των πολιτών στην ανέλιξή τους και στο επιχειρείν, μην αγνοώντας αλλά προσπερνώντας το κράτος.

      Tα χαρακτηριστικά και τις καταστατικές αρχές του φιλελευθερισμού: α) Ισονομία‧ πολίτες με ίσα ατομικά, ηθικά πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες. β) Σεβασμός προς τους πολίτες οι οποίοι δεν θα υφίστανται όσο είναι αυτό δυνατόν, από το κράτος, οικονομικές και κοινωνικές αδικίες. γ) Ουδετερότητα των αρχών και κατεύθυνση προς μία ανταγωνιστικότητα ευγενή, αρκεί να μην θίγονται ηθικές αρχές. δ) Ενεργοί πολίτες στην λήψη των πολιτικών αποφάσεων με γνώμονα «Τις ανωτέρω καταστατικές αρχές πολιτικής και κοινωνικής δικαιοσύνης» (Παιονίδης, 2007, 148).

Κοινωνικός Φιλελευθερισμός

      Ο φιλελευθερισμός του 19ου αι. ήταν υπέρ ενός μη παρεμβατικού κράτους ενώ από τον 20ο αι. υποστήριξε το κράτος πρόνοιας. Αυτή η ρήξη με την πρώιμη φιλελεύθερη σκέψη, όπως αναφέρει ο Heywood, «Συντελέστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα με το έργο του Βρετανού φιλοσόφου T.H. Green, 1836-1882» (Heywood, 2007, σελ.126). Ο Green μέσα από το έργο του συντάχθηκε με τις ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού διαβλέποντας, όμως, και τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε μια ενδεχόμενη κερδοφορία, χωρίς ηθικούς φραγμούς, σε μια ελεύθερη αγορά. Μία τέτοια κατάσταση θα μπορούσε κάλλιστα να επιφέρει συνθήκες εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την εργοδοσία μπροστά στο δίλλημα: επιβίωση με άνευ όρων παράδοση των εργατικών δικαιωμάτων ή ολική καταστροφή. Αυτή η πολιτικό-οικονομική φιλοσοφία του Green, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι άνοιξε τον δρόμο προς  μια διαφορετική έως τότε κατεύθυνση στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού, την κατεύθυνση της κρατικής παρέμβασης με εγγύηση της ατομικής ελευθερίας και την υποστήριξη των πολιτών με γνώμονα το κράτος. Συνεπώς, η εφαρμογή της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού θα ήταν δυνατόν να πραγματωθεί μέσα από ένα κράτος πρόνοιας σε έναν κοινωνικού τύπου φιλελευθερισμό. Ως εκ τούτου, όπως σχολιάζει ο Heywood «Η κεντρική ώθηση του σύγχρονου φιλελευθερισμού επομένως είναι να βοηθά τα άτομα να βοηθήσουν τον εαυτό τους» (Heywood, 2007, σελ.128). 

      Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός και το κράτος πρόνοιας, όπως θα δούμε, επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα διαφοροποιώντας την φιλελεύθερη ιδεολογία που γνώριζε η αγορά και η κοινωνία έως τότε. Ο Παιονίδης αναφέρει ότι ο φιλελευθερισμός μπορεί και μετακινείται‧ έχει αυτή την ικανότητα της εξέλιξης διαφοροποιούμενος, ακόμη και επηρεαζόμενος από τις θέσεις των αντιπάλων του. Οι ιστορικές και ιδεολογικές συγκυρίες που συντελέστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα κλόνισαν ανεπανόρθωτα την ανθρωπότητα δίνοντας το έναυσμα για αυτή την φιλελεύθερη μετατόπιση. « Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους που προκάλεσαν τα μεγάλα δυτικά έθνη, μετά το Άουσβιτς, την ατομική βόμβα, τους ολοκληρωτισμούς, την απομυθοποίηση της αποικιοκρατίας, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την οικονομική υποδούλωση του Τρίτου Κόσμου, η αγιοποίηση της Δύσης δεν ήταν εφικτή, τουλάχιστον με τους όρους των φιλελεύθερων του 19ου αιώνα» (Παιονίδης, 2007, σελ.174).

 

Νεοφιλελευθερισμός και Νέα Δεξιά

      Ο στόχος του είναι το απόλυτο Laisser faire (λέσι φέαρ), από τον γαλλικό όρο “αφήστε τα ελεύθερα”. Ο νεοφιλελευθερισμός πρεσβεύει την ανατροπή του παρεμβατικού κράτους και του κράτους πρόνοιας του 20ου αιώνα. Είναι η αποτύπωση της αγοράς ως ανώτερης έννοιας έναντι της διακυβέρνησης. Αυτή η θέση ενδυναμώνεται και διαμορφώνεται από τις ευρύτερες δυνάμεις, οι οποίες λειτουργούν στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης ευνοώντας τον νεοφιλελευθερισμό και εντάσσοντάς τον σε έναν φαύλο κύκλο, όπου με τη σειρά του εκείνος τροφοδοτεί την παγκοσμιοποίηση.

Ο Pierre Rosanvallon αναφέρει ότι η ιδέα του νεοφιλελευθερισμού επιτάσσει έναν γενικευμένο ανταγωνισμό με το πρόσχημα των ίσων ευκαιριών, ο οποίος δεν ταυτίζεται μόνο με την οικονομία της αγοράς. Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί «Μία κοινωνική μορφή που ορίζει ένα γενικό τρόπο οργάνωσης του δεσμού μεταξύ των ανθρώπων» (Rosanvallon, 2014, σελ.259). Μέσα σε αυτό το περιβάλλον του γενικευμένου ανταγωνισμού αποσαθρώνονται βασικές κοινωνικές αξίες, όπως η αλληλεγγύη, η ανεξαρτησία, η ανεκτικότητα, καθώς και πολιτικές αξίες σαν την ελευθερία και την ισότητα. Σύμφωνα με τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού το μεταπολεμικό κράτος  εδραιωμένο σε πρακτικές του παρελθόντος και σπάταλο ως προς τις κοινωνικές παροχές, υπερχρεωμένο με το να συντηρεί μια πληθώρα δημοσίων υπαλλήλων, δεν δύναται να ανταπεξέλθει σε μια έντονη ανταγωνιστική αγορά, λόγω αδυναμίας και αναποτελεσματικότητας. 

      Θα τολμούσαμε να πούμε  ότι μέσα από τον νεοφιλελευθερισμό αποσαθρώνεται ο ίδιος ο φιλελευθερισμός. Ο Rosanvallon αναφέρει, επίσης, ότι ο γενικευμένος ανταγωνισμός διακυβεύει την αυτονομία του πολίτη. Μπορεί να “αγιοποιεί” τον καταναλωτή, όμως αυτό επιτελείται μέσα από την καθιέρωσή του σε ένα ακόμη γρανάζι της μηχανής του κέρδους των επιχειρήσεων δια της άκρατης και κατευθυνόμενης καταναλωτικής φρενίτιδας, ενώ στο τέλος «Καθιστά τον ανταγωνισμό την κοινωνική μορφή που ορίζει μια αληθινή σχέση μεταξύ των ανθρώπων» (Rosanvallon, 2014, σελ.262).    

       Όπως αναφέρει ο Kymlicka, αυτή η νέα οικονομία μπορεί να πρωτοεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1970, όμως εφαρμόστηκε μέσα από τις πολιτικές του Ρέηγκαν στις ΗΠΑ με τις μαζικές περικοπές στο κοινωνικό κράτος και της Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο με την απαξίωση των συνδικάτων. Πρόκειται για πολιτικές οι οποίες υποστήριξαν ότι το κράτος πρόνοιας περιορίζει τη δημιουργικότητα, την αποδοτικότητα και σε γενικές γραμμές την άρνηση της ατομικής ευθύνης (Kymlicka, 2005, σελ.190). Αυτό το γεγονός αναφέρεται από τον Kymlicka, ως η μεγάλη αντεπίθεση «κατά του κράτους πρόνοιας εκ μέρους της Νέας Δεξιάς τη δεκαετία του 1980» (Kymlicka, 2005, σελ.190). 

      Η σύγχρονη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού επικρίνει τον κρατικό μηχανισμό για υπερκατανάλωση χρήματος καθώς και για προστασία της κυβερνητικής νομενκλατούρας. Οι βασικές αρχές του είναι ότι οι αγορές είναι αυτορυθμιζόμενοι δημοκρατικοί μηχανισμοί, επαρκείς, δίκαιοι και παραγωγικοί. Σε κοινωνικό επίπεδο πρωταγωνιστεί η “ατομική ευθύνη”. Έτσι, ό,τι παράγεται καταναλώνεται, με τον καταναλωτή να βρίσκεται στο υψηλότερο βάθρο μέχρι να καταβαραθρωθεί από την ίδια του την παραγωγική και καταναλωτική φρενίτιδα, μιας και στον νεοφιλελευθερισμό η ανθρώπινη υπόσταση έπεται του κέρδους και πρέπει να πειθαρχεί εμπρός στην πρόκληση της μεγιστοποίησής του. Τα έθνη-κράτη και οι δημοκρατίες συνετό είναι να βρίσκονται υπό την ομπρέλα πολυεθνικών (υπερεθνικών) εταιρειών ή ομίλων όπου μέσα από αυτές χαλιναγωγείται η εθνική φιλοδοξία. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον πρωταγωνιστεί ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός, ενώ το άτομο, η διαφορετικότητα και η πολιτισμικές αρχές έρχονται σε δεύτερη μοίρα.

