Οι τέχνες (αρχιτεκτονική, ζωγραφική) και η μουσική στην Αναγέννηση.

2019-11-13 19:03

Εισαγωγή.

      Με τον όρο Αναγέννηση προσεγγίζουμε την έννοια ενός σύνθετου κοινωνικοπολιτικού και ιστορικού φαινομένου το οποίο εμφανίστηκε τον 15ο και 16ο αιώνα στη Δυτική Ευρώπη με επίκεντρο, αρχικά, τη Φλωρεντία και, αργότερα, τη Βενετία και τις λοιπές ελεύθερες πόλεις.[1] Για πρώτη φορά μετά την αρχαιότητα και την ακμή του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού, καλλιεργήθηκε στον Ύστερο Μεσαίωνα, μια αντίληψη ανθρωποκεντρική σε όλα τα επίπεδα, επηρεάζοντας ιδιαιτέρως τη δραστηριότητα στις εικαστικές τέχνες (σχέδιο, ζωγραφική, γλυπτική, αρχιτεκτονική). Αυτές οι τέχνες ανακηρύχθηκαν «Ελευθέριες Τέχνες» και, όπως σημειώνει ο Leon Battista Alberti, “αυτές οι τέχνες είναι δραστηριότητες για ελεύθερα πνεύματα και για ευγενείς ψυχές”.[2]

      Στην παρούσα εργασία θα γίνει μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε τις εικαστικές τέχνες στην Ευρώπη μέσα από το συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό και ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής και να δούμε κατά πόσο αυτές οι τέχνες επηρέασαν τις κοινωνικές και ιδεολογικές αλλαγές, οι οποίες προκλήθηκαν από την Αναγέννηση. Για το σκοπό αυτό θα εξετάσουμε ένα κοσμικό αρχιτεκτονικό έργο της Φλωρεντίας του 15ου αιώνα, το “Palazzo Rutcellai” του Leone Battista Alberti και έναν πίνακα ζωγραφικής, τη “Γέννηση της Αφροδίτης” του Sandro Botticelli, επίσης του 15ου αιώνα. Στη συνέχεια, θα αναφερθούμε στα είδη της κοσμικής φωνητικής μουσικής της Γαλλοφλαμανδικής σχολής του 16ου αιώνα, σχολιάζοντας ένα μουσικό παράδειγμα, μία Γαλλική Καντσόνα για τέσσερεις φωνές του 16ου αιώνα.

  1. Κοινωνικό και ιστορικό πλαίσιο της Αναγέννησης.

      Κύριο χαρακτηριστικό του Αναγεννησιακού πνεύματος ήταν η κυριαρχία του ανθρώπου, η επανάκτηση της εμπιστοσύνης στις αισθήσεις του και η πνευματική αφύπνιση που επιταχύνονταν μέσα από την αναβίωση των τεχνών και των γραμμάτων, καθώς όλα αυτά είχαν κατασταλεί από την Μεσαιωνική παράδοση και από τις αυθεντίες.[3] Μεγάλα γεγονότα τα οποία συνέβησαν και θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρόδρομοί της τάραξαν τα λιμνάζοντα μεσαιωνικά ύδατα και άλλαξαν τη νοοτροπία του μεσαιωνικού ανθρώπου. Αυτά τα γεγονότα (εκατονταετής πόλεμος, βουβωνική πανώλη, οι μετακινήσεις πληθυσμών, το δημογραφικό πρόβλημα που προκλήθηκε κ.α.), δημιούργησαν μεγάλη εσωστρέφεια, εσωτερική αναζήτηση και καλλιέργησαν μεταφυσικά ερωτήματα περί ζωής και θανάτου εάν επρόκειτο περί Θείας τιμωρίας ή δοκιμασίας, αλλάζοντας τη σκέψη του μεσαιωνικού ανθρώπου συνειδητά ή ασυνείδητα. Επίσης, η επέκταση των πόλεων, η πανεπιστημιακή άνθιση και λίγο αργότερα η εμφάνιση της τυπογραφίας και η διάδοση των γραμμάτων προκάλεσαν την ανατροπή του σχολαστικισμού και άνοιξαν το δρόμο προς τον ορθολογισμό.  

