"Οι θέσεις των δύο επιστημολογικών ρευμάτων, εκείνο του εμπειρισμού και του ορθολογισμού και οι βασικές διαφορές ανάμεσα στους εκπροσώπους του εμπειρισμού."

2015-03-18 08:01

 

ΘΕΜΑ 3ης Γραπτής Εργασίας 2014-15

«Ένα από τα βασικότερα ερωτήματα που τέθηκαν στο φιλοσοφικό και επιστημονικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Νεωτερικότητας, από τον Bacon έως τον Καντ, είναι το ερώτημα της προέλευσης, της μεθόδου και της έκτασης της ορθής γνώσης. Παρά το γεγονός ότι οι θεωρητικοί της Νεωτερικότητας αναγνώρισαν ως κοινό τους «αντίπαλο» αφενός τον αριστοτελικό Σχολαστικισμό και αφετέρου τον Αναγεννησιακό Νεοπλατωνισμό, οι απαντήσεις που δόθηκαν στο παραπάνω ερώτημα για τη γνώση υπήρξαν διαφορετικές και οδήγησαν στη συγκρότηση δύο διακριτών φιλοσοφικών ρευμάτων, δηλαδή του ορθολογισμού και του εμπειρισμού: ο ορθολογισμός θέτει τις αρχικές (ανεξάρτητες από την εμπειρία) βεβαιότητες της νόησης στην αφετηρία (ως θεμέλιο) μιας επιστημονικής γνώσης που εδραιώνεται λογικά και αναπτύσσεται παραγωγικά, σύμφωνα με ένα σύνολο καθοδηγητικών Κανόνων η αυστηρή τήρηση των οποίων εξασφαλίζει και ταυτόχρονα εγγυάται την εγκυρότητα της βεβαιότητάς της (Descartes), ενώ, αντίθετα, ο εμπειρισμός (Bacon, Locke, Hume) θέτει την εμπειρία ως αφετηρία (θεμέλιο) μιας γνώσης που αναπτύσσεται επαγωγικά, χωρίς ωστόσο να συνοδεύεται από την απεριόριστη αξίωση αλήθειας που χαρακτηρίζει την προαναφερθείσα καρτεσιανή αντίληψη για την επιστήμη.

1.     Αναπτύξτε α) τις βασικές Οι θέσεις των δύο επιστημολογικών ρευμάτων, εκείνο του εμπειρισμού και του ορθολογισμού η διαμάχη των οποίων συγκροτεί σε μεγάλο βαθμό τη φιλοσοφική Νεωτερικότητα, όσον αφορά την προέλευση, τη μέθοδο και την έκταση της επιδιωκόμενης γνώσης· β) το ρόλο και τη σημασία του μαθηματικού υποδείγματος στον καρτεσιανό ορθολογισμό (ο Descartes αποδέχεται ανεπιφύλακτα το μαθηματικό-παραγωγικό υπόδειγμα και επιχειρεί να το επεκτείνει με τη μορφή μιας «Καθολικής μάθησης», δηλαδή μιας γενικής μαθηματικής επιστήμης της τάξης και του μέτρου, στο σύνολο του πραγματικού, σε αντιδιαστολή με τον Bacon που εισηγείται και αναπτύσσει την επαγωγική μέθοδο διατηρώντας επιφυλακτική στάση ως προς τα μαθηματικά εργαλεία, λόγω της αντίληψής του ότι τα τελευταία παραμένουν ως ένα βαθμό εξαρτημένα από τον πυθαγορισμό και τον νεοπλατωνικό μυστικισμό της Αναγέννησης)· γ) τη σημασία του πειράματος ως αποφασιστικής ή δευτερεύουσας επιστημονικής πρακτικής σε καθένα από τα δύο επιστημολογικά ρεύματα, αντιστοίχως.

2.      Εντοπίστε και αναπτύξτε στη συνέχεια τις οι βασικές διαφορές ανάμεσα στους εκπροσώπους του εμπειρισμού. , με έμφαση στη σκεπτικιστική κριτική που ασκεί ο Hume στη δυνατότητα της επαγωγής να θεμελιώσει την επιστήμη της φύσης.»