      Η κινητήρια δύναμη του νεοφιλελευθερισμού, η παγκοσμιοποίηση, θεμελιώθηκε μέσα στο φιλελεύθερο κράτος πρόνοιας το 1944 με τη συμφωνία του Bretton Woods. Σε εκείνη τη συνδιάσκεψη στη Μασαχουσέτη των ΗΠΑ, ανάμεσα σε 44 συμμαχικές χώρες συμπεριλαμβανομένης και της Σοβιετικής Ένωσης όπου είχε προβλεφθεί η ήττα της Γερμανίας, συμφωνήθηκε το εξής: η ισοτιμία των νομισμάτων των χωρών αυτών θα έπρεπε να παραμείνει σταθερή στη μετατρεψιμότητά τους σε χρυσό, όχι όμως απευθείας (εθνικό νόμισμα-χρυσός), αλλά μόνο μέσω της ισοτιμίας δολαρίου-χρυσού. Αυτή ορίστηκε στα 35 δολάρια/ουγγιά μετατρέποντας το δολάριο σε ένα παρεμβατικό νόμισμα ανάμεσα στα εθνικά νομίσματα των κρατών και τον χρυσό, επιβεβαιώνοντας την αμερικανική διείσδυση στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Η Ευρώπη θα τελούσε πλέον υπό τον αμερικανικό πολιτικό-οικονομικό σχεδιασμό. Ακολούθησαν το Δόγμα Τρούμαν και το σχέδιο Μάρσαλ, η επικράτηση του Κεϋνσιανισμού και στην Ευρώπη και η δόμηση του φιλελεύθερου κράτους που γνωρίζουμε. Οι παγκόσμιοι οικονομικοί θεσμοί που στήθηκαν, Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ, Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κλπ, στράφηκαν προς μια παγκοσμιοποιημένη νεοφιλελεύθερη αγορά.

Νέα Δεξιά

      Αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και ενδυνάμωση του κράτους τιμωρού. Συγχώνευση φιλελευθερισμού και συντηρητισμού. Η νέα δεξιά είναι προσηλωμένη στην ελεύθερη αγορά με το σύνθημα: “το ιδιωτικό είναι καλό, το δημόσιο κακό”. Το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη νέα δεξιά δεν είναι  ανεργία, αλλά ο πληθωρισμός προτεραιοποιώντας τους αριθμούς μπροστά από τους ανθρώπους.  Όπως αναφέρει ο Kymlicka, ο νεοφιλελευθερισμός  μπορεί να πρωτοεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1970, όμως εφαρμόστηκε μέσα από τις πολιτικές του Ρέηγκαν στις ΗΠΑ με τις μαζικές περικοπές στο κοινωνικό κράτος και της Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο με την απαξίωση των συνδικάτων. Πρόκειται για πολιτικές οι οποίες υποστήριξαν ότι το κράτος πρόνοιας περιορίζει τη δημιουργικότητα, την αποδοτικότητα και σε γενικές γραμμές την άρνηση της ατομικής ευθύνης. Αυτό το γεγονός αναφέρεται από τον Kymlicka, ως η μεγάλη αντεπίθεση «κατά του κράτους πρόνοιας εκ μέρους της Νέας Δεξιάς τη δεκαετία του 1980» (Kymlicka, 2005, σελ.190). 

      Η πολιτική αυτή έδωσε κίνητρα στο επιχειρείν, στην ιδιωτική σφαίρα, με χαμηλή φορολογία μειώνοντας τις ατομικές ελευθερίες και διαλύοντας τα συνδικάτα. Στόχος της νέας δεξιάς μπορεί να είναι η δημιουργία ενός μη παρεμβατικού κράτους και εξασθενισμένου ως προς το κοινωνικό προφίλ του, όμως παράλληλα καλλιεργεί και ενισχύει το κράτος τιμωρό για την επιβολή αυτής της πολιτικής για πειθαρχία και σεβασμό στην ανταγωνιστική ιδιωτική καπιταλιστική κοινωνία. Αναδίπλωσαν και συρρίκνωσαν  το κράτος πρόνοιας μειώνοντας ή ακόμη και καταργώντας επιδόματα, ενώ ενίσχυσε πολύ το ιδιοκτησιακό καθεστώς, αφού η νέα δεξιά ασπάζεται τη φιλελεύθερη έννοια στην ιδιοκτησία, όπου ο καθείς “κάνει την ιδιοκτησία του ό,τι θέλει”. Ένα από τους πατέρες του νεοφιλελευθερισμού και της νέας δεξιάς, ο αμερικανός Robert Nozick (1938-2002) είχε δηλώσει το εξής: “Αφαιρώντας την περιουσία κάποιου που την έχει αποκτήσει νόμιμα για να την παραχωρήσεις σε κάποιον άλλον, αυτό ισοδυναμεί με κλοπή”.

      Πολλές είναι εκείνες οι φιλελεύθερες διακυβερνήσεις, οι οποίες παρεισφρέοντας από πολύ νωρίς στο μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας, δηλαδή την παιδεία, υποτιμούν τα εκπαιδευτικά συστήματα και την προαγωγή της δημοκρατικής πολιτικής αγωγής ανάγοντας σε ύψιστο ιδεώδες την απόκτηση της τεχνικής κατάρτισης. Στο όνομα, λοιπόν, της ατομικής επιτυχίας στοχεύουν στην καλλιέργεια όλο και περισσότερων επιχειρησιακών δράσεων, με κατάληξη τη συμμετοχή τους στη σφοδρή αναμέτρηση των αγορών σαν σύγχρονοι μονομάχοι. Ο Παιονίδης αναφέρει ότι  με αυτόν τον τρόπο εκτροχιάζουν τις αρχές του φιλελευθερισμού που ήδη γνωρίζουμε οδηγώντας τις σε έναν ανελέητο οικονομικό ανταγωνισμό, σε έναν αγώνα επικράτησης με αντιδημοκρατικές αρχές και ανισότητες όπου «Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η καπιταλιστική οικονομία στην παρούσα μορφή της, υπηρετεί τις αρχές της φιλελεύθερης κοινότητας» (Παιονίδης, 2007, σελ.164).

 

Συντηρητισμός

      Νόμος, ευταξία, θρησκευτική πίστη, παράδοση και ασφάλεια σε μια οργανωμένη κουλτούρα.  Πρεσβευτής του “Ancient Régime” (Παλαιού Καθεστώτος)‧ επικριτής της ανθρώπινης ατέλειας και μειονεξίας, ο συντηρητισμός είναι υπέρ της ιεραρχικής εξουσίας, της ιεραρχικής κοινωνίας  και της ιδιοκτησίας. Ως όρος  πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του 19ου αιώνα για να εκφράσει την αντίθεσή του στην πρόοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης και τη σύνδεσή του με το Παλαιό Καθεστώς. Ταυτίστηκε με τη μοναρχία και την αριστοκρατία, καθώς και με παραδοσιακές οικονομικές αντιλήψεις στηρίζοντας τη συντηρητική ιδεολογία περί ευταξίας, σπουδαιότητας της εξουσίας και της πειθαρχίας, αρχές οι οποίες σύμφωνα με τις αρχές του εκπορεύονται από τη Θεία βούληση και τη θρησκευτική πίστη. Ο παραδοσιακός συντηρητισμός εκφράστηκε μέσα από τα καθεστώτα του Τσάρου Νικόλαου Β’ στη Ρωσία ο οποίος δεν παραχώρησε συνταγματικές ελευθερίες,  με τον Μέγα Ναπολέοντα στη Γαλλία όπου οι μεταρρυθμίσεις και η προσωρινή ευημερία αναμείχθηκε με τον αυταρχισμό και, τέλος, με τον Βίσμαρκ στη Γερμανία όπου υπήρξε μια συνταγματική διακυβέρνηση μεν, αλλά στην πραγματικότητα δε, μια μονοκρατορία του ενός ηγέτη.

