«Οι μετασχηματισμοί της βυζαντινής πόλης και οι συνέπειές τους στον πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό βίο της αυτοκρατορίας από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο έως τα μέσα του 11ου αι.».

2019-11-28 23:55

Εισαγωγή

      Η περίοδος ανάμεσα στην Ύστερη Αρχαιότητα και τον Πρώιμο Μεσαίωνα δεν επέφερε κάποιες ιδιαίτερες αλλαγές στη φυσιογνωμία των πόλεων. Στο Ρωμαϊκό κράτος οι πόλεις λειτουργούσαν ως ημιαυτόνομες μονάδες, στις οποίες υπάγονταν διοικητικά, φορολογικά και δικαστικά οι αγροτικές περιοχές οι οποίες ανήκαν σε αυτές. Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο όμως, (330-610) η πόλη μεταβλήθηκε από εκείνη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας της Ύστερης Αρχαιότητας, τόσο διοικητικά όσο και πολιτικά. Ένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε το βυζαντινό κράτος ήταν η αδυναμία των αστικών κέντρων να αναβιώσουν μετά από μια εχθρική επιδρομή, η οποία προκαλούσε τη συρρίκνωση και τον κλονισμό τους οδηγώντας τα σε παρακμή. Παρόλη όμως την αστική ανάκαμψη που σημειώθηκε στις πόλεις την Μεσοβυζαντινή περίοδο δεν τους επέτρεψε να ανακάμψουν και να επιστρέψουν στον πρωτοβυζαντινό τρόπο ζωής.

 

  1. Η πρώιμη Βυζαντινή περίοδος.

      Κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα, οι πόλεις ήταν μικρότερες, τειχισμένες και με συγκεκριμένα οικοδομήματα, όπως το θέατρο, σπανίως το ρωμαϊκό κατάλοιπο του αμφιθέατρου, μία βασιλική η οποία είχε χρήση δικαστηρίου ή κάποιου άλλου σκοπού, ένα θρησκευτικό κέντρο με τα παραπλήσια επισκοπικά οικοδομήματα, λουτρά, ενώ οι μεγαλύτερες πόλεις διέθεταν και ιπποδρόμιο, αποτελώντας συνέχεια της πόλης της Ύστερης αρχαιότητας (Mango 2017, σελ. 78). Η αστική ζωή ήταν έντονη και κατά έναν τρόπο ασφαλής, διαχωρισμένη από την αγροτική, ενώ το χαρακτηριστικό στοιχείο των πόλεων ήταν οι ανέσεις που παραχωρούσαν εν σχέσει με το επικίνδυνο, εκτός των τειχών, αγροτικό περιβάλλον. Μέσα από μία οργάνωση ομοσπονδιακού τύπου, οι πόλεις σχημάτιζαν ένα σύνολο αστικών κοινοτήτων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και μερική αυτονομία (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 416). Η οργάνωση μια τέτοιας αστικής κοινότητας διέθετε χαρακτηριστικά ομοσπονδιακής οργάνωσης (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 416). Το “εκλέγειν” και το “εκλέγεσθαι” στο βυζαντινό κράτος περιορίστηκε σε έναν μικρό αριθμό εύπορων πολιτών, οι οποίοι αποτελούσαν και το βουλευτήριο της πόλης με αποτέλεσμα το πολίτευμα να μεταβεί από δημοκρατικό σε τιμοκρατικό.

      Το βουλευτήριο ήταν το πολιτικό όργανο της διοίκησης, όπου τα μέλη του ήταν υπεύθυνα για την σωστή αστική λειτουργία και της οργάνωσης της πόλης, δηλαδή για τη φροντίδα του επισιτισμού, υδραγωγείου, φωτισμού, νυκτοφυλακής, συντήρησης των τειχών κ.α. (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 419-420). Το κράτος υποχρέωνε τους βουλευτές στην ανάθεση αυτών των υποχρεώσεων δίνοντάς  τους, ως κρατικοί λειτουργοί που ήταν, ανώτερα κρατικά αξιώματα. Έτσι σχηματίστηκε αυτή τάξη η οποία είχε και κληρονομικό χαρακτήρα στην επόμενη γενιά, αρκεί κάποιος που προοριζόταν για εκεί να ήταν κάτοχος αρκετής έγγειας περιουσίας (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 420). Αν και οι πολίτες χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες, του απλού πολίτη  και του πλούσιου με την έγγεια περιουσία, παρόλα αυτά οι αστοί διέθεταν πατριωτική αυταπάρνηση και υπερηφάνεια για την πόλη τους (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 418).