       Εκείνο το οποίο ταυτόχρονα παρατηρείται τον 15ο και 16ο αιώνα ήταν το έντονο ενδιαφέρον για την κλασσική αρχαιότητα και την ερμηνεία της πνευματικής και καλλιτεχνικής κληρονομιάς.[4] Η Αναγέννηση των εικαστικών τεχνών λοιπόν, έθεσε τον άνθρωπο στο επίκεντρο χωρίς ενοχές και φόβους σε μία αλληλεπίδραση με το Θείο. Η εσωστρεφής έως τότε κοινωνία άρχισε να βρίσκει ενδιαφέρον, εκτός από τα εκκλησιαστικά κείμενα, και στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γραμματεία ανοίγοντας το πνεύμα της.

  1. Η Αρχιτεκτονική – Παλάτσο Rutcellai.

      Αρχαία συγγράμματα όπως το σύγγραμμα του ρωμαίου αρχιτέκτονα του 1ου αιώνα Βιτρούβιου, “Περί Αρχιτεκτονικής”, συνέβαλαν πολύ στη γνώση της αρχαίας αρχιτεκτονικής,  βοηθώντας τους αρχιτέκτονες της Αναγέννησης να σχεδιάζουν τα έργα τους με βάση την αρχαία μορφή του καλαίσθητου και του αρμονικού.[5] Η αρμονία αποτέλεσε τη βάση της αρχιτεκτονικής και, στοχεύοντας στην επίτευξη της ομορφιάς, διαφοροποιήθηκε από την έως τότε αυστηρή Γοτθική φόρμα.[6] Οι αρχιτέκτονες οι οποίοι κατείχαν ειδικές γνώσεις και κλασσική παιδεία, επηρεασμένοι από το Αναγεννησιακό πνεύμα, διαφοροποιήθηκαν από το πνεύμα του  Ύστερου Μεσαίωνα.[7]

       Αετώματα, τοξοστοιχίες, παραστάδες, κίονες και άλλα μορφολογικά στοιχεία των αναγεννησιακών κτηρίων χαρακτηρίζονται από υπεροχή του οριζόντιου άξονα, από στατικότητα και συμμετρία.[8] Οι αρχιτέκτονες υιοθετούσαν στις δημιουργίες τους χαρακτηριστικά ανάλογης αίγλης σαν και αυτής των ρωμαϊκών κτιρίων, γεγονός το οποίο όξυνε την αστική υπερηφάνεια των ανθρώπων των Ιταλικών πόλεων. Παράλληλα, αυτή η καλλιτεχνική δραστηριότητα χρησιμοποιήθηκε τόσο από τους δημιουργούς όσο και από τους εργοδότες τους για την προσωπική τους, εκατέρωθεν, προβολή.[9]

      Η κοσμική Αναγέννηση βρήκε το σύμβολό της, όσον αφορά στην αρχιτεκτονική, στις επαύλεις και στα παλάτια, τα οποία ξεκίνησαν να ανοικοδομούνται χωρίς ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ τους, περί τα μέσα του 15ου αιώνα για τις μεγάλες αστικές, εμπορικές ή πριγκιπικές οικογένειες, όπως οι Medici, οι Pitti, οι Rutcellai και άλλοι.[10] Όλα είχαν εσωτερικές αυλές με κιονοστοιχίες, οροφή με γείσο που εξείχε, πολυτελή διαμερίσματα στους ορόφους, ενώ τα ισόγεια τα είχαν συνήθως για επιχειρηματικές χρήσεις, γραφεία κλπ.[11]

      Πολλοί ήταν εκείνοι, από αυτούς τους εύπορους φλωρεντινούς οίκους της μεσαίας τάξης που έγιναν οι κύριοι παραγγελιοδότες των έργων τέχνης, συμβάλλοντας όχι μόνο στη διάκριση αυτών των έργων, αλλά και στην προστασία τους. Για τους Rutcellai, ισχυρή οικογένεια τραπεζιτών, σχεδιάστηκε το ομώνυμο παλάτσο από έναν από τους κύριους εκπροσώπους της Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, τον Φλωρεντινό Leone Battista Alberti (1404-1472). Το παλάτσο Rutcellai, γύρω στα 1460, θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα έργα του Alberti.[12]

 

[13] (Παλάτσο Rutcellai).