      Στον 20ο αιώνα ο συντηρητισμός εκφράστηκε μέσα από τους χριστιανοδημοκρατικούς συνασπισμούς, οι οποίοι ασπάσθηκαν και αποδέχθηκαν πλήρως το “φιλελεύθερο κράτος”. Για έναν συντηρητικό πολίτη, η πρόοδος και η αλλαγή έχει απρόβλεπτες συνέπειες, αφού υπάρχει εμπρός το άγνωστο και το ανασφαλές, αντιθέτως με την ασφάλεια του γνωστού, του παλαιού και δοκιμασμένου με την κλασική παράδοση, η οποία δημιουργεί την αίσθηση του “ανήκειν”. Για τον συντηρητικό η ευταξία είναι εκείνη που διασφαλίζει τη ζωή αντιθέτως με την ελευθερία, η οποία σε εισάγει στην αβεβαιότητα. Νόμος και ευταξία, λοιπόν, σε μια κοινωνία με δεσμούς υποχρέωσης αλλά και ανταπόδοσης μεταξύ των μελών. Η θεωρία του συντηρητισμού όσο αφορά την κοινωνία βασίζεται στην ιεραρχία που επιτάσσει η φύση. Πιστεύουν σε μια κοινωνία φύσει ιεραρχική, άρα σε μία φύσει αναπόφευκτη ανισότητα. Δεν είναι δυνατόν για τον συντηρητικό να δεχθεί την ισότητα, σε οποιαδήποτε μορφή της. Η φύση αποφασίζει και κανείς δεν διαταράσσει. Δεν είναι όλοι το ίδιο‧ άλλοι είναι αριστοκράτες, άλλοι εργάτες, πλούσιοι, φτωχοί, έξυπνοι ή χαζοί. Μάλλον δεν υπάρχουν έξυπνοι, διότι ο συντηρητισμός θεωρεί τις ανθρώπινες διανοητικές ικανότητες πολύ περιορισμένες για να μπορέσει να συλλάβει ο ανθρώπινος νους την αλήθεια. Κάθε τι νέο, πρωτοποριακό ή επαναστατικό μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε μεγάλη δυστυχία αφού θα τον αποκόψει από την παράδοση.

      Ένα άλλο αξιοπρόσεκτο ζήτημα στον συντηρητισμό είναι το ζήτημα της ιδιοκτησίας. Για τους συντηρητικούς η ιδιοκτησία αποτελεί προέκταση της προσωπικότητας του έχοντος αφού αντανακλά την αξία του. Ο καθένας αποκτά υπόσταση και συνειδητοποιεί ποιος είναι μέσα από το περιουσιακό εύρος. Για κάθε συντηρητικό, η γενιά του οφείλει να προστατεύσει την ιδιοκτησία που κληρονόμησε, να την αυξήσει και να την παραδώσει στους μεταγενέστερους αυξημένη και ακέραιη. Για τον συντηρητικό η ιδιοκτησία του είναι ιδιοκτησία του έθνους. Ούτε λόγος, βέβαια, ως προς τα σοσιαλιστικά κελεύσματα περί κοινωνικοποίησης της ιδιοκτησίας, καταμερισμού της δημόσιας περιουσίας ανάλογα με τις ανάγκες του εκάστοτε πολίτη, κρατικοποιήσεις κλπ, ακούγονται ανατριχιαστικά και εφιαλτικά σενάρια. 

 

Σοσιαλισμός

      Το καπιταλιστικό δίπολο στην εποχή της εκβιομηχάνισης του 18ου-19ου αιώνα, καπιταλιστής – βιομηχανικός εργάτης επέσυρε μέσα από τον φιλοσοφικό λόγο  την αναθεώρηση της πολιτικής και ιδεολογικής σκέψης της εποχής και την έκφρασή της μέσα από ένα νέο ρεύμα καθώς και την ενδεχόμενη ανατροπή της διαμορφωθείσας κατάστασης‧ εκείνης της εκμετάλλευσης των βιομηχανοποιημένων εργατών. Αυτή η νέα πολιτική ιδεολογία  εκφράστηκε μέσα από τις αρχές του ρεύματος του σοσιαλισμού. Οι πρώτοι σοσιαλιστές, οι ουτοπικοί, οραματίστηκαν μια κοινωνία - κοινότητα, όπου οι άνθρωποι θα στηρίζονται στη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια και την αγάπη. Οι ουτοπικοί υπήρξαν ρομαντικοί διανοητές, ευαίσθητοι σαν άνθρωποι, πιθανόν επηρεασμένοι από την αποκαθήλωση του γνώριμου status. Δεν επιδίωξαν την άμεση αναμέτρηση με το κατεστημένο ούτε πρέσβευαν ιδέες διαπνεόμενες από επαναστατική αύρα. Μπορούμε να πούμε ότι κατάγγελλαν αλλά επί του πρακτέου δεν διέθεταν την εναλλακτική πρόταση τη οποία θα στήριζαν αφυπνίζοντας τις μάζες της τρίτης τάξης. Αυτό το όραμα των ουτοπικών σοσιαλιστών για την κοινή ανθρωπότητα σε μια καλύτερη κοινωνία οδήγησε στην ανάπτυξη ουτοπικών οραμάτων, αν μη τι άλλο, σε μια εκ βάθρων ουτοπική αντίληψη της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, την οποία έμελλε λίγο αργότερα ο Καρλ Μαρξ να εκτρέψει προς μια άλλη κατεύθυνση. Εκείνη της προετοιμασίας του προλεταριάτου για τον έναν και μοναδικό στόχο‧ την κατά μέτωπο σύγκρουσή του με τον καπιταλισμό και την ξεκάθαρη επικράτησή του. 

       Ο στόχος του ουτοπικού οράματος ήταν «Να αντικατασταθεί η διακυβέρνηση των ανθρώπων από τη διαχείριση των πραγμάτων» (Rosanvallon, 2014, σελ.134). Αυτή η βεβαιότητα για την αλλαγή της κοινωνίας σε ένα νέο πλαίσιο απόλυτης ισότητας καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τους μεταγενέστερους των ουτοπικών εκφραστών του σοσιαλισμού και διατηρήθηκε σαν οδηγός για την πραγματοποίηση και τέλος για την επαλήθευση αυτής της κοσμοϊστορικής αλλαγής που πρέσβευαν. Ο Έγκελς, επί παραδείγματι, υποστήριζε ότι τα πάντα είναι δυνατόν να απλοποιηθούν σε μια κοινότητα χωρίς σπατάλες, κερδοσκοπία, ανταγωνισμό ή αντιπαλότητα. Η ιδεολογία εκείνη, η οποία θα μπορούσε να προχωρήσει πέρα από τα ουτοπικά θεωρητικά οράματα και να υλοποιήσει την ιδέα ενός πραγματικού κοινοτικού κόσμου απαλλαγμένο από τον ανταγωνισμό, ήταν η κομμουνιστική ιδεολογία (Rosanvallon, 2014, σελ.134).

      Ο Μαρξ οραματίστηκε την κατάργηση της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας και την αντικατάστασή της από μια αταξική κομμουνιστική κοινωνία η οποία θα ανέτρεπε τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος‧ έκανε όμως ελάχιστες αναφορές ως προς την επίτευξη αυτού του οράματος. (Heywood, 2007, σελ.220). Η αταξική κοινωνία θα αντικαθιστούσε, κατά τον Μαρξ, τον βραχύβιο καπιταλισμό που άσθμαινε και οδηγούνταν στο τέλος της ιστορίας. Αυτή η θεώρησή του όμως μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ουτοπική εκδοχή, αφού ο ίδιος δεν μπόρεσε να προβλέψει τον κρατικό παρεμβατισμό στην καπιταλιστική οικονομία,  ως αυτόματη αυτοδιόρθωση του ίδιου του συστήματος.      

       Κοινοκτημοσύνη, ισότητα, συνεργασία, αταξική κοινωνία και κολεκτιβοποίηση (καλύτερα μαζί για το κοινό συμφέρον, παρά μόνος για το ατομικό). Τα προβλήματα επιλύονται μόνο μέσα από συλλογική προσπάθεια, μέσα από την κοινότητα και όχι μέσα από την ατομική προσπάθεια του καθενός. Εφόσον οι άνθρωποι είναι κοινωνικά όντα, θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ τους μια σχέση συνεργασίας, αλληλεγγύης, ισότητας και πίστης. Αυτές είναι κάποιες από τις βασικές αρχές του σοσιαλισμού, που ως όρος σημαίνει τη συντροφικότητα, το μοίρασμα και τον συνδυασμό – την ανατροφοδότηση, θα λέγαμε. Τα άτομα όταν στοχεύουν από κοινού σε κάτι, αναπτύσσουν δεσμούς μεταξύ τους. Για τους σοσιαλιστές ο άνθρωπος δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ αυτάρκης και αυτοδύναμος, γι’ αυτό τον λόγο μπορεί να αναπτυχθεί μόνο μέσα από τη συνεργασία, η οποία θεωρείται ανθρώπινη προδιάθεση‧ το αντίπαλο δέος, δηλαδή, του φιλελευθερισμού που θεωρεί φυσικό επακόλουθο τον ανταγωνισμό. 

            Η ιδέα της ισότητας και της αδελφοσύνης θα πρέπει να περάσει μέσα και από την οικονομία. Μια οικονομία ισότιμη για όλους, χωρίς ανταγωνιστικό πνεύμα, με απουσία συσσώρευσης πλούτου και κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας. Για τους σοσιαλιστές η κοινοκτημοσύνη είναι σημείο υψίστης σημασίας, αφού η ατομική ιδιοκτησία, η οποία ευθύνεται για την καλλιέργεια του ανταγωνισμού, είναι άδικη και επιφέρει την απληστία και τις συγκρούσεις μεταξύ των ανθρώπων‧ άρα πρέπει να εκλείψει. Ο Μαρξ οραματίστηκε την κατάργηση της αστικής ατομικής ιδιοκτησίας και την αντικατάστασή της από μια αταξική κομμουνιστική κοινωνία η οποία θα ανέτρεπε τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος.