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ Π. ΚΟΥΜΑΝΑΚΟΣ (Α.Μ. 094157)

                                               ΜΑΡΤΙΟΣ  2015

 

Πρόλογος

      Η δραστική αλλαγή στον τρόπο σκέψης που επήλθε κατά την περίοδο της Επιστημονικής Επανάστασης, ιδιαίτερα από τον 17ο αιώνα και μετά, είχε ως αποτέλεσμα την αυτονόμηση της επιστήμης από τη διαισθητική μεσαιωνική επιστημονική μέθοδο και την παρεμβατική ρωμαιοκαθολική εκκλησία μέσω του πειράματος και των ποσοτικών νόμων βάσει της μαθηματικής γλώσσας. Παράλληλα, ωρίμασαν οι συνθήκες για την επιστημολογική στροφή, δηλαδή την κριτική επεξεργασία που θα ασκούσε η φιλοσοφία και την προσπάθεια που θα κατέβαλλε να εξηγήσει τη λειτουργία της επιστήμης. Η νέα φιλοσοφική θεώρηση εστίασε στον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος θα ήταν δυνατόν να φθάσει στην Αλήθεια, μέσω της θεωρίας της ορθής γνώσης, διεισδύοντας  στην προέλευση του νοήματος, του κύρους, του ορίου και της έκτασης της ανθρώπινης γνώσης. Τα δύο φιλοσοφικά ρεύματα τα οποία πρωτοστάτησαν σε αυτή τη νεωτερικότητα ήταν ο εμπειρισμός και ο ορθολογισμός.

Εμπειρισμός – ορθολογισμός. Βασικές θέσεις

      Αν και τα δύο διακριτά φιλοσοφικά ρεύματα δεν συγκροτήθηκαν σε αντίπαλα στρατόπεδα, οι υποστηρικτές τους ως επιστημολόγοι, ενδιαφέρονταν για την άσκηση και την καλλιέργεια του κριτικού πνεύματος. Κοινή επιδίωξη υπήρξε η αναζήτηση της Αλήθειας μέσω της γνώσης, η οποία προσεγγίστηκε με δύο διαφορετικούς τρόπους. Ο εμπειρισμός είναι η θεωρία της γνώσης, η οποία υποστηρίζει ότι όλα πηγάζουν από τον νου· μπορεί το υποκείμενο να φτάσει στην αλήθεια μέσω της επαγωγικής γενίκευσης και μέσω της παρατήρησης. Αντιθέτως ο ορθολογισμός ή ρασιοναλισμός υποστήριζε ότι ο άνθρωπος είναι δυνατόν να φτάσει στην αλήθεια μόνο μέσα από την επεξεργασία, με τη βοήθεια του ορθού Λόγου, δηλαδή της λογικής, ως μοναδική πηγή της γνώσης.

Κύριος εκφραστής του εμπειρισμού υπήρξε ο Άγγλος Francis Bacon (Φράνσις Μπέικον, 1561-1626), ο ποίος προέταξε ως μοναδική μέθοδο, η οποία ήταν δυνατόν να οδηγήσει στην Αλήθεια για τη φυσική πραγματικότητα, τη μέθοδο της εμπειρικής επαγωγής, δηλαδή τη επαρκή συλλογή  εμπειρικών δεδομένων δια μέσου των αισθήσεων, της παρατήρησης και του πειράματος.[1] Η εξαγωγή γνώσης μέσω της αισθητηριακής αντίληψης, διαμορφώθηκε λίγο αργότερα από τον John Locke (Τζων Λοκ, 1632-1704) σε συστηματική επιστημολογία, ανάγοντας τον εμπειρισμό, του 18ου αιώνα, σε μεγάλο επιστημολογικό ρεύμα.[2]

      Η γνωσιολογία του εμπειρισμού, δηλαδή το νόημα και το όριο της γνώσης μέσα από την εμπειρική αντίληψη, παρουσιάστηκε ως ανεξάρτητος κλάδος της φιλοσοφίας τον 17ο αιώνα, με τον John Locke να θέτει πρώτος το πρόβλημα της αρχής και της εκτάσεως (του ορίου) της ανθρώπινης γνώσης.[3] Για τον Locke το όριο της γνώσης συμπίπτει με το όριο της εμπειρίας καθώς θεωρούσε ότι η γνώση είναι αλληλένδετη της εμπειρίας, η οποία μπορεί να οδηγήσει τον ανθρώπινο νου στην αλήθεια.  Έτσι απορρίπτει την καρτεσιανή φιλοσοφία των έμφυτων ιδεών στο λογικό του ανθρώπου, την οποία υποστήριζε ο Rene Descartes (Καρτέσιος, 1569-1650).

Καρτεσιανός ορθολογισμός & μαθηματικό υπόδειγμα

      Σε αντιδιαστολή προς τον εμπειρισμό, ο Descartes στο έργο του Λόγος περί της μεθόδου με κεντρικό άξονα την Αμφιβολία, ως μεθοδολογικό εργαλείο για την εγκυρότητα της γνώσης, παρουσίασε τέσσερεις μεθοδολογικούς κανόνες: Υποστήριζε ότι δεν πρέπει να δεχόμαστε κάτι ως αληθινό και ότι μέσω της αμφιβολίας ως μεθοδολογικό εργαλείο μπορούμε να φτάσουμε στην έγκυρη γνώση με τη μεγαλύτερη δυνατή ασφάλεια. Θεώρησε βασικό σημείο τη διαίρεση των δυσκολιών που παρουσιάζονται, σε μικρότερα μέρη, ούτως ώστε με σαφήνεια και ευκρίνεια να υπάρξει η ορθή επίλυση με βεβαιότητα. Να ταξινομούμε σωστά τους ίδιους τους συλλογισμούς ξεκινώντας από τους απλούστερους έτσι ώστε να επιτευχθεί η ορθή ερμηνεία των περισσότερο σύνθετων αντικειμένων. Τέλος, να προβαίνουμε σε επανέλεγχο του συλλογισμού προς επιβεβαίωση πως τίποτε δεν έχει παραληφθεί.[4]

      Αυτή η αξιωματική μεθοδολογία του Descartes είχε μεγάλη σημασία για τον καρτεσιανό ορθολογισμό διότι εισήγαγε στο έπακρο την ιδέα της Υπερβολικής Αμφιβολίας έχοντας ως στόχο να οξύνει τη λύση του προβλήματος μέσα από ασφαλή συμπεράσματα. Η θεμελίωση αυτής της φιλοσοφίας οδήγησε στο διαχωρισμό του νου από την ύλη, στην πρώτη βεβαιότητα και στο περίφημο ανθρωπολογικό αξίωμα:  «σκέπτομαι άρα υπάρχω».[5] Ως μαθηματικός ο Descartes είχε πίστη στην αλήθεια δια των μαθηματικών και ως γεωμέτρης θεωρούσε ότι η γεωμετρία ήταν η μόνη αληθινή επιστήμη την οποία είχε θεμελιώσει ο ανθρώπινος νους.[6] Έτσι, αυτό το υπόδειγμα της αναλυτικής μεθόδου για την ανακάλυψη της αλήθειας στην επιστήμη, δεν είναι κάτι άλλο παρά μία μαθηματική ανάλυση σύμφωνα με τις αρχές της γεωμετρίας. Η εφαρμογή της κυριάρχησε στη φυσική επιστήμη κατά την εποχή της νεωτερικότητας αποδίδοντας την πρώτη ολοκληρωμένη κοσμολογική θεωρία. Παρόλα αυτά αποδείχθηκε βραχύβια και τελικά ανετράπη από τη νευτώνεια αντίληψη του 18ου αιώνα. Η υποβάθμιση του πειράματος και η καταφυγή σε αξιώματα ορθολογικού δογματισμού συνέβαλε καθοριστικά στην αποτυχία του καρτεσιανισμού.[7]

Η επίδραση του πειράματος στα δύο φιλοσοφικά ρεύματα

      Ο Bacon, ως κύριος εκπρόσωπος του εμπειρισμού, όταν αναφέρεται στην εξήγηση των φαινομένων μέσω της πειραματικής προσέγγισης, εννοεί την οργανωμένη παρατήρηση των εξωτερικών ερεθισμάτων· ο ίδιος δεν προέβη ποτέ σε πείραμα με τη γνήσια πειραματική αντίληψη που γνωρίζουμε. Θεωρούσε το πείραμα μία τεχνητή αναπαραγωγή της φύσης και ότι τα συμπεράσματα εκ της παρατηρήσεως μαζί με την εφαρμογή της επαγωγικής μεθόδου θα οδηγήσουν στην κατάκτησή της και στη θέσπιση καθολικών αποφάνσεων – νόμων. Αντιθέτως, ο Descartes και οι ορθολογιστές επιστημολόγοι δεν χρησιμοποίησαν το πείραμα σαν επιβεβαιωτικό των συμπερασμάτων που είχαν βγάλει με τον απλό λόγο, ούτε ως εργαλείο για την  ερμηνεία των πειραματικών δεδομένων, αλλά ως ύστατο κριτήριο της εγκυρότητας των συμπερασμάτων τους, τα οποία ήδη είχαν δομηθεί και παγιωθεί βάσει της καρτεσιανής φιλοσοφικής μεθοδολογίας. Αυτή είναι και η βασική διαφορά της επίδραση του πειράματος ανάμεσα στην επαγωγική μέθοδο του εμπειρισμού και στον ορθολογισμό.

      Στο ένα πείραμα/παρατήρηση/έλεγχο, της θέρμανσης των μετάλλων, παρατηρείται ότι όταν θερμανθεί ένα μέταλλο, διαστέλλεται. Αυτή η διαδικασία θα αρκούσε για τη διατύπωση μιας υπόθεσης ή ενός εμπειρικού νόμου, η οποία στηρίχθηκε στην παρατήρηση για να διατυπωθεί. Ο Bacon υποστήριζε τη σωστή πειραματική οργάνωση και τη συνεργασία μεταξύ των πειραματιστών, σε νέα πρακτική βάση, η οποία θα είχε σαφή προσανατολισμό, υπογραμμίζοντας τη σπουδαιότητα των συμπερασμάτων μακριά από τον τυχαίο πειραματισμό.[8] Αντιθέτως οι ορθολογιστές επιστημολόγοι βασισμένοι στην καρτεσιανή μεθοδολογία, στην οποία αναφερθήκαμε πιο πάνω, έχουν συστήσει ήδη ως θεώρημα το γεγονός ότι η θερμότητα συνιστά τη διαστολή των μετάλλων, επομένως η σαφήνεια αυτού του πειράματος επισφραγίζει αυτό το ορθολογικό αξίωμα. Έτσι, έδωσαν στο πείραμα μια δευτερεύουσας σημασίας επιστημονική πρακτική, εφόσον η λογική αποτελεί την πρωταρχική και μοναδική πηγή γνώσης.  

Εκπρόσωποι του εμπειρισμού & σκεπτικιστική κριτική του Hume

      Όπως είδαμε, ο Locke εγκατέστησε έναν μετριοπαθή ρεαλισμό σχετικά με την έκταση και το όριο της γνώσης. Η γνωσιολογία στον Locke υποστήριζε ότι η γνώση συμπίπτει με την εμπειρία για τη σύλληψη της Αλήθειας. Αυτή όμως η παραδοχή κατέστησε υπό περιορισμό την εμβέλεια της γνώσης, διότι η πραγματική ουσία των πραγμάτων κρύβεται πίσω από κάτι που ο ανθρώπινος νους δεν μπορεί να συλλάβει. Ο Locke υποστήριζε ότι η επιστήμη δεν είναι οντολογική διότι διδάσκει το «πώς» και όχι το «γιατί»· διότι το «γιατί» δεν μπορεί να το εξηγήσει. Θεωρεί την επιστήμη ατελή διότι γνωρίζει την ονομαστική ουσία και όχι την πραγματική καθώς επίσης θεωρεί και τη γνώση ενδεχομένως πιθανολογική, περιοριζόμενη από τις εγγενείς αδυναμίες του ανθρώπινου νου.[9] Αυτή η γνωσιολογική θεώρηση της αμφιβολίας του Locke εγκατέστησε έναν υγιή σκεπτικισμό δίνοντας την αφορμή στον μεταγενέστερό του George Berkeley να ασχοληθεί με το πρόβλημα της γνώσης.

      Αν και ο Berkeley απέρριψε μαζί με τον Locke την ύπαρξη των έμφυτων ιδεών στο νου, ωστόσο διαφοροποιήθηκε στο σημείο εκείνο της πραγματικής ουσίας υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία πραγματική ουσία πίσω από τα φαινόμενα θεωρώντας ότι κάθε τι βρίσκεται στον ανθρώπινο νου ή στον νου του Θεού, χωρίς να υπάρχει απολύτως τίποτε άλλο πέρα από αυτό. Αρνήθηκε επίσης τις πρωτογενείς ιδιότητες θεωρώντας ότι τα πράγματα είναι μόνο συμπλέγματα ιδεών, υποκειμενικού βιώματος. Ο Berkeley δεν έμεινε πιστός στον κριτικό εμπειρισμό του Locke. Κατά τον ίδιο υπάρχουν μόνο δύο πηγές γνώσης: η αίσθηση και η σκέψη, προχωρώντας πέρα από τον Locke στην άρνηση κάθε υλικών στοιχείων από τη γνώση, τα οποία θεωρεί εντελώς υποκειμενικά φαινόμενα και καταστάσεις των αισθήσεων.[10]

Ο ριζικός εμπειριστής και θεμελιωτής του σκεπτικισμού David Hume έπειτα από συστηματική κριτική βασικών εννοιών όπως ο χρόνος, ο χώρος, η ουσία και η αιτιότητα, στηριζόμενος στον Locke και στον Berkeley έμελλε να αμφισβητήσει την ανθρώπινη γνώση στο σύνολό της.[11] Ο Hume αναλύοντας τον ψυχικό κόσμο διαπίστωσε ότι ο άνθρωπος δεν έχει την ικανότητα της δημιουργίας, αλλά μόνο την ικανότητα του συνδυασμού των παραστάσεων, οι οποίες με καθαρά βιωματικό χαρακτήρα του είναι γνωστές από πριν, προερχόμενες από την αίσθηση και τη σκέψη. Αυτός ο υποκειμενισμός του Hume έρχεται σε αντίθεση με τη σκέψη του Locke όσον αφορά τις πρωταρχικές και δευτερεύουσες ιδιότητες των σωμάτων, για τις οποίες ο Locke θεωρούσε ότι πράγματι οι δευτερεύουσες ιδιότητες εμπίπτουν στην υποκειμενική αισθητηριακή αντίληψη του νου. Αντίθετα με τις πρωταρχικές ιδιότητες όπως το σχήμα, η μάζα κλπ, οι οποίες αντιστοιχούν στην αρχική δομή και δεν αμφισβητούνται. Ο Hume αποκρούει τον Locke σε αυτό το σημείο θεωρώντας και τις πρωταρχικές ιδέες υποκειμενικές διότι καταλήγει κανείς σε αυτές και στον ορισμό τους, δια μέσου των υποκειμενικών δευτερευουσών ιδιοτήτων. Για τον Locke «ιδέα» είναι όλα τα ψυχικά γεγονότα και βιώματα. Για τον Berkeley είναι όλα τα είδη των παραστάσεων και εντυπώσεων, ενώ για τον Hume «ιδέα» είναι οι παραστάσεις της μνήμης και της φαντασίας, σε έναν δυνατό αλλά αναπόδεικτο υλικό κόσμο.[12]

      Αυτή η θέση του Hume, η οποία είναι ακριβώς η θεωρία του σκεπτικισμού, τοποθετείται ενδιάμεσα στον μετριοπαθή ρεαλισμό του Locke και στην απόλυτη ιδεοκρατία του Berkeley.[13] Ο Hume ασκώντας σκεπτικιστική κριτική στη δυνατότητα της επαγωγής να θεμελιώσει την επιστήμη της φύσης, ανάγει τη γνώση δια της φιλοσοφικής εμπειρικής μεθόδου της επαγωγής σε πρόβλημα, αποδεικνύοντας ότι η αρχή της επαγωγής δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και να γίνει αποδεκτή. Ο Hume θεωρεί ότι η ίδια η αρχή της εγκυρότητας αυτής της μεθόδου, είναι γνωστό ότι έχει προκύψει από μία σειρά αποφάνσεων (π.χ. η επαγωγή λειτουργεί στην περίπτωση «Χ1», παρομοίως λειτουργεί και στην περίπτωση «Χ2», άρα θα λειτουργήσει και στην περίπτωση «Χ3», κ.ο.κ· τελικά η επαγωγή λειτουργεί πάντοτε. Έτσι όμως αποτελεί η ίδια επαγωγικό επιχείρημα για τη δικαιολόγηση της εγκυρότητάς της. Το πρόβλημα αυτό γνωστό και ως πρόβλημα της επαγωγής σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε επαγωγική μέθοδο για να καταλήξουμε σε ορθά επαγωγικά συμπεράσματα διότι η γνώση που διαθέτει ο νους μας στηρίζεται πάνω στην εμπειρία του παρελθόντος, οπότε μέσα από αυτό, το επαναλαμβανόμενο, προσπαθούμε επαγωγικά να προσδιορίσουμε το μέλλον ως συνέχεια του παρελθόντος. [14]