Ο ίδιος κατείχε τον τίτλο του πανεπιστήμονα και του πολυπράγμονα, εφόσον, εκτός από αρχιτέκτονας ήταν αθλητής, θεατρικός συγγραφέας, γλωσσολόγος συνθέτης και μαθηματικός.[14]

      Στο παλάτσο Rutcellai φαίνεται η επίδραση της όψιμης Αναγέννησης με το τεράστιο ρωμαϊκό μέγεθος. Η δομή, η επεξεργασία και η διακόσμηση της πρόσοψης του κτηρίου είναι αρκετά ελκυστική και ιδιαίτερη, με τους τρεις επάλληλους αρχιτεκτονικούς ρυθμούς να βρίσκονται σε απόλυτη αναλογία μεταξύ τους, διακηρύσσοντας τη νέα Αναγεννησιακή αρχιτεκτονική. Ο Alberti για πρώτη φορά κάνει χρήση τριών επάλληλων ρυθμών στη πρόσοψη: τον Τοσκανικό ρυθμό στο ισόγειο, τον Κορινθιακό στον πρώτο όροφο και έναν απλό Κορινθιακό στον δεύτερο όροφο.[15] Υπάρχει διαχωρισμός της προσόψεως σε τρία οριζόντια επίπεδα, ενώ η διαμόρφωση της επιφάνειας με την αλληλουχία των τριών ρυθμών στην πρόσοψη και με το γείσο ο οποίος εξέχει στην οροφή είναι στοιχεία εμπνευσμένα από τη Ρωμαϊκή αρχιτεκτονική.[16] Επίσης, οι κίονες αποβάλλουν τον στατικό χαρακτήρα τους και μετατρέπουν τον διάκοσμο σε μία αρμονική συνύπαρξη, συνδέοντας τον άνθρωπο με την κοινωνική ιεραρχία.[17]

      Η τριμερής κοινωνική διαστρωμάτωση του Μεσαίωνα (Κλήρος, Ιππότες-ευγενείς- φεουδάρχες και αγρότες), υπέστην αλλαγές στην Ύστερη περίοδο λόγω της μετατόπισης του κέντρου βάρους της οικονομίας από τη γεωργική τάξη παραγωγής στην ανάπτυξη της μεσαίας τάξης, δηλαδή εκείνης των εμπόρων, των βιοτεχνών και των τραπεζιτών.[18] Αυτή η μεσαία τάξη, έκτοτε, βρέθηκε στο ίδιο κοινωνικό επίπεδο με την τάξη των ευγενών – φεουδαρχών και πριγκίπων· υιοθέτησε δε τα αριστοκρατικά τους ήθη και εξ αυτού δημιουργήθηκε, εκ νέου, μία νέα κοινωνική τάξη απαρτιζόμενη από όλα τα κοινωνικά στρώματα, η οποία έμελλε να παίξει ένα πολύ σημαντικό ρόλο στην κοινωνική δομή. Ορθολογική οργάνωση της εργασίας και ανατροπή του Μεσαιωνικού πνεύματος της τριμερούς φεουδαλικής ιεραρχίας.[19] Η συνύπαρξη των τριών αρχιτεκτονικών ρυθμών, στην πρόσοψη του Παλάτσο Rutcellai, δεικνύει ακριβώς αυτή την αρμονική συνύπαρξη του ανθρώπου με την κοινωνία, από όποια κοινωνική δομή και εάν προέρχεται.

      Η Φλωρεντία τους δύο προηγούμενους αιώνες (13ος -14ος), βρέθηκε εν μέσω  κατάλληλων πολιτικοκοινωνικών και οικονομικών συγκυριών οι οποίες της έδωσαν ηγετική θέση στην Ιταλική χερσόνησο και την προετοίμασαν για να υποδεχθεί την Αναγέννηση. Στη συνέχεια, η θέση που κατείχε στην χάρτη, τα εμπορικά ανοίγματα εκτός συνόρων και το πολύ ανεπτυγμένο χρηματοπιστωτικό της σύστημα θωράκισαν τους πολίτες της με αστική υπερηφάνεια και προσέδωσαν στην ίδια ώθηση και υπεροχή έναντι των άλλων πόλεων, θέτοντάς την μπροστά από την εποχή της και πίσω από τον Μεσαίωνα.[20]