       Αναμφισβήτητα οι μάζες αρχικά έδειξαν ότι κατανόησαν την αναγκαιότητα της υπέρβασης του υφιστάμενου μοντέλου την βιομηχανοποιημένης καπιταλιστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα και επίσης, ότι προσπάθησαν για την αναμέτρηση και την τελική σύγκρουση με τον αστικό καπιταλισμό, ασχέτως του αποτελέσματος. Το προλεταριάτο όμως δεν αναγνωρίστηκε ως ο κύριος φορέας για την αλλαγή της κοινωνίας. Οι εργάτες εν τέλει δεν στάθηκαν ικανοί να γκρεμίσουν τον καπιταλιστικό οικοδόμημα και η πορεία προς τον κομμουνισμό δεν επιτεύχθηκε μεταβατικά, ενώ όπου επιτεύχθηκε ήταν βραχύβια.

       Τα τέσσερα στάδια της ιστορίας, σύμφωνα με τη μαρξιστική θεωρία, για την εγκαθίδρυση του αταξικού κομμουνισμού είναι τα εξής: α) Η σύγκρουση της φυλετικής κοινωνίας λόγω σπάνης των αγαθών. β) Η εμφάνιση της δουλείας και η σύγκρουση αφέντη-δούλου. γ) Η εμφάνιση του φεουδαλισμού και η σύγκρουση γαιοκτήμονα-δουλοπάροικου και δ) η αντικατάσταση του φεουδαλισμού από τον καπιταλισμό και η σύγκρουση της αστικής τάξης με το προλεταριάτο.

      Στην καπιταλιστική κοινωνία  η πρώτη φάση του σοσιαλισμού θα έπρεπε να είναι η καλλιέργεια της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου για την ανατροπή του αστικού κράτους μέσα την επανάσταση. Στη συνέχεια θα επικρατούσε η Δικτατορία το Προλεταριάτου, όπου κάθε αντεπανάσταση θα αντιμετωπιζόταν εν τη γεννέσει της διαφυλάσσοντας την ανατροπή του παλαιού καθεστώτος και του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση στη θέση του μιας σοσιαλιστικής αταξικής κοινωνίας. Στο επόμενο στάδιο, στον δρόμο προς τον κομμουνισμό, η νέα κοινότητα του κομμουνιστικού ιδεώδους θα δεσμεύονταν για τη  δίκαιη διάθεση των αγαθών, καθώς και των παροχών για τον καθένα και την καθεμιά, μέσα από τη διάρρηξη των εννοιών της ατομικότητας και της απόκτησης πλούτου‧ κυρίως όμως θα εγγυόταν τη λύση του προβλήματος της έλλειψης των αγαθών. Ενώ στην πρώτη φάση του σοσιαλισμού θα πραγματοποιούνταν η ανατροπή του καπιταλισμού και η επικράτηση του προλεταριάτου, σε δεύτερο χρόνο, όταν θα είχε επιτευχθεί η αφθονία του παραγωγικού πλούτου, θα αναδυόταν ο κομμουνισμός στην πλήρη του ανάπτυξη. Ο Kymlicka αναφέρει για την μαρξιστική ιδεολογία ότι η πρώτη φάση του σοσιαλισμού θα πραγματοποιούνταν με την ανατροπή του καπιταλισμού και την επικράτηση του προλεταριάτου, ενώ σε δεύτερο χρόνο, όταν θα είχε επιτευχθεί η αφθονία του παραγωγικού πλούτου, τότε θα αναδυόταν ο κομμουνισμός στην πλήρη του ανάπτυξη (Kymlicka, 2021, σελ.273). Ο Μαρξ πίστευε στην ανάγκη της ύπαρξης της αφθονίας διότι σε διαφορετική περίπτωση, εκείνη της σπάνης, της έλλειψης, θα ήταν ορατός ο κίνδυνος ανεπίλυτων συγκρούσεων. «Σε μια υψηλότερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας, που η υποδουλωτική υποταγή του ατόμου στον κατακερματισμό της εργασίας… θα είχε εξαφανιστεί‧ που η εργασία θα έχει γίνει όχι μόνο μέσω ζωής αλλά η πρωταρχική ανάγκη της ζωής‧ που οι παραγωγικές δυνάμεις θα έχουν επίσης αυξηθεί μαζί με την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ατόμου, και όλες οι πηγές του συνεργατικού πλούτου θα αναβλύζουν με μεγαλύτερη αφθονία – μόνο τότε ο στενός ορίζοντας κάθε αστικού δικαιώματος θα κρεμαστεί στο σταυρό και η κοινωνία θα γράψει στη σημαία του: “από τον καθένα σύμφωνα με την ικανότητά του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του!” [Marx και Engels 1968: 320-1]».

 

Εθνικισμός

      Ο εθνικισμός δεν είναι μόνο μια ιδεολογία, αλλά και ένα φαινόμενο. Ένα φαινόμενο που εδράζεται σε μια ανώτατη υποκειμενικού χαρακτήρα  ιδέα μυστικιστική, σκιώδη και διαμφισβητούμενη. Ένα αμάλγαμα, θα μπορούσαμε να πούμε, διάφορων γνωρισμάτων πολιτιστικών και πολιτικών. Μια ιδεολογία, αλλά και ένα συνονθύλευμα αντικειμενικών γνωρισμάτων, όπως η γλώσσα, η κοινή καταγωγή, η αίσθηση του ανήκειν, η θρησκεία, χαρακτηριστικά τα οποία σε μια προσπάθεια σύμπλευσης μεταξύ τους απαρτίζουν μια αδιόρατη κατάσταση που τείνει να τείνει απτή, εκείνη του έθνους.

      Ο σκληρός πυρήνας της ιδεολογίας του εθνικισμού απαρτίζεται από την ιδέα του έθνους ως την ανώτερη μορφή κάποιων πολιτισμικών, πολιτιστικών, γεωγραφικών και άλλων στοιχείων, τα οποία όλα μαζί ή κάποια από αυτά, στην αναζήτηση ή στην αποκάλυψη κοινής ταυτότητας μεταξύ τους προκαλούν έναν κοινωνικό σχηματισμό. Αυτοί οι εθνικοί δεσμοί λειτουργούν ενστικτωδώς σε ένα αρχέγονο επίπεδο. Οι δεσμοί της γλώσσας ή της θρησκείας, της γεωγραφικής καταγωγής και της παράδοσης μέσα στους αιώνες, η μνήμη, η εδαφική επικράτεια, η αίσθηση της αλληλεγγύης  για τους “μακρινούς αδελφούς” και η δεδομένη αυτοθυσία γι’ αυτούς, αποτελούν τα ουσιώδη στοιχεία, τα οποία, αρχικά, καλλιεργούν τον σχηματισμό της εθνικής ταυτότητας και αργότερα του εθνικού κράτους στα πλαίσια ενός πολιτικού εθνικισμού. Στον πολιτικό εθνικισμό υποστηρίζεται το έθνος ως η κατάλληλη μορφή διακυβέρνησης, ενώ με δεδομένη την αγάπη και την αφοσίωση για την πατρίδα, η εξουσία ασκείται από τον λαό. Η εθνική ενότητα διατηρεί ζωντανό το κοινό παρελθόν, ενώ εκκολάπτει το κοινό όνειρο στο μέλλον.

       Οι εθνικιστές αντιμετωπίζουν το έθνος σαν μια οργανωτική πολιτική κοινότητα που ενώνει, με υψηλό το αίσθημα της αυτοδιάθεσης, της πολιτικής ανεξαρτησίας και της λαϊκής κυριαρχίας. Εκτός από αυτό, όμως, παράλληλα οι εθνικιστές δέχονται αγόγγυστα τον κρατικό πατερναλισμό για την “διαπαιδαγώγηση” της εθνικής ταυτότητας στη συνείδηση των πολιτών (εθνικές γιορτές, εθνικοί ύμνοι, κατασκευές σημαιών κλπ) με την ταυτόχρονη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης, π.χ., τη νομιμοποίηση του ρατσισμού, το αίσθημα της ξενοφοβίας ή της ανωτερότητας της φυλής, συντελεστές οι οποίοι γνωρίζουμε πολύ καλά πού μπορεί να οδηγήσουν.

      Ο εθνικισμός, ως ιδεολόγημα, μπορεί να χαρακτηριστεί πολιτικός, επεκτατικός, σοσιαλιστικός, αποικιοκρατικός, συντηρητικός ή φιλελεύθερος. Ως όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν επιθετικός προσδιορισμός, θα μπορούσαμε να πούμε, ποιητική αδεία, όχι ενός ουσιαστικού αλλά ενός άλλου επιθέτου, αφού ως φαινόμενο, όπως τον χαρακτηρίσαμε αρχικά, δύναται να προσδιορίσει την ιδεολογία στην οποία ανάγεται (π.χ. πολιτικός εθνικισμός, φιλελεύθερος εθνικισμός, κ.ο.κ.).

 

Αναρχισμός

      Κύριοι εκπρόσωποι ο Πιερ Ζοζέφ Προυντόν (1809-1865) Γάλλος πολιτικός, μέλος των σοσιαλιστών της Γαλλικής Εθνοσυνέλευσης, ο Ρώσος Πιοτρ Κροπότκιν (1842-1921) θεωρητικός του αναρχοκομμουνισμού  και ο Μιχαήλ Μπακούνιν (1914-1876) επίσης, Ρώσος πολιτικός και συγγραφέας, ο οποίος θεωρείται ο θεωρητικός του αναρχισμού. Σύμφωνα και με την ετυμολογία της λέξης “Αναρχία” εννοούμε μια κατάσταση αντίθεσης στις αρχές-εξουσία, νόμους και διακυβέρνηση. Η θεωρία του αναρχισμού, καταρχάς, είναι ουτοπική έχοντας ιδιαίτερη απήχηση στους νέους. Βασικός κορμός της είναι ο αντικρατισμός και ο αντικληρικαλισμός της κοινωνίας, η οποία μπορεί και αυτορυθμίζεται σε μια ευταξία προερχόμενη από τη φύση (άρα ακύρωση του κράτους), εντός μια ελεύθερης οικονομίας, είτε άκρατου φιλελευθερισμού, είτε άκρατου σοσιαλισμού. Για να το εκφράσουμε διαφορετικά, οι αναρχικοί αντιτίθενται και στα δύο οικονομικά συστήματα, τόσο σε έναν καπιταλισμό διευθυνόμενο από το κεφάλαιο και την άρχουσα τάξη, όσο και στον κολεκτιβοποιημένο κομμουνισμό.

      Ο Μπακούνιν υποστήριζε την απόλυτη πολιτική ισότητα, σε μια ανθρωπότητα χωρίς διακρίσεις, χωρίς κράτη, συνοριακές γραμμές, ενώ θεωρούσε την άσκηση της εξουσίας καταχρηστική και προσβλητική κατάσταση απέναντι στην ελευθερία και την ισότητα. Για τους αναρχικούς η άσκηση της εξουσίας, με την πατερναλιστική δομή της, εμπλέκεται στην ιδιωτική σφαίρα περιστέλλοντας βασικές πολιτικές και κοινωνικές δραστηριότητες ακόμη και την ίδια τη σκέψη. Όταν συζητάμε, λοιπόν, για αναρχισμό, εννοούμε την ευθεία σύγκρουση με τις αρχές της εξουσίας. Σύμφωνα με τον Μπακούνιν οι τρεις τάξεις που δημιουργεί ο καπιταλισμός είναι: η πλειοψηφία, η μειοψηφία και η ανώτατη τάξη. Η πλειοψηφία είναι εκείνη που πέφτει θύμα εκμετάλλευσης. Η μειοψηφία είναι εκείνη, η οποία πέφτει και αυτή θύμα εκμετάλλευσης αλλά παράλληλα εκμεταλλεύεται και αυτή, ενώ η ανώτατη τάξη είναι εκείνη η οποία ξεκάθαρα μόνο εκμεταλλεύεται τις άλλες δύο.

      Μέσα από τις αρχές του αναρχισμού αναδύθηκαν και άλλα παρακλάδια του. Προχωρώντας πιο πέρα, ο Κροπότκιν ως εκφραστής του αναρχοκομμουνισμού, μιλάει για έναν πλήρη και αυτοδιαχειριζόμενο από τους εργαζόμενους κολεκτιβισμό με άμεσες αποφάσεις από τους ίδιους, χωρίς τις αρχές της εκπροσώπησης και δίχως τις υποτυπώδεις διαδικασίες δικαίου, αφού οι άνθρωποι μπορούν μεταξύ τους να επιλύσουν τις διαφορές τους. Ο Κροπότκιν πίστευε στην πλήρη κοινωνική αλληλεγγύη της αταξικής κοινωνίας δίχως πολιτικές αρχές και δίχως ιδιοκτησία, την οποία θεωρούσε προϊόν παραγωγής φθόνου και εγκλήματος. Ο ατομικιστικός αναρχισμός αποδέχεται τη φιλελεύθερη οικονομία που παίρνει στα χέρια του ο άνθρωπος, χωρίς την κρατική υπόσταση και την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Ο εγωισμός-μηδενισμός αντιπροσωπεύει την ακραία μορφή του αναρχικού ατομικισμού, όπου ο καθένας μπορεί να δράσει και εναντίον του καθενός, χωρίς ηθική συστολή. Ο λιμπερταριανισμός εκφράζεται μέσα από τις αρχές του πολιτικού ορθολογισμού της ανυπακοής και από το σύνθημα “η καλύτερη διακυβέρνηση είναι αυτή που δεν κυβερνά!”, αφού κάποιος “από μηχανής Θεός” μπορεί να ρυθμίσει τις αγορές. Ο αναρχοκαπιταλισμός, πέρα ακόμη και από τις αρχές του φιλελευθερισμού υποστηρίζει την πλήρως απελευθερωμένη αγορά, ικανή να ικανοποιήσει τους πάντες μέσα από τον άκρατο ανταγωνισμό, ο οποίος θα προκαλέσει τη δραματική μείωση των καταναλωτικών προϊόντων προς όφελος του καταναλωτή.

      Εν κατακλείδι, ο αναρχισμός παρεισφρεί στο πλήθος των πολιτικών ιδεολογιών, έχοντας λιγο-πολύ αρκετούς κοινούς διαύλους επικοινωνίας, προσωποποιώντας το κράτος σαν έναν αδιόρατο εχθρό για τον άνθρωπο, το οποίο πρέπει να ανατραπεί πάση θυσία και παντί τρόπῳ

 

Φασισμός

 Ετυμολογικά, ως όρος, προέρχεται από τη λατινική λέξη Fasces (φάσες) δέσμες ράβδων δεμένες γύρω από έναν πέλεκυ, σύμβολο της Ρωμαϊκής ισχύος‧ η ισχύς εν τη ενώσει (μία ράβδος δύσκολα σπάει, εν σχέσει με τις πολλές). Σήμερα ο όρος αυτός χρησιμοποιείται, και μεταφορικά ,για να δηλώσει την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό, την εξουσιαστική βία, τον δεσποτισμό και την αντιδημοκρατική συμπεριφορά. Η πολιτική ιδεολογία του φασισμού εκφράστηκε μέσα από τα φασιστικά καθεστώτα του Μουσολίνι στην Ιταλία, του Χίτλερ στη Γερμανία επεκτεινόμενη στην Ευρώπη κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου και του Φράνκο στη Ισπανία. Οι βασικές πτυχές του φασισμού ήταν η περιφρόνηση της σκέψης, η δόξα στη δράση, η επέκταση και η στρατιωτική ισχύς. Σαν ιδεολογία προέκυψε από τη διαταραγμένη εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης ως προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό που προκάλεσε απειλώντας τη μεσαία τάξη και σαν αντίδραση στο πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης. Επίσης λειτούργησε ως το υποκατάστατο των παρηκμασμένων παλαιών αυταρχικών καθεστώτων, ως ανάχωμα εμπρός στον φόβο της κομμουνιστικής επέκτασης μετά τη ρωσική επανάσταση του 1917, ως απόρροια του οικονομικού κραχ του 1929 και γενικότερα σαν μια μαχητική εκδήλωση του εθνικισμού. Ο φασισμός συνεπήρε συνειδήσεις αφού φρόντισε να αγγίξει την ψυχή και τα ένστικτα των πολιτών παρακινώντας τις μάζες και καταλαμβάνοντας τους όχλους. Οι φασίστες απέρριψαν τον Διαφωτισμό, περιφρόνησαν την πνευματική ζωή, ενώ αντιθέτως επιδοκίμασαν τη δαρβινική σκέψη για την εξέλιξη των ειδών και την σκέψη του Νίτσε μέσα από τον “Υπεράνθρωπο”. Μέσα από αυτή την προσέγγιση εμπνεύστηκαν από την επικράτηση του καταλληλότερου και του ισχυρότερου. Ο ισχυρός πρέπει να επικρατήσει, ενώ ο αδύναμος, ο ανάπηρος ή για οποιονδήποτε λόγο και αιτία ελλειπτικός πρέπει να εξαλειφθεί.