 

  1. Επιδρομές και συμφορές. Η απαρχή της παρακμής.

      Όσον αφορά κυρίως το Ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, η πρώτη σοβαρή αναστάτωση προκλήθηκε από τα μέσα του 5ου αιώνα και μετά, με την εμφάνιση των Ούννων και των Οστρογότθων, ενώ στις αρχές του 6ου αιώνα υπήρξε μια αλληλουχία γεωφυσικών φαινομένων, όπως σεισμοί, και φυσικών καταστροφών των αγροτικών καλλιεργειών, όπως ξηρασίες, οι οποίες κατέστησαν τις πόλεις αδύναμες να ανταπεξέλθουν από αυτές τις δοκιμασίες. Η ισορροπία που διέθεταν οι πόλεις στα δίκτυα ανατροφοδότησής τους κλονίστηκε.  Το φαινόμενο της σιτοδείας έκανε την εμφάνισή του πυροδοτώντας θανάτους σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων και εξάπλωση λοιμών εξαιτίας των ανθυγιεινών συνθηκών (Mango 2017, σελ. 85).

       Άλλο ένα φαινόμενο το οποίο συνέβαλλε στην επερχόμενη παρακμή, στο τέλος της Πρωτοβυζαντινής περιόδου, ήταν η βία και οι ταραχές που ξεσπούσαν. Φαινόμενο όχι ιδιαίτερα  νέο, εφόσον προϋπήρχε τους δύο προηγούμενους αιώνες, όμως κλιμακούμενο, ιδίως από τη βασιλεία του Αναστασίου Α΄ (491-518) και μετά (Mango 2017, σελ. 85). Ταραχές σαν τον μεγάλο διωγμό της Αντιόχειας το 507 ή τη Στάση του Νίκα το 532 με απολογισμό 30.000 νεκρούς, κλιδώνησαν την αυτοκρατορία, ενώ δεν έλειψαν καταστροφικά γεγονότα όπως η επιδημία της βουβωνικής πανώλης  στην Κωνσταντινούπολη και έξι επιδημίες πανώλης από τα μέσα του 6ου αιώνα και μετά ή η καταστροφή της Αντιόχειας από σεισμό το 542∙ γεγονότα τα οποία κατέρρευσαν την αστική ζωή (Mango 2017, σελ. 86).

      Οι συνέπειες όλων αυτών των γεγονότων για τις πόλεις υπήρξαν καταστροφικές. Η πανώλη δημιούργησε δημογραφικό πρόβλημα, αφού η νόσος έπληττε κυρίως πληθυσμό νεαρής ηλικίας. Στο κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο κυριάρχησε παντού η έλλειψη τροφίμων αφού οι τιμές τους τριπλασιάστηκαν ή ακόμη και τετραπλασιάστηκαν εξαιτίας της ερήμωσης της γης και των ακαλλιέργητων αγρών. Επίσης, καθώς οι επιδρομές γίνονταν ολοένα και συχνότερες, κατέστρεφαν την οικονομία και τις κοινωνικές δομές, πολλαπλασιάζοντας τις ανάγκες για επανορθώσεις των ζημιών. Μέσα σε αυτό το κλίμα της ανασφάλειας και της παρακμής, η κρατική διαφθορά και η απληστία έρχονταν να συμπληρώσουν την αστική αποδόμηση, καθώς η εθελοντική διάθεση και το πατριωτικό πνεύμα υποχωρούσαν δραματικά (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 48).