      Κατά την περίοδο της ακμής της, το οικονομικό σύστημα της Φλωρεντίας έδινε τη δυνατότητα στους πολίτες να μπορούν να επηρεάζουν τα κοινά, ακόμη και να διαχειρίζονται τις τύχες της πόλης, δίχως να κατέχουν τίτλους ευγενείας. Το παλάτσο Rutcellai θεωρείται ένα από τα πρώτα κτήρια κοσμικού χαρακτήρα με παραστάδες τριών διαφορετικών ρυθμών.[21] Σε αντίθεση με την ώριμη Αναγέννηση της Ρώμης (16ος αιώνας), τα παλάτια όπως λ.χ. το παλάτσο Vidoni-Kaffarelli, είχαν έντονες βαθιές εσοχές και έντονη φωτοσκίαση. Η αντίθεση αυτή ανάμεσα στις δύο αρχιτεκτονικές φιλοσοφίες έδειξε τη διαδρομή της αρχιτεκτονικής σε λιγότερο από έναν αιώνα, περνώντας από την πρώιμη Φλωρεντινή Αναγέννηση στην ώριμη Αναγέννηση του 16ου αιώνα.[22]

 [23] (Παλάτσο Vidoni-Kaffarelli)

  1. Η Ζωγραφική – Η Γέννηση της Αφροδίτης.

      Η αντίληψη η οποία χαρακτήρισε τις «ευγενείς τέχνες» την περίοδο της πρώιμης Αναγέννησης, σχετικά με την προσπάθεια να αποδοθεί η πραγματικότητα όσο το δυνατόν καλύτερα, ήταν κοινή. Έτσι, λοιπόν, εκτός από την αρχιτεκτονική και τη γλυπτική, η επίδραση της κλασσικής αρχαιότητας στη ζωγραφική ήταν καταλυτική παραμερίζοντας την αυστηρή και επιβλητική γοτθική νοοτροπία. Η ζωγραφική της Αναγέννησης πλαισιώθηκε από την αρμονία, την ομορφιά, την απλότητα, τη σταθερότητα και τη λογική. Το θεματολόγιό της ήταν πολύ πλούσιο σε  εκκλησιαστικά θέματα που υιοθετούνταν και από την εκκλησία.

      Καλλιτέχνες, οι οποίοι άφησαν το στίγμα τους στη ζωγραφική της πρώιμης Αναγέννησης τον 15ο αιώνα, ήταν μεταξύ άλλων ο Masaccio (1401-1428), ο οποίος θεωρείτο ο ευφυέστερος της περιόδου, ο Fra Angelico (1387-1455) μοναχός και βαθιά θρησκευόμενος θέτοντας την τέχνη στη υπηρεσία της θρησκείας, ο Paolo Uccello (1397-1475) πρωτοπόρος στη χρήση του ψηφιδωτού με μία ιδιαίτερη αντινατουραλιστική τεχνοτροπία, ο Piero della Francesca (1416-1492) ικανός χειριστής του σκιοφωτισμού και του χρώματος και επίσης ο πρώτος που πειραματίστηκε χρησιμοποιώντας λάδι στα χρώματα ως συνδετικό υλικό και τέλος ο Sandro Botticelli (1455-1510) με τον οποίο κλείνει ο κύκλος των σημαντικότερων δημιουργών της πρώιμης Αναγέννησης.[24]

      Ο Sandro Botticelli εμπνεύστηκε περισσότερο από άλλους καλλιτέχνες και από την παγανιστική θεματολογία, σε μια περίοδο που τα περισσότερα έργα τέχνης στρέφονταν γύρω από η χριστιανική θρησκεία. Το έργο που δημιούργησε κατά παραγγελία για ένα μέλος του οίκου των Μεδίκων, η “Γέννηση της Αφροδίτης”, ένα έργο απόλυτης αρμονικής σύνθεσης, φιλοτεχνήθηκε περί το 1484-1485.[25] Το θέμα γίνεται αμέσως αντιληπτό. Η Θεά Αφροδίτη αναδύεται από τη θάλασσα μέσα σε ένα κοχύλι το οποίο φέρνουν στη στεριά φτερωτοί Θεοί.[26] Σύμφωνα με τον μύθο,  αναδύθηκε από τον αφρό της θάλασσας, η “αναδυόμενη από τους αφρούς”. Ο καλλιτέχνης αποτυπώνει στον καμβά με απόλυτη πιστότητα τον αρχαίο μύθο. Η εμφάνιση του γυμνού στις τέχνες, όπως και στο συγκεκριμένο έργο,  χρησιμοποιήθηκε για να δείξει την αρμονία και την ομορφιά του κόσμου.

 

[27] (Sandro Botticelli, Η Γέννηση της Αφροδίτης).

      Η Αφροδίτη είναι τόσο όμορφη και αρμονική, σαν συνολική σύνθεση, ενισχύοντας την αίσθηση ενός πλάσματος που μας προσφέρεται ως ουράνιο δώρο, ούτως ώστε να μην σταθούμε καθόλου στον μακρύ λαιμό της, στους χαμηλούς ώμους ή στον τρόπο ένωσης του κορμού της με το αριστερό χέρι.[28] Ο Botticelli, καθότι συνδέθηκε με τον οίκο των Μεδίκων και τις νεοπλατωνικές αντιλήψεις σε μια τέτοια θεματολογία έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην ανάδειξη της γυναικείας χάρητος και των συναισθημάτων, τα οποία εκπορεύονταν από το έργο, χρησιμοποιώντας διάφανα χρώματα χωρίς ιδιαίτερη ένταση με αποτέλεσμα να διογκώνεται μια έντονη ατμοσφαιρική ένταση.[29] Απέδωσε με χάρη και ηρεμία τη γέννηση της Θεάς της ομορφιάς, όπως με χάρη και ηρεμία συνοδεύει τη γέννηση της η Άνοιξη, ενώ το στήσιμό της παραπέμπει στα ελληνιστικά αγάλματα καθώς ο δημιουργός ακολούθησε το πρότυπο της κλασσικής αρχαιότητας.[30] Έτσι αναδύεται ενήλικη με μια απίστευτη γλυκύτητα και σταθερότητα κοιτάζοντας ευθεία εμπρός, μέσα σε ένα ανοιξιάτικο ξέσπασμα ζωντάνιας. Θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι ίσως ο Sandro Botticelli επηρρεασμένος τόσο πολύ από την Αναγέννηση προέβη στην απεικόνισή της που ταυτίζεται με την απεικόνιση της θεϊκής μορφής μέσα από αυτό το έργο το οποίο βρίσκεται στην πινακοθήκη Uffizi στην Φλωρεντία.

  1. Η Μουσική της Αναγέννησης – Καντσόνα Καλή Μέρα Καρδιά Μου.

      Η «Παλιά Τέχνη» (Ars Antiqua) της γοτθικής εποχής του 13ου αιώνα, με τις πρώτες πολυφωνικές προσπάθειες και με επίκεντρο την εκκλησία παραχώρησε τη θέση της στη «Νέα Τέχνη» ( Ars Nova) με επίκεντρο το Παρίσι του 14ου αιώνα. Εμφανίζεται ως πρόδρομος της αναγεννησιακής μουσικής με διαφορετική τεχνοτροπία και περισσότερη ελευθερία και με κύριο εκπρόσωπο τον Guillaume de Machaut (Γκιγιόν ντε Μασό, 1300-1377) Η μουσική της Αναγέννησης αναπτύχθηκε στο μέσον του 15ου έως και το τέλος του 16ου αιώνα, φέρνοντας ριζικές μεταβολές στη μουσική τέχνη της πρώιμης Αναγέννησης, της «Εκλεπτυσμένης Τέχνης» (Ars Subtilior), η οποία υπήρξε το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα του μουσικού ύφους του Ύστερου Μεσαίωνα μετά τον θάνατο του Machaut.[31]

      Το πνευματικό και πολιτιστικό κλίμα της Αναγέννησης, του οποίου η πολιτιστική διεργασία είχε αρχίσει πολύ νωρίτερα, χαρακτήρισε τον πολιτισμό της Δύσης θέτοντας τα θεμέλια της σύγχρονης κοινωνίας.[32] Οι «ευγενείς τέχνες» μεγαλούργησαν και ο άνθρωπος άγγιξε το όριο του νου του και της δημιουργίας του.[33] Ένα από τα κύρια ιστορικά γεγονότα ήταν η ανακάλυψη της τυπογραφίας από τον Γουτεμβέργιο τον 15ο αιώνα, όπου για πρώτη φορά στην ιστορία ο λόγος και η εικόνα αποτυπώθηκαν στο χαρτί. Η τυπογραφία μετέβαλλε τον πολιτισμό διότι τα γράμματα, οι τέχνες και οι επιστήμες εισέβαλλαν μέσω του βιβλίου σε κάθε σπίτι, σε κάθε περιοχή κοντινή ή μακρινή. Έτσι με την εκτύπωση των βιβλίων, συν τοις άλλοις, μεταβλήθηκε και επεκτάθηκε ο μουσικός πολιτισμός της Αναγέννησης.

      Ο Κανόνας, ο διαχωρισμός των φωνών όπου απαντούσε η μία στην άλλη φωνή, η Μίμηση, όπου η μία φωνή επαναλάμβανε αυτό που ήδη είχε ακουστεί από την άλλη και η Αντίστιξη, δηλ. η υπέρθεση στη μελωδία με υπερβολική χρήση του Κανόνα ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά επιτεύγματα της Γαλλοφλαμανδικής σχολής, η οποία απετέλεσε τη βάση για τη μουσική πρόοδο την εποχή της Αναγέννησης.[34] Η Καντσόνα της Βουργουνδίας υπήρξε τον πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα μουσικού είδους που επικράτησε τότε με τραγούδια που είχαν γραφτεί για τρεις φωνές όπου μελοποιούνταν η ερωτική ποίηση, ενώ τον 16ο αιώνα με τον Roland de Lassus (Ρολάν ντε Λάσους, 1532-1594) και τα πάνω από δύο χιλιάδες ερωτικά τραγούδια του ως προς το κοσμικό σκέλος και επιβλητικές λειτουργίες ως προς το θρησκευτικό,  η Μεταγενέστερη Καντσόνα μεσουράνησε και η φήμη του Lassus εξαπλώθηκε.[35]

      Ο Lassus χειρίστηκε με ιδαίτερη άνεση αυτό το είδος Γαλλικού τραγουδιού χωρίς στεγανά και στο τέλος το ανέδειξε δίπλα σε ένα άλλο είδος όπου δέσποζε το δραματικό στοιχείο, το Ιταλικό Μανδριγάλιο. Μέσω του Μανδριγαλίου η Αναγέννηση εξέφρασε το κοσμικό της πνεύμα του 16ου αιώνα.[36] Η θεματολογία του κειμένου αντλούνταν από τον ανεκπλήρωτο έρωτα, τον θρήνο, τον θάνατο, ακόμη όμως και από σκηνές της καθημερινής ζωής στην πόλη ή την ύπαιθρο, επίσης, από σατιρικά, καρναβαλικά ή πολιτικά θέματα, αγκαλιάζοντας όλο το πανόραμα και τη σκέψη του Αναγεννησιακού 16ου αιώνα. Σπάνια ξεπερνούσε τις δώδεκα γραμμές και διακρίνονταν για το λυρικό του ύφος, τη λεκτική και συναισθηματική λεπτότητα ενώ αποτελούνταν από τέσσερεις ή πέντε φωνές.[37]

      Ως επιλογή μουσικού παραδείγματος θα σχολιάσουμε την Καντσόνα του Lassus «Καλή Μέρα Καρδιά μου» (Bon jour mon Coeur) σε ποίημα του Pierre de Ronsard (Πιέρ ντε Ρονσάρ, 1524-1585) το οποίο παρουσιάζει τον εραστή να χαιρετά γλυκά την αγαπημένη του.[38] Το «Καλή Μέρα Καρδιά μου» είναι μία Γαλλική Καντσόνα 9στιχου ποιήματος γραμμένο για τέσσερεις φωνές: σοπράνο, άλτο, τενόρο και μπάσο, με ύφος συγχορδιακό και με λεπτότητα ως προς τον χειρισμό του κειμένου.[39] Είναι γραμμένη στα μέσα του 16ου αιώνα, σε μουσικό ύφος ελεύθερης μορφής και ομοφωνικής υφής.[40] Επικρατεί η αντίστιξη στις λέξεις των πρώτων συγχορδιών πάνω στα επίθετα που εκφράζουν συναίσθημα (νότα – νότα γίνεται η επίταση των μελωδικών γραμμών, δίνοντας ένταση, με τη μία φωνή να “απαντά” στην άλλη)  και η συγχορδιακή μελοποίηση ανά συλλαβή στη συνέχεια.[41] Η αντίθεση που παράγεται μεταξύ των αντιστικτικών τμημάτων και των συγχορδιών αναδεικνύουν το κείμενο τη στιγμή εκείνη όπου όλες οι φωνές τραγουδούν ταυτόχρονα την ίδια συλλαβή.[42]

[43] (Ρολάν ντε Λάσους, Καλή Μέρα Καρδιά μου).

Συμπέρασμα.

      Η περίοδος της Αναγέννησης συνδέθηκε με την πνευματική αφύπνιση, την αναβίωση της μελέτης των τεχνών και των γραμμάτων της κλασσικής αρχαιότητας και σηματοδότησε το τέλος του Μεσαίωνα. Μια αλληλουχία ιστορικών γεγονότων έθεσε τη συνοριακή γραμμή ανάμεσα στο παλιό Μεσαιωνικό και το νέο  Αναγεννησιακό πυροδοτώντας καταλυτικές αλλαγές. Ο άνθρωπος απέκτησε πνευματική υπόσταση αναδεικνύοντας τις αρετές του μέσα από τη λογοτεχνία, τις επιστήμες αλλά και από τις τέχνες, κάνοντας σύμβολο τον αρχαίο ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Όπως είδαμε, σπουδαία ονόματα του 15ου – 16ου αιώνα όπως εκείνο του Botticelli, του Michelangelo, του Leonardo da Vinci στη ζωγραφική, του Leone Battista Alberti στην αρχιτεκτονική, του Roland de Lassus στην μουσική και πολλών άλλων ακόμη, συνδέθηκαν με τις τέχνες αναδεικνύοντας την κεντρική θέση που έμελλε να κατέχουν πλέον, μαζί με τον άνθρωπο, στην ευρωπαϊκή κοινωνία. Στα έργα ζωγραφικής ο ανθρωπισμός που απέπνεαν συμβόλιζε τον κόσμο, το γυμνό την αρμονία και την ισορροπία, ενώ στην αρχιτεκτονική η συμμετρία εκφράζονταν με μαθηματικούς υπολογισμούς, έχοντας σαν στόχο να δείξει το μεγαλείο ως συγκεκριμένη και μετρίσιμη δύναμη.

      Οι αυλές των αρχόντων ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για να επιδείξουν την ισχύ τους, σχετικά με το ποιον καλλιτέχνη ή μουσικό θα έχουν, ενώ ο καλλιτέχνης από ανώνυμος έγινε επώνυμος και αμείβονταν. Στη μουσική που παίζονταν στις αυλές και στο κοσμικό περιβάλλον, τραγουδούσε ο άνθρωπος ως κυρίαρχος, όπου μέσα από τις νότες εξιδανίκευε την αρμονία μέσα από τις αντίστοιχες κοινωνικές συνθήκες, εμπλουτίζοντας τον ιδιωτικό χώρο ενός άρχοντα. Ο 15ος – 16ος  αιώνας θεωρήθηκε για τη μουσική η ακμή της Γαλλοφλαμανδικής σχολής, όπου διακρίθηκε μια ιδιαίτερη μουσική άνθιση στην τετράφωνη πολυφωνία και την επανάληψη των μουσικών σχημάτων με νέα τεχνοτροπία. Η Καντσόνα της Βουργουνδίας και το Ιταλικό Μανδριγάλιο υπήρξαν τα επικρατέστερα είδη κοσμικής πολυφωνικής μουσικής του 15ου – 16ου αιώνα και ήταν επίσης, εκείνα τα οποία άνοιξαν το δρόμο για τη μουσική μετάβαση από την Αναγέννηση στην εποχή του Μπαρόκ.

Βιβλιογραφία

Αλμπάνη Τζένη / Κασιμάτη Μαριλένα, Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη. Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα ως το 18ο αιώνα, τόμος Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

Πετρίδου Βασιλική / Ζιρώ Όλγα, Τέχνες και αρχιτεκτονική από την Αναγέννηση έως τον 21ο αιώνα, εκδ. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015.

Φυρνώ-Τζόρνταν Ρόμπερτ, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, μτφρ. Δημήτρης Ηλίας, εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1981.

Gombrich E. H., Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λίνα Κάσδαγλη, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998.

Machlis Joseph – Forney Kristine,  Η απόλαυση της μουσικής, εισαγωγή στην ιστορία – μορφολογία της Δυτικής μουσικής, μτφρ. Δημήτρης Πυργιώτης, εκδ. Fagotto books, Αθήνα 1996.


[1] Βασιλική Πετρίδου/Όλγα Ζιρώ, Τέχνες και αρχιτεκτονική από την Αναγέννηση έως τον 21ο αιώνα, εκδ. Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, Αθήνα 2015, σελ. 8.

[2] Στο ίδιο.

[3] Joseph Machlis – Kristine Forney,  Η απόλαυση της μουσικής, εισαγωγή στην ιστορία – μορφολογία της Δυτικής μουσικής, μτφρ. Δημήτρης Πυργιώτης, εκδ. Fagotto books, Αθήνα 1996, σελ. 90.

 

[4]Τζένη Αλμπάνη/Μαριλένα Κασιμάτη, Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη. Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από το Μεσαίωνα ως το 18ο αιώνα, τόμος Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα, 2008, σελ. 72.

[5] Στο ίδιο, σελ. 77.

[6] Στο ίδιο.

[7] Στο ίδιο.

[8] Στο ίδιο.

[9] Στο ίδιο, σελ. 73.

[10] Ρόμπερτ Φυρνώ-Τζόρνταν, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής, μτφρ. Δημήτρης Ηλίας, εκδ. Υποδομή, Αθήνα 1981, σελ. 227.

[11] Στο ίδιο, σελ. 228.

[12] Αλμπάνη/ Κασιμάτη, ο.π., σελ. 80.

[13] E. H. Gombrich, Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λίνα Κάσδαγλη, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998, σελ.250.

[14] Φυρνώ, ο.π., σελ. 230.

[15] Πετρίδου/Ζιρώ, ο.π., σελ. 17.

[16] Στο ίδιο.

[17] Στο ίδιο.

[18] Αλμπάνη/Κασιμάτη, ο.π., σελ. 72.

[19] Στο ίδιο.

[20] Στο ίδιο, σελ. 74-75.

[21] Στο ίδιο, σελ. 80.

[22] Φυρνώ, ο.π., σελ. 242.

[23] Στο ίδιο, σελ. 243.

[24] Αλμπάνη/Κασιμάτη, ο.π., σελ. 89-94.

[25] Gombrich, ο.π., σελ.264.

[26] Στο ίδιο.

[27] Πετρίδου/Ζιρώ, ο.π., σελ. 13.

[28] Gombrich, ο.π., σελ.264.

[29] Πετρίδου/Ζιρώ, ο.π., σελ. 13.

[30] Στο ίδιο.

[31] Αλμπάνη/Κασιμάτη, ο.π., σελ. 89-94.

[32] Machlis, ο.π., σελ. 93.

[33] Στο ίδιο, σελ. 92.

[34] Αλμπάνη/ Κασιμάτη, ο.π., σελ. 47.

[35] Machlis, ο.π., σελ. 92.

[36] Στο ίδιο, σελ. 113.

[37] Στο ίδιο.

[38] Στο ίδιο, σελ. 109.

[39] Στο ίδιο, σελ. 109.

[40] Στο ίδιο, σελ. 111.

[41] Στο ίδιο, σελ. 109.

[42] Στο ίδιο, σελ. 110.

[43] Στο ίδιο, σελ. 111.

[44] Στο ίδιο, σελ. 18.