      Για τους φασίστες τρεις είναι οι τάξεις που πρέπει να δομούν μια κοινωνία. Α) ο υπέρτατος ηγέτης με οποιαδήποτε μορφή ανυπέρβλητης εξουσίας επί των πολιτών. Β) Η στρατιωτική μηχανή καθοδηγούμενη από μια ετοιμοπόλεμη ελίτ στρατιωτικών και Γ) οι απλοί πολίτες, η μάζα καθοδηγούμενη, αδρανής και τυφλά υποταγμένη στα προστάγματα του ηγέτη και της στρατιωτικής ελίτ. Επίσης, ένα σημείο το οποίο πρέπει να τονιστεί, και το οποίο δεν παρατηρείται σε άλλες ιδεολογίες ή ιδεολογικά μορφώματα, είναι ότι στον φασισμό η μάζα υποχρεούται να μετέχει ενεργά στην πολιτική ζωή, να επικροτεί και να συμπορεύεται με το φασιστικό καθεστώς. Στον φασισμό ο πολίτης εισέρχεται σε έναν μονόδρομο αφού δεν μπορεί, όντας αντίθετος, να ησυχάσει και να παραμείνει εκτός, έστω και ανενεργός. Εάν δεν μετέχεις θεωρείσαι δειλός και προβληματικός και πρέπει να αφανιστείς. Ο ηγέτης απαιτεί την αφοσίωση του πολίτη…

 

 Εθνικοσοσιαλισμός και οικονομικές αρχές του φασισμού.

Σε οικονομικό επίπεδο τα φασιστικά καθεστώτα εφάρμοσαν κολεκτιβιστική πολιτική αφού επιδοκίμαζαν το “κοινό καλό” έναντι του ομαδικού υποτάσσοντας μεγάλες και προσοδοφόρες ιδιωτικές επιχειρήσεις για την εκπλήρωση των πολιτικών και στρατιωτικών τους στόχων. Ο φασισμός ως ιδεολογία ήταν άκρως αντίθετος με τον φιλελευθερισμό. Στόχευε στην κατακρήμνιση της ατομικότητας στο επιχειρείν, διαποτίζοντας την εργατική τάξη με την απέχθεια προς τον καπιταλισμό, την υπερκατανάλωση και τον ανταγωνισμό. Επίσης, διακήρυττε την εργατική ισχύ εν τη ενώσει αντιγράφοντας δόλια τις σοσιαλιστικές αρχές επ’ αυτού του ζητήματος. Στην πραγματικότητα  περιθωριοποίησε και καταδίωξε τα αριστερά στοιχεία της εργατικής τάξης, ενώ αυτές οι διακηρύξεις  περί της εργατικής ισχύος θα ευοδώνονταν μόνο μέσα από την τυφλή υπακοή στην ηγεσία και τους φυλετικούς και εθνικούς δεσμούς οι οποίοι ενώνουν τους ισχυρούς άριους, διαχωρίζοντάς τους από “αδύναμους” και μετριοπαθείς σκεπτόμενους, τους ομοφυλόφιλους, τους Ρομά, τους ανάπηρους και ασθενείς, τους “ανθρωποειδείς” σλάβους  και πολλούς άλλους, δύνοντάς τους την απόλυτη εξουσία ζωής ή θανάτου επ’ αυτών. Πάνω σε αυτές τις αρχές των βιολογικών και γενετικών διαφορών δομήθηκε το ιδεολογικό μόρφωμα του εθνικοσοσιαλισμού, ένα από τα ακραία παρακλάδια του φασισμού. Επίσης, αυτός ο γενετικός προσδιορισμός είναι μια ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο ολοκληρωτικό φασιστικό καθεστώς της Ιταλίας του Μουσολίνι και της Γερμανίας του Χίτλερ. Στη Γερμανία δόθηκε έμφαση στη φυλετική διαφοροποίηση και στη σπουδαιότητα της φυλής μπαίνοντας σε προτεραιότητα ο ηγέτης και ο λαός, ενώ στην Ιταλία προτάθηκε η σπουδαιότητα του κράτους στηριζόμενη στην ανάμνηση της παντοδυναμίας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, εξ’ ου και το σύμβολο με τις φάσες (fasces) της φασιστικής Ιταλίας.

      Τα γενικότερα χαρακτηριστικά ενός φασιστικού καθεστώτος είναι τα εξής: Αδιάκοπη προπαγάνδα υπέρ της “απόλυτης ιδεολογίας”, μονοκρατορία, αστυνόμευση, τρομοκρατία και εκκαθάριση των πολιτικών αντιπάλων. Xρήση βίας, πολιτική καταστολή με την καταπάτηση ή κατάργηση του Συντάγματος, του κοινοβουλίου και της δημοκρατίας.  Έλεγχος των ΜΜΕ, της παιδείας, των τεχνών, των επιστημών και της έρευνας με ένταξη όλων των παραπάνω στο φασιστικό καθεστώς μέσω της αφοσίωσης στον ηγέτη και στο κράτος. Σε γενικές γραμμές ο φασισμός αναδεικνύεται μέσα από συνθήκες αταξίας, αβεβαιότητας και ειδικών συνθηκών αποσταθεροποίησης, όπως μια οικονομική κρίση ή μαζική μετανάστευση πληθυσμών και πιο συγκεκριμένα μέσα από την ευρύτερη λαϊκή απογοήτευση, όπου κάποιοι θα βρουν την ευκαιρία να διακηρύξουν πολιτικές μίσους για μια παρόμοια ανάλογη υφιστάμενη κατάσταση.

       Ο φασισμός του 21ου αιώνα ή “δημοκρατικός φασισμός” φαίνεται πως διαχωρίζει τη θέση του από τα στεγανά του παρελθόντος, του απόλυτου ηγέτη, του ολοκληρωτισμού ή πολλώ δε μάλλον της φυλετικής διαφοροποίησης. Ο σύγχρονος φασισμός (βλ. Λεπέν στη Γαλλία) δείχνει από τη μία ότι ασπάζεται το φιλελεύθερο περιβάλλον, ενώ από την άλλη “ανησυχεί” για το μεταναστευτικό και την αποδυνάμωση του έθνους-κράτους εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης παρεισφρώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη σύγχρονη Δεξιά. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε ότι ο φασισμός εγκυμονεί κινδύνους για την παγκόσμια ειρήνη, και ότι αυτή η τακτική της ήπιας “συμβατικής εναντίωσης” με την δημοκρατία αποτελεί πάγια τακτική του, μέχρι την απροκάλυπτη και ωμή παρέμβαση – βολή κατά της δημοκρατίας, του πλουραλισμού, της ανεκτικότητας και του πολιτισμού μας.

 

Φονταμενταλισμός

      “Το έθνος μπορεί να σωθεί μόνο μέσα από τη θρησκεία”. Φονταμενταλισμός: θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε το όρο, ως ο “θρησκευτικός εθνικισμός”. Οπισθοδρομικός σαν ιδεολογία ο φονταμενταλισμός αντλεί τη δύναμή του από το μετα-αποικιοκρατικό status και την έγερση της εθνικής ανασυγκρότησης, από την εκκοσμίκευση και τον ορθολογισμό σαν το αντίπαλο δέος της “πίστης”, από την αποτυχία του σοσιαλισμού και των φτωχών λαϊκών μαζών να έρθουν στο προσκήνιο, και από την παγκοσμιοποίηση και την αδυναμία του εθνικού κράτους να σταθεί ως αυτοδύναμη πολιτική - εθνική ταυτότητα. Εφόσον, λοιπόν, η πρόοδος της παγκοσμιοποίησης υπονομεύει τον πολιτικό εθνικισμό θέτοντας τις πολιτικές σταθερές ταυτότητες στον αέρα, οι φονταμενταλιστές θεωρούν ότι η θρησκεία, ως η αρχέγονη βάση, είναι η μόνη οδός για να αντικαταστήσει η εθνική συνείδηση και το έθνος – κράτος, καθώς και να αναλάβει πολιτική δράση ανοικοδομώντας την κοινωνία, θα μπορούσαμε να πούμε, βάσει ενός θρησκευτικού ζηλωτισμού.

       Ο φονταμενταλισμός καταδικασμένος να ακολουθήσει τη νέα εποχή της μετανεωτερικότητας  διακρίνεται για τη μαχητικότητα και τη στράτευση, για το αντιμοντερνιστικό πνεύμα και για την παρόρμηση μέσω του θρησκευτικού οίστρου. Δείχνει μεγάλη προσήλωση στα ιερά κείμενα και δρα μέσω αυτών θεωρώντας τα a priori αλάνθαστα, δυναμικά και καθοδηγητικά. Απορρίπτοντας οποιοδήποτε άλλο κριτήριο και γυρνώντας την πλάτη στην ανεπτυγμένη κοινωνία, παρακινεί τις μάζες για κινητοποίηση μέσα από το θρησκευτικό ψυχολογικό υπόβαθρο και την υπόσχεση της Θείας σύμπλευσης και συγκατάβασης. Η τάση για σύγκρουση είναι εγγενής δαιμονοποιώντας όλους τους άλλους, ενώ το παράδοξο είναι ότι αν και απορρίπτουν κάθε τι σύγχρονο στην εποχή της μετανεωτερικότητας, οι φονταμενταλιστές έχουν πολύ ανεπτυγμένη τη σχέση τους με την τεχνολογία, γεγονός που τους επιτρέπει τη χρήση βίας ή τρομοκρατίας με τη βοήθεια του διαδικτύου, ακόμη και χρήση πυρηνικών όπλων.