      Είναι γεγονός ότι αρκετές πόλεις της αυτοκρατορίας δεν επανήλθαν ποτέ στην προτέρα κατάσταση. Πόλεις σαν το Σίρμιο στη σημερινή Σερβία, τους Στοβούς και τα Βάργαλα στη σημερινή Βορ. Μακεδονία, τη Σερδική, τη Νικόπολη και τη Φιλιππούπολη στη σημερινή Βουλγαρία, είτε μειώθηκε ο πληθυσμός τους στο μισό ή δεν επανήλθαν ποτέ και παρήκμασαν οριστικά μετά τη λεηλασία που υπέστησαν ή δεν ανοικοδομήθηκαν και εξαφανίστηκαν (Mango 2017, σελ. 88). Παρόμοια εικόνα και στον Ελλαδικό χώρο με την Αθήνα να καταστρέφεται γύρω στο 580 και να περιορίζεται ο πληθυσμός πέριξ της Ακροπόλεως, την Κόρινθο να εγκαταλείπεται από τους κατοίκους της οι οποίοι μετοίκησαν στην Αίγινα, ενώ υπήρξαν και πόλεις της Πελοποννήσου οι οποίες εξαφανίστηκαν από τον χάρτη. Η Θεσσαλονίκη ενώ πολιορκήθηκε πέντε φορές από τους Αβάρους και τους Σλάβους και επανειλημμένως προσβλήθηκε από λοιμό τον 7ο αιώνα, παρόλα αυτά παρέμεινε στη Βυζαντινή επιρροή (Mango 2017, σελ. 89).

 

  1. Μεσοβυζαντινή περίοδος (610 – 1071)

      Η αυτοκρατορία, από τον 8ο έως και τον 10ο αιώνα, δέχθηκε τις σοβαρότερες επιθέσεις,  κυρίως από τους άραβες αλλά και από άλλα φύλα, και παρά την οικονομική και κοινωνική διασάλευση που προκλήθηκε άντεξε. Οι βαρβαρικές επιδρομές στο πέρασμά τους, άφησαν ερημωμένες πόλεις, ενώ εκείνες οι οποίες διατηρήθηκαν άλλαξαν τη φυσιογνωμία τους. Αν η Πρώιμη βυζαντινή περίοδος αποτελούνταν από ένα σύνολο πόλεων, η αυτοκρατορία της Μέσης περιόδου χαρακτηρίζεται ως ένα σύνολο πόλεων-κάστρων με μόνη την Κωνσταντινούπολη να χαρακτηρίζεται ως πόλη (Mango 2017, σελ. 92). Οι εχθρικές επιδρομές που δέχονταν οι πόλεις, τις κατέστησαν αμυντικά κέντρα όπου δίνονταν ιδιαίτερη έμφαση στη στρατιωτική οργάνωση και στην ικανότητα απόκρουσης του εχθρού, με στόχο την προάσπιση των πολιτών. Για αυτό τον σκοπό, από τον 7ο αιώνα και μετά, οι πόλεις οχυρώνονταν και αποκαλούνταν κάστρα (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 427). Έτσι λοιπόν, ο πληθυσμός συνωστιζόταν στην καστρούπολη, αφού δεν υπήρχε η άνεση του χώρου μιας περιτειχισμένης πόλης. Το κάστρο γινόταν η έδρα τόσο της διοικητικής εξουσίας όσο και της εκκλησίας, σε συνθήκες η οποίες δεν επέτρεπαν μια άνετη αστική ζωή∙ όμως το τίμημα αυτής της κατάστασης, από την άλλη, ήταν η ασφάλεια και το καταφύγιο που πρόσφερε το κάστρο, έστω και προσωρινά σε εχθρικές επιδρομές (Mango 2017, σελ. 92). Οι πόλεις συνήθως που είχαν τη δυνατότητα οχύρωσης και μετασχηματισμού σε καστρουπόλεις, ήταν χτισμένες σε λόφους ή ορεινές περιοχές και όχι σε πεδινή περιοχή, εκτός και εάν βρίσκονταν σε απόσταση ασφαλείας από τον εχθρό όπως η Νίκαια (Mango 2017, σελ. 92). Η μόνη πόλη όπου η ζωή κυλούσε κανονικά ήταν η Κωνσταντινούπολη (Mango, 2017, σελ. 93).

      Αυτή η σμίκρυνση και μετάβαση των πόