«Οι πνευματικές συνθήκες – προϋποθέσεις που οδήγησαν στην έξοδο του Ευρωπαίου ανθρώπου από τους λεγόμενους σκοτεινούς χρόνους κατά τον Μεσαίωνα, την περίοδο από τον 8ο έως τον 12ο αιώνα».

2020-11-24 18:46

Εισαγωγή

      Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Jacques Le Goff, «Η επίδραση που άσκησε ο Μεσαίωνας στη συγκρότηση της Ευρώπης οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι δεν αρκέστηκε στο να μεταδώσει παθητικά την παλαιότερη κληρονομιά‧ αντίθετα, η αντίληψη του για το παρελθόν του οδηγούσε να συγκεντρώσει συνειδητά και εκούσια, ακόμη και αν έκανε επιλογές, ένα σημαντικό τμήμα του παρελθόντος αυτού για να τροφοδοτήσει το μέλλον που προετοίμαζε».[1] Η χιλιετής, περίπου, Μεσαιωνική περίοδος δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί μόνο ως ένα μεσοδιάστημα σκοτεινό και βίαιο, νοσηρό και οπισθοδρομικό μεταξύ του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού και της Νεωτερικής Ευρώπης, αλλά και ως μια περίοδος αναζήτησης και διαμόρφωσης εκείνων των προϋποθέσεων που θα ωθούσαν τον μεσαιωνικό άνθρωπο σε μια νέα εποχή. Μέσα από αυτή τη μελέτη θα επιχειρηθεί να γίνει μια προσέγγιση των συνθηκών, οι οποίες ωρίμασαν τον Μεσαιωνικό άνθρωπο της Μέσης Περιόδου καθιστώντας τον ικανό να αποτινάξει τη μακραίωνη ζύμωση πολιτισμών, της Ύστερης Ρώμης με τον Πρώιμο Μεσαίωνα και να θέσει τις βάσεις για την επόμενη Αλλαγή Παραδείγματος.

 

Οι πνευματικές συνθήκες – προϋποθέσεις που οδήγησαν στην έξοδο του Ευρωπαίου ανθρώπου από τους λεγόμενους σκοτεινούς χρόνους κατά τον Μεσαίωνα.

 

      Η εδραίωση του χριστιανισμού, μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, συγκρούστηκε με την επικρατούσα έως τότε παγανιστική κουλτούρα. Ένα από τα πεδία τριβής για τον επερχόμενο μετασχηματισμό αφορούσε το πνεύμα, τη νοοτροπία, τη συμπεριφορά, τον εκβαρβαρισμό του ανθρώπου του Πρώιμου Μεσαίωνα και τη μύησή του στο χριστιανικό δόγμα μέσω της εκπαίδευσης. Δεδομένου αυτού αναπτύχθηκε μια πολύπλοκη σχέση μεταξύ του χριστιανισμού και του κόσμου και των βαρβάρων με τους τελευταίους να υιοθετούν τη νέα θρησκεία.

      Η εκκλησία, στον Πρώιμο Μεσαίωνα, ως επόπτης, βρέθηκε να είναι ο μοναδικός και κύριος διοργανωτής της εκπαίδευσης στη Δυτική χριστιανοσύνη. Αρχικά τα πρώτου τύπου χριστιανικά σχολεία ήταν τα Κατηχητικά και διδάσκονταν εκκλησιαστικοί ύμνοι, το δόγμα, γραφές, πειθαρχία και τα Ανώτερα Κατηχητικά όπου διδάσκονταν θεολογία και φιλοσοφία.[2] Στη συνέχεια, με την έμφαση που δόθηκε στη λατρεία του Θεού και την τάση προς τον ασκητισμό, οι Μονές ταγμένες στο Δόγμα και όχι στο ιδανικό της παιδείας, “ανέλαβαν” εκτός από το ρόλο τους ως χώροι λατρείας και το εκπαιδευτικό έργο. Η σημαντικότερη συμβολή τους, όμως, όπως εξελίχθηκε στο μέλλον, ήταν ότι λειτούργησαν ως παρακαταθήκη της κλασικής αρχαιότητας.

      Πολύ σημαντική στη διάδοση των γραμμάτων ήταν επίσης, η συμβολή των Αράβων, οι οποίοι αφού εξισλαμίσθηκαν, από τον 8ο αιώνα και μετά, προσέγγισαν την κλασική αρχαιότητα αντιγράφοντας και μεταφράζοντας χωρίς προκαταλήψεις τη φιλοσοφία, τις επιστήμες και τη θρησκεία διαφορετικών πολιτισμών. Όπως υποστηρίζει ο Le Goff, σε μία όχι και τόσο γνωστή αναφορά, ο ρόλος των Αράβων ήταν κυρίως μεσολαβητικός, ως προς τη διάσωση της αρχαιοελληνικής γραμματείας. Εκείνοι που  διέσωσαν τα έργα του Αριστοτέλη, του Γαληνού, του Πλάτωνα και τόσων άλλων κλασικών Ελλήνων και Λατίνων διανοητών, ήταν οι εκδιωχθέντες από το Βυζάντιο αιρετικοί, μονοφυσίτες και Εβραίοι, οι οποίοι «τα δώρισαν στις βιβλιοθήκες των μουσουλμάνων, όπου τα δέχθηκαν με θέρμη».[3]

      Αν και η εκκλησία δεν ήταν υποχρεωμένη να προσφύγει στην κλασική αρχαιότητα, αυτό συνέβη καθώς η χριστιανοσύνη προσδοκούσε τώρα την επιστροφή αυτών των έργων.[4] Καθώς η καθιερωμένη- επίσημη γλώσσα της Δύσης στον Μεσαίωνα ήταν τα λατινικά, τα κείμενα αυτά, είτε σε πρωτότυπη ελληνική, είτε σε αραβική απόδοση έπρεπε να μεταφραστούν και να αντιγραφούν.  Ένα από τα σημαντικά μοναστικά τάγματα, εκείνο των μοναχών του Αγίου Βενέδικτου, είχε σηματοδοτήσει πολύ νωρίτερα την αλλαγή στην αντίληψη της εργασίας δίνοντας μεγάλη έμφαση τόσο στην χειρωνακτική όσο και στην πνευματική εργασία, μια εκ των οποίων ήταν και η αντιγραφή.[5] Αφού η αντιγραφή θεωρούνταν από τις πλέον αξιόλογες πνευματικές εργασίες στο μοναστικό περιβάλλον, η εκκλησία κατέστη καθοδηγητής αυτού του μεταφραστικού ρεύματος έργων, κυρίως Λατίνων και Πατέρων της εκκλησίας, μέσω των μονών της Δύσης.[6]Σύμφωνα με τον Le Goff, εκτός από τις μονές, τον ρόλο αυτόν ανέλαβαν, επίσης, χριστιανοί Ισπανοί γνώστες της αραβικής γλώσσας, Έλληνες, Εβραίοι ακόμη και Μουσουλμάνοι λόγιοι.[7]

      Παρόλη την αυθόρμητη απώθηση που ένιωθε  η εκκλησία για τις “δήθεν επιστήμες” όπως αναφέρει ο Émile Durkheim, προσπάθησε και στόχευσε στον έλεγχο της πίστης διαμορφώνοντας  τα μηνύματα που εκπορεύονταν από τα έργα αυτά, ενώ υποβίβασε την πνευματική διαπαιδαγώγηση των ανθρώπων στο ελάχιστο επίπεδο.[8] Από την άλλη, συλλέγοντας αυτά τα έργα τα διέσωσε και τα παρέδωσε στις επόμενες γενιές. Η διάσωση αυτών των έργων αναδείχθηκε αργότερα, με την ίδρυση των πανεπιστημίων, αφού συνέβαλε στην ανάπτυξη των επιστημών και της φιλοσοφίας, προεξάρχοντος του πλατωνικού και αριστοτελικού έργου, από τον 10ο αιώνα.[9]

      Ο αριστοτελισμός προκάλεσε κρίση στην εκπαίδευση της μεσαιωνικής Ευρώπης διότι μέσα από τα έργα αυτά διδάσκονταν το άφθαρτο της ύλης και το αιώνιο, ως δημιούργημα μιας δύναμης ασύλληπτης για τον ανθρώπινο νου. Η Δυτική χριστιανοσύνη, θέλοντας και μη, καλλιεργώντας περισσότερο το πνεύμα της μέσω της θεολογίας και των λογίων της, προέβη στη μελέτη των συλλογισμών των κλασικών φιλοσόφων, όμως χωρίς την παραγωγή νέας γνώσης αλλά  επαφιόμενη μόνο στην πιστή τους ανάλυση.[10] Από αυτή τη μέθοδο μελέτης προήλθε το φιλοσοφικό ρεύμα του Σχολαστικισμού, ο οποίος κυριάρχησε από τα τέλη του 11ου αιώνα ως μέθοδος διδασκαλίας. Ο Σχολαστικισμός πρέσβευε στον συγκερασμό φιλοσοφίας – θεολογίας και στην πίστη της ύπαρξης του Θεού όχι μόνο μέσα από την τυφλή δογματική χριστιανική υπακοή αλλά και μέσα από παραγωγικούς συλλογισμούς οι οποίοι αποδείκνυαν την ύπαρξή Του.[11] Αυτή η τριβή φιλοσοφίας – θεολογίας όξυνε τη σκέψη του μεσαιωνικού ανθρώπου θέτοντας τις βάσεις στον Ύστερο Μεσαίωνα για την απαγκίστρωση από την πνευματική αγκύλωση των προηγούμενων αιώνων μέσω κορυφαίων λογίων της εποχής, όπως ο Αβελάρδος (1079-1142), ο Ρογήρος Βάκων (1214-1294), ο Μποναβεντούρα (1221-1274), ο Θωμάς ο Ακινάτης (1225-1274), ο Μέγας Αλβέρτος (1200-1280) και πολλοί άλλοι.

      Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι είχε σημειωθεί πρόοδος στον χώρο των γραμμάτων και της εκπαίδευσης κατά την περίοδο του Μέσου Μεσαίωνα, αν και όπως αναφέρει ο Durkheim, στον 8ο αιώνα η παιδεία και ο πολιτισμός είχαν φτάσει σε χαμηλό επίπεδο.[12] Υποθέτουμε ότι ίσως για αυτό το γεγονός να ευθύνεται η μακρά και συνεχής ζύμωση του Μεσαιωνικού πολιτισμού, η μακρόπνοη, δηλαδή, γνωριμία των δύο κόσμων και η προσπάθεια σύγκλισης των βαρβαρικών φύλων με τον χριστιανισμό. Παρόλα αυτά, διαφαινόταν ότι κάτι είχε αρχίσει να αλλάζει. Οι νέοι κοινωνικοί συσχετισμοί που δημιουργήθηκαν εκείνη την περίοδο, συνεχίζει ο Durkheim, έστω μέσα από την καταθλιπτική πειθαρχία, την εγκράτεια  και τη στέρηση της επιθυμίας την οποία επέβαλε η χριστιανική ηθική οδήγησαν στη συνένωση των διασκορπισμένων πνευματικών πόρων, στην αναγκαιότητα της εκπαίδευσης και στην παιδαγωγική πρόοδο.[13]

      Αυτή η αναγκαιότητα για πρόοδο και εκπαίδευση εκφράστηκε τον 9ο αιώνα μέσα από την ανάδυση της Καρολίγγειας αυτοκρατορίας. Ο Καρλομάγνος ήταν εκείνος που συνέδεσε το όνομά του στην ιστορία της εκπαίδευσης με τη συγκεντροποίηση των πνευματικών δυνάμεων.[14] Ο Le Goff, στον Πολιτισμό της Μεσαιωνικής Δύσης, υποστηρίζει ότι κάποιοι λόγιοι του Πρώιμου Μεσαίωνα, όπως ο Βοήθιος (480-524), ο Κασσιόδωρος (480-573), ο Βέδας (673-735) κ.α., «φώτισαν τη μεσαιωνική νύχτα με τη διάσωση της αρχαίας παιδείας».[15] Για να συμπεράνει στη συνέχεια ότι αυτοί, ακριβώς, οι πνευματικοί άνθρωποι, ήταν εκείνοι που με μια σειρά από μικρές Αναγεννήσεις, οι οποίες εκδηλώθηκαν μετά τον 7ο αιώνα οδήγησαν την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή στην Καρολίγγεια Αναγέννηση.[16] Επί βασιλείας Καρλομάγνου τελέσθηκε μια άνευ προηγουμένου εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που είχε ως αποτέλεσμα την άμεση επέκταση του χριστιανισμού καθώς και την αναζωπύρωση των γραμμάτων και του πολιτισμού.[17] Ιστορικά γεγονότα, όμως, εκείνης της περιόδου, όπως οι Σταυροφορίες, η πρόοδος των επιστημών, της νομικής, της φιλοσοφίας, της ιατρικής κ.α., δημιούργησαν ένα κενό ως προς τις απαιτήσεις της γνώσης, το οποίο δεν ήταν δυνατόν να προσαρμοστεί στο υπάρχον εκπαιδευτικό σύστημα.[18]

      Η σύσταση νέων σχολών για να καλύψουν το εκπαιδευτικό κενό κρίθηκε απαραίτητη. Οι σχολές αυτές, ως πρόδρομοι των πανεπιστημίων έπαιξαν μείζονα ρόλο στην εκπαίδευση. Αρχικά, υπό την καθοδήγηση των εμπόρων και των βιοτεχνών έχοντας έναν πρωτοποριακό χαρακτήρα, λειτούργησαν ως συντεχνίες με καταστατική διοίκηση, υπαλλήλους και πολιτικά δικαιώματα, ενώ παράλληλα κατάφεραν να εξασφαλίσουν ένα ανεξάρτητο και αυτόνομο περιβάλλον από την εκκλησία.[19] Η εξέλιξη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι ήταν απαίτηση της αστικής ανάπτυξης που γνώριζε η Ευρώπη στις αρχές του Ύστερου Μεσαίωνα. Οι ανάγκες της κάθε πόλης που ήταν αυτοδιοικούμενη, θεωρούνταν απαραίτητες για τη λειτουργία της σε διάφορα γνωστικά αντικείμενα όπως εκείνο της οικονομίας ή της δικαιοσύνης. Δημιουργήθηκε, έτσι, ένας πυρήνας για περαιτέρω μάθηση και εξειδίκευση των οικονομικών και νομικών σχολών, ο οποίος στρεφόταν γύρω από την αυτονομία και το προνόμιο της ελευθερίας της σκέψης που εξασφάλιζε το πανεπιστημιακό περιβάλλον.

 

Συμπεράσματα

      Από τον 8ο έως τον 12ο αιώνα δημιουργήθηκαν οι κατάλληλες προϋποθέσεις οι οποίες έδρασαν καταλυτικά θέτοντας τα θεμέλια της εκπαίδευσης του μέλλοντος και διαμορφώνοντας την πνευματική καλλιέργεια και την κουλτούρα του μεσαιωνικού ανθρώπου. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, αρχικά, η εκπαίδευση λειτούργησε υπό την εποπτεία της εκκλησίας σε μια προσπάθεια συγκερασμού Πίστης και Λόγου. Τα Αβαεία της Δύσης διαφύλαξαν, μετέφρασαν και διέδωσαν τη γνώση των κλασικών γραμμάτων  σύμφωνα με τις επιταγές του χριστιανικού δόγματος το οποίο εξαπλωνόταν φτάνοντας στην ακμή του τον 9ο αιώνα κατά τη διάρκεια της Καρολίγγειας Αναγέννησης. Με την παράλληλη ανάπτυξη των πόλεων και της οικονομίας τον 11ο αιώνα, η απομονωμένη και στατική μεσαιωνική κοινωνία άλλαζε. Το κέντρο βάρους μεταφέρθηκε στις πόλεις, οι οποίες αποκτούσαν αστικό χαρακτήρα  επιτρέποντας τη σύσταση νέων σχολών για τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Αυτές οι σχολές των πόλεων, με ανεξάρτητη λειτουργία και απουσία της εκκλησιαστικής καθοδήγησης έμελλε να καλύψουν το κενό του παρελθόντος, ενώ αποτέλεσαν τον πρόδρομο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Εν κατακλείδι, το πανεπιστήμιο της περιόδου του 12ου αιώνα αποτέλεσε τον πνευματικό καταλύτη του μέλλοντος. Καλλιέργησε το πνεύμα, τις τέχνες και τον πολιτισμό. Ανέδειξε τις επιστήμες και προκάλεσε τον νου για περαιτέρω γνώση. Και απόσχισε τον άνθρωπο από τον φόβο της ίδιας του της υπόστασης αποτινάσσοντας το Είναι του από το μεσαιωνικό φαντασιακό που για αιώνες εδραζόταν μέσα του.

     

Βιβλιογραφία

Γκότσης Γ. - Συριάτου Α., Δύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

 

Durkheim Émile, Η εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης, μτφρ. Ηλίας Αθανασιάδης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014.

 

 

 Le Goff  Jacques, Η Ευρώπη γεννήθηκε τον Μεσαίωνα; μτφρ. Ελευθερία Ζέη, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006.

 

Le Goff  Jacques, Οι διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, μτφρ. Μαρία Παραδέλλη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2002.

 

 

Le Goff Jacques, Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, μτφρ. Ρίκα Μπενβενίτσε, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.



[1] Jacques Le Goff, Η Ευρώπη γεννήθηκε τον Μεσαίωνα; μτφρ. Ελευθερία Ζέη, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006, σελ. 21.

[2] Γ. Γκότσης-Α.Συριάτου, Δύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 29.

[3] Jacques Le Goff, Οι διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, μτφρ. Μαρία Παραδέλλη, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2002, σελ. 45.

[4] Émile Durkheim, Η εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης, μτφρ. Ηλίας Αθανασιάδης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σελ. 85.

[5] Γκότσης-Συριάτου, ο.π., σελ. 31.

[6] Στο ίδιο.

[7] Le Goff, Οι διανοούμενοι στο Μεσαίωνα, ο.π., σελ. 46.

[8] Durkheim, ο.π., σελ. 85.

[9] Γκότσης-Συριάτου, ο.π., σελ. 37.

[10] Στο ίδιο.

[11] Στο ίδιο.

[12] Durkheim, ο.π., σελ. 86.

[13] Στο ίδιο.

[14] Στο ίδιο, σελ. 92.

[15] Jacques Le Goff, Ο πολιτισμός της Μεσαιωνικής Δύσης, μτφρ. Ρίκα Μπενβενίτσε, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 180.

[16] Στο ίδιο.

[17] Γκότσης-Συριάτου, ο.π., σελ. 34.

[18] Στο ίδιο, σελ. 48.

[19] Στο ίδιο, σελ. 46.