      Όσο αφορά τον ισλαμικό φονταμενταλισμό, αυτός διαφοροποιείται ως προς την επικράτηση της θρησκείας έναντι της πολιτικής και την επικράτηση του Ισλάμ έναντι των “άπιστων”. Εδώ δεν αναφερόμαστε μόνο σε μια πολιτική πάλη, αλλά σε έναν προσωπικό αέναο και αφοσιωμένο αγώνα του καθενός πιστού ισλαμιστή. Έναν αγώνα όχι μόνο για την τελική νίκη και επικράτηση του Ισλάμ, αλλά και για την ατομική επιτέλεση του “χρέους” στον Θεό, με απώτερο σκοπό ακόμη και την αυτοθυσία ως μάρτυρας του Ισλάμ και την απόκτηση της αιώνιας ζωής.

 

Φεμινισμός

      Είναι αξιοσημείωτη η αναφορά του Heywood για τον φεμινισμό, όπου λέει ότι «Η λέξη “φεμινιστής” πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον 19ο αι. ως ιατρικός όρος για να περιγράψει είτε τη γυναικοποίηση των αντρών, είτε την αρρενοποίηση  των γυναικών» (Heywood, 2007, σελ.423). Ως πολιτικός όρος ο φεμινισμός (feminism) χρησιμοποιήθηκε στα μέσα του 20ου αι. (το 1960 περίπου) και συνδέθηκε σταθερά με την προσπάθεια των γυναικών, μέσα από ένα οργανωμένο γυναικείο κίνημα, για την προώθηση του κοινωνικού τους ρόλου. Ο φεμινισμός στόχευσε στην καταγγελία της έμφυλης ανισότητας, στη δήλωση της απελευθερωμένης γυναικείας ταυτότητας, στα γυναικεία δικαιώματα, στη σεξουαλική απελευθέρωση, στην εξύμνηση της διαφορετικότητας και γενικότερα στην καταγγελία της απαξίωσης και της βίας.

      Το πρώτο οργανωμένο γυναικείο κίνημα εμφανίστηκε τον 19ο αι. με στόχο τη γυναικεία χειραφέτηση. Το δεύτερο κύμα εμφανίστηκε το 1960 ως φεμινιστικό κίνημα και ως στόχο είχε την απελευθέρωση. Πέρασε μέσα από τρεις πολιτικές παραδόσεις με διαφορετικές τάσεις, τον μαρξιστικό φεμινισμό, τον φιλελεύθερο και τον ριζοσπαστικό αλλά με ένα κοινό παρονομαστή, σε γενικές γραμμές, την καταγγελία της αντρικής καταπίεσης. Στον 21ο αι., στην εποχή του μεταφεμινισμού, όπως αναφέρεται, το φεμινιστικό κίνημα του προηγούμενου αιώνα θα λέγαμε ότι έχει ατονήσει εν όψει μιας ψευδαίσθησης υποχώρησης της σεξιστικής καταπίεσης και του πατριαρχικού οικογενειακού μοντέλου (Heywood, 2007, σελ.464). Όλο και περισσότερες γυναίκες πλέον στον ανεπτυγμένο κόσμο εργάζονται και αναλαμβάνουν την ευθύνη που έως τώρα αναλάμβανε ένας άνδρας. Αυτό το γεγονός τις κάνει να θεωρούν ότι έχουν τα πάντα εγκαταλείποντας τον φεμινιστικό στόχο της πραγματικής απελευθέρωσης ενώ, το χειρότερο, συμβιβάζονται ολοένα και περισσότερο με την ιδέα την αφομοίωσης του ανδρικού φύλου, να νομίζουν δηλαδή ότι λειτουργούν σαν άνδρες και αυτό το γεγονός να καλύπτει την ανάγκη αναγνώρισης της ισότητας‧ μιας αναγνώρισης, όμως, πλαστής (Heywood, 2007, σελ.464). Θα συμφωνήσουμε με τον Heywood, ο οποίος αναφέρει ότι μέσα από μια τέτοια συνθήκη η «πατριαρχία αυτοαναπαράγεται γενιά με γενιά υποτάσσοντας τις γυναίκες μέσα από τη δημιουργία πλαστών μορφών χειραφέτησης» (Heywood, 2007, σελ.464).

      Όπως αναφέρει ο Heywood, μπορεί η θέση της γυναίκας να βελτιώθηκε αρκετά κατά τη διάρκεια του 20ου αι., όμως στον υπό ανάπτυξη κόσμο, στην Αφρική π.χ., 80 εκατομμύρια γυναίκες υποβάλλονται σε κλειτοριδεκτομή και στην Ινδία σε πολλές των περιπτώσεων τα κορίτσια που γεννιούνται θεωρούνται ανεπιθύμητα αφήνοντάς τα στη μοίρα τους (Heywood, 2007, σελ.433). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο νόμος του ισχυρού έναντι του αδυνάτου επικρατεί εκτός από το ζωικό βασίλειο και στον άνθρωπο. Παρόλο που η φύση έχει προβλέψει και καθορίσει έναν συγκεκριμένο ρόλο στα έμβια όντα, στον άνθρωπο η κοινωνία είναι εκείνη που έρχεται να αναθέσει διαφοροποιημένους ρόλους ανάλογα με το φύλο, διακρίνοντάς το κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο σε βιολογικό αλλά και σε κοινωνικό φύλο (Heywood, 2007, σελ.436). Το βιολογικό φύλο αναφέρεται στις βιολογικές διαφορές ενώ το κοινωνικό φύλο στους διαφορετικούς ρόλους ανδρών και γυναικών μέσα στην κοινωνία‧ ως εκ τούτου είναι δυνατόν πολύ εύκολα να καθιερωθεί και να επιβληθεί μια έμφυλη διάκριση μέσα από το στερεότυπο ανδρισμός και θηλυκότητα (Heywood, 207, σελ.436).

      Το ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων είναι το κλειδί της ιστορίας σε ένα σταυροδρόμι σχέσεων ανάμεσα στη μοναδικότητα και τη διαφορά. Από τους προηγούμενους αιώνες για να καθοριστούν τα δικαιώματα των γυναικών καθορίστηκε και ο ρόλος τους. Το γεγονός αυτό, κατ’ επέκταση, δημιούργησε τη βάση για την άρνηση στην ομοιότητα και στην ισότητα‧ και όπως έλεγε τον 18ο αι. ο Retif de La Bretonne (1734-1806), πολυγραφότατος Γάλλος συγγραφέας την περίοδο του Διαφωτισμού, «Τα δύο φύλα δεν είναι ίσα, η εξίσωσή τους διαστρέφει τη φύση» (Rosanvallon, 2014, σελ.293). Οι περισσότεροι θεωρητικοί στοχαστές της Νεωτερικότητας διακήρυτταν ότι ο ρόλος της γυναίκας είναι άρρητα συνδεδεμένος με την οικογένεια όσο κανενός άλλου,  περιορίζεται αποκλειστικά μέσα σε αυτήν με αποκλειστικό σκοπό την ανατροφή των παιδιών, ενώ ο σύζυγός δικαιωματικά απαιτεί την υποταγή της. O Kymlicka αναφέρει ότι «Η υποταγή των γυναικών δεν είναι ζήτημα ανορθολογικής διαφοροποίησης στη βάση του φύλου, αλλά αντρικής κυριαρχίας, υπό το κράτος της οποίας οι διαφορές του φύλου σχετίζονται με τέτοιο τρόπο με τη διανομή των οφελών, ώστε οι γυναίκες να τίθενται  συστηματικά σε μειονεκτική θέση» (Kymlicka, 2021, σελ.511). Το ζήτημα δεν είναι μόνο η αντρική κυριαρχία, η οποία θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε ότι υπερτερεί, αλλά οι συνθήκες του πολιτισμού μας που την επιβάλλουν. Όταν ο πολιτισμός μας μεροληπτούσε υπέρ οποιασδήποτε μορφής φυλετικής ανισότητας και η νομοθεσία υπέθαλπε κάθε μορφή διάκρισης υπέρ του ισχυρού και της ανδροκρατούμενης σε αξιώματα κοινωνίας, πώς θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν υπό αυτές τις συνθήκες πολιτικά και αστικά δικαιώματα για μια γυναίκα; 

      Από την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης και του κοινωνικού μετασχηματισμού, μέχρι και σήμερα, ο ρόλος της γυναίκας άλλαξε. Με την κάθοδό της στο εργασιακό ανταγωνιστικό περιβάλλον, της φρενίτιδας της εκβιομηχάνισης, βγήκε από τα οικογενειακά στεγανά αποτελώντας φθηνό και άφθονο εργατικό δυναμικό. «Σε μια πρόσφατη διακήρυξη για τη “Δεκαετία των γυναικών”, τα Ηνωμένα Έθνη επισήμαναν ότι: οι γυναίκες αποτελούν το μισό πληθυσμό της γης‧ επιτελούν σχεδόν τα δύο τρίτα των ωρών εργασίας‧ λαμβάνουν το ένα δέκατο του παγκοσμίου εισοδήματος‧ και έχουν ιδιοκτησία σε ποσοστό λιγότερο από το ένα εκατοστό της παγκόσμιας ιδιοκτησίας» (Kymlicka, 2021, σελ.604). Αν και στην εποχή μας έχει επιτευχθεί μια σχετική ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα με ίσα δικαιώματα και απαιτήσεις (οι γυναίκες καταλαμβάνουν πλέον υψηλόβαθμες διευθυντικές θέσεις τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, στα σώματα ασφαλείας, στο στράτευμα, στην πολιτική και στην διακυβέρνηση των χωρών), παρόλα αυτά παραμένει ασαφές το στοιχείο εκείνο που θεμελιώνει αυτή την ισότητα.

      Οι νέες φεμινιστικές τάσεις σήμερα διαφοροποιούνται κατά κάποιο βαθμό εν σχέσει με εκείνες του 20ου αιώνα. Σήμερα, στον 21ο αιώνα, στον αιώνα της απελευθέρωσης και του πλουραλισμού δίνεται μεγάλη έμφαση στον ψυχαναλυτικό φεμινισμό, στον λεσβιακό, τον μεταμοντέρνο και στον μαύρο φεμινισμό, δηλαδή στην επικέντρωση του αγώνα των γυναικών ενάντια στον ρατσισμό και τη ομοφοβία.

 

 

Αντί  επιλόγου

Ο Σύντομος 20ος αιώνας ή Η Εποχή των Άκρων, όπως χαρακτηρίζει ο Eric Hobsbawm την περίοδο 1914-1991, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί ένα ιστορικό σταυροδρόμι συνάντησης, σύμπλευσης και διαμόρφωσης των κύριων ιδεολογιών, πολιτικών και μη στη νεότερη ιστορία. Καθεστώτα αναδύθηκαν ή παρήκμασαν‧ πολιτικό-στρατιωτικές συμμαχίες άλλαξαν και οικονομίες  αναπτύχθηκαν ενώ άλλες κατέρρευσαν. Διεθνείς συμφωνίες καταπατήθηκαν, πληθυσμοί μετακινήθηκαν αναγκαστικά και βίαια καθώς οι συνοριακές γραμμές πολλές φορές μετατοπίσθηκαν. Όλα αυτά υπό την εποπτεία, θα λέγαμε, πολιτικών ιδεολογιών, οι οποίες σε μια αέναη διαμόρφωση στον Σύντομο 20ο αιώνα συγκρούστηκαν βίαια μεταξύ τους για να μας αφήσουν, εν τέλει, σήμερα πολιτικά συρρικνωμένους εν μέσω μιας περιόδου ιδεολογικής υφέσεως στην εποχή της μετανεωτερικότητας. Αν και πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν τον φιλελευθερισμό ως την επικρατούσα  παγκοσμιοποιημένη ιδεολογία σήμερα ωστόσο, αυτή φαίνεται να διαμορφώνει ιδεολογικά έναν Homo Apoliticus, θα λέγαμε, έναν άνθρωπο κενού πολιτικού ενδιαφέροντος και ιδεολογίας.

            Ο Heywood αναφέρει ότι οι ιδεολογίες ως έννοιες αποτελούν έναν λειτουργικό μοχλό της μάζας. Εμπλέκουν τη λαϊκή κινητοποίηση δίνοντας νόημα στον αγώνα για την εξουσία ή για την ανατροπή της παίρνοντας τη μορφή ευρείας πολιτικής κίνησης. Η έκφρασή της εκδηλώνεται μέσα από συναισθήματα (λαός), πολιτικά μανιφέστα (ιθύνοντες), πολιτική ρητορεία, κ.α. (Heywood, 2007, σελ.52). Συσχετίζοντας τη θεωρία των Παραδειγμάτων του Κουν, όπου όπως αναφέρει ο ίδιος στη Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων «Όταν τα Παραδείγματα αλλάζουν, ο ίδιος ο κόσμος αλλάζει μαζί τους» (Kuhn, 1997, σελ.188), με τις επαναστάσεις της περιόδου 1989-1990 στην Ανατολική Ευρώπη θα δούμε ότι αποτελούν, για την πολιτική σκέψη και την πολιτική δράση, ιδεολογική Αλλαγή Παραδείγματος.

Οι πολίτες στη Δύση συμπαρασύρθηκαν στην αναζήτηση μιας νέας πολιτικής ταυτότητας, ενώ νέες πολιτικό-ιδεολογικές διατυπώσεις, τάσεις και ερωτήματα εκφράστηκαν για το εάν έχουν τελειώσει οι ιδεολογίες, εάν πρέπει να τελειώσουν, αν τις χρειαζόμαστε και αν ναι ποιες, και εν τέλει κατά πόσο είναι χρήσιμες. Ο Αμερικανός πολιτικός επιστήμονας και οικονομολόγος Φράνσις Φουκουγιάμα (1952 - )  στο δοκίμιό του Το Τέλος της Ιστορίας και ο Τελευταίος Άνθρωπος (1989) αναφέρεται στην τελική επικράτηση του φιλελευθερισμού, μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου «επί των ανταγωνιστών του», όπως αναφέρει ο Heywood (Heywood, 2007, σελ.556). Ο Φουκουγιάμα δεν γνωρίζουμε αν προέβλεψε, εν τέλει, ή όχι το τέλος των ιδεολογιών και την επικράτηση της μιας και μοναδικής, εκείνης του φιλελευθερισμού. Γνωρίζουμε όμως πολύ καλά ότι ο φιλελευθερισμός σήμερα, ύστερα από την αδιαμφισβήτητη και βαριά σοσιαλιστική ήττα του Ύστερου 20ου αιώνα, εκφράζεται μέσα από το ίδιο το κοινωνικό γίγνεσθαι αποτελώντας τρόπο ζωής των σύγχρονων κοινωνιών.

      Αν μπορούσαμε σε θεωρητικό επίπεδο να εξαιρέσουμε κάποιες ήδη υφιστάμενες και επαπειλούμενες τον φιλελευθερισμό ιδεολογίες, όπως του ισλαμικού φονταμενταλισμού, του ακραίου εθνικισμού, της οπισθοδρόμησης, του ακραίου σωβινισμού, του φασισμού και του άκρατου συντηρητισμού (ιδεολογίες οι οποίες συνεχώς εξαπλώνονται)  θεωρώντας ότι δεν υφίστανται, πλην της μιας και μοναδικής ιδεολογίας, εκείνης του παγκοσμιοποιημένου φιλελευθερισμού, και πάλι θα βλέπαμε πως ούτε τότε θα μπορούσε να επιτευχθεί μια τέλεια δομημένη κοινωνία για όλους. Στην Ύστερη περίοδο της Νεωτερικής εποχής νέα ιδεολογικά ρεύματα όπως ο φεμινισμός έκαναν την εμφάνισή τους, ενώ μια νεολαία σε αναβρασμό θα γυρνούσε άκομψα την πλάτη στο φιλελεύθερο κράτος πρόνοιας φλερτάροντας άγαρμπα όχι μόνο με τον μαρξισμό αλλά και με τον αναρχισμό σε ένα περιβάλλον συνεχούς ιδεολογικής αναμέτρησης. Οι ιδεολογικές συγκρούσεις που προκύπτουν μέσα από αυτές τις διαμάχες είναι αδύνατον να έχουν φτάσει στο “Τέλος της Ιστορίας”, όπως φιλελεύθεροι στοχαστές σαν τον Φουκουγιάμα οραματίστηκαν σε ένα παγκοσμιοποιημένο και φιλελεύθερο περιβάλλον. Έχει αποδειχθεί ότι ο κόσμος εξελίσσεται μέσα από τέτοιου είδους συγκρούσεις και ιδεολογικές αναμετρήσεις, διότι η  ιστορία της ανθρωπότητας είναι εξελικτική και δεν πρόκειται να σταματήσει ποτέ.

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

Παιονίδης Φιλήμων, Υπέρ του δέοντος, εκδ. Εκκρεμές, Θεσσαλονίκη 2007

 

Engels Friedrich, Σοσιαλισμός, ουτοπικός και επιστημονικός, εκδ. Μαρξιστικό βιβλιοπωλείο, Αθήνα 2006

 

Hall Stuart - Held David -  McGrew Anthony, Η Νεωτερικότητα σήμερα -  Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός, μτφρ. Θανάσης Τσακίρης, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2010

 

Hall Stuart – Gieben Bram, Η Διαμόρφωση της Νεωτερικότητας - Οικονομία, Κοινωνία, Πολιτική, Πολιτισμός, μτφρ. Θανάσης Τσακίρης/Βίκτωρ Τσακίρης, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2003

 

Heywood Andrew, Πολιτικές ιδεολογίες, μτφρ. Χαρίδημος Κουτρής, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2007

 

Kuhn S. Thomas, Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων, μτφρ. Γ. Γεωργακόπουλος-Β. Κάλφας, εκδ. Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα 1997

 

Kymlicka Will, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, μτφρ. Γρηγόρης Μολύβας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021

 

Rosanvallon Pierre, Η κοινωνία των ίσων, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014