Επίλογος

Ο προβληματισμός για το τι είναι ον ήταν μια στροφή προς το υποκείμενο, προς τη συνείδηση, με αισθητηριακή οργάνωση και κατάρτιση μέσω του εμπειρικού πνεύματος από τη μία και μέσω της αμφιβολίας, της σαφήνειας και της ευκρίνειας της ορθολογιστικής αμφισβήτησης από την άλλη. Αυτή η φιλοσοφική νεωτερικότητα συγκροτήθηκε από τις αρχές δύο φιλοσοφικών επιστημολογικών ρευμάτων, του εμπειρισμού και του ορθολογισμού. Από τους εκπροσώπους του εμπειρικού ρεύματος μια πιο αυστηρή σκέψη από εκείνη του Francis Bacon, η οποία τοποθέτησε πολύ ψηλά τον θεωρητικό εμπειρισμό, ήταν η σκέψη του David Hume (1711-1776), ίσως του μεγαλύτερου διανοητή του 18ου αιώνα. Ο Hume αποδεικνύοντας το γνωσιολογικό πρόβλημα της επαγωγής αναγόρευσε την αμφιβολία σε αξίωμα, την πιθανότητα σε μόνη σταθερά όλων των θεωρητικών γενικεύσεων και τον μαθηματικό λόγο σε μοναδική βεβαιότητα, ανεξαρτήτως της αποτελεσματικότητας που μπορεί να προσφέρει η εμπειρική γνώση. Θεμελιώνοντας την Αγγλοσαξονική φιλοσοφία, μαζί με τον φιλόσοφο επίσκοπο George Berkeley (1685-1753) και τον κατά τι πρότερό τους John Locke, ο David Hume έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη φιλοσοφική τάση του σκεπτικισμού,[15] η οποία αποτέλεσε την πιο ακραία  έκφραση αμφιβολίας ως προς τη δυνατότητα προσέγγισης της αντικειμενικής αλήθειας τον 18ο αιώνα.  

 

Βιβλιογραφία

Βαλλιάνος Περικλής, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β΄ (Η επιστημονική επανάσταση και η φιλοσοφική θεωρία της επιστήμης. Ακμή και υπέρβαση του θετικισμού), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008

Διαμαντίδης Αντώνης, Λεξικό των –ισμών από τον αβαγκαρντισμό στον ωφελιμισμό, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2003

Θεοδωρακόπουλος Ιωάννης, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, τόμος Γ΄, Γνωσιολογία, Ηθική φιλοσοφία, Αισθητική, Αθήνα 1975

Butterfield Herbert, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου – Αντώνης Χριστοδουλίδης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2010

Charmers A.F. , Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη; μτφρ. Γιώργος Φουρτούνης, εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014



[1] Περικλής Βαλλιάνος, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β΄ (Η επιστημονική επανάσταση και η φιλοσοφική θεωρία της επιστήμης. Ακμή και υπέρβαση του θετικισμού), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σ.73

[2] Π. Βαλλίανος, ο.π., σ. 122

[3] Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος, Εισαγωγή στη φιλοσοφία, τόμος Γ΄, Γνωσιολογία, Ηθική φιλοσοφία, Αισθητική, Αθήνα 1975, σ. 50

[4] Π. Βαλλίανος, ο.π., σ. 85

[5] Π. Βαλλίανος, ο.π., σ. 82

[6] Π. Βαλλίανος, ο.π., σ. 81-82

[7] Π. Βαλλίανος, ο.π., σ. 88

[8] Herbert Butterfield, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου – Αντώνης Χριστοδουλίδης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2010, σ. 102

[9] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σ. 123-125

[10] Ι. Θεοδωρακόπουλος, ο.π., σ. 54-55

[11] Ι. Θεοδωρακόπουλος, ο.π., σ. 58

[12] Ι. Θεοδωρακόπουλος, ο.π., σ. 59

[13] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σ. 128

[14] A.F. Charmers,  Τι είναι αυτό που το λέμε επιστήμη; μτφρ. Γιώργος Φουρτούνης, εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2014, σ. 23

 

[15] Αντώνης Διαμαντίδης, Λεξικό των –ισμών από τον αβαγκαρντισμό στον ωφελιμισμό, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2003, σ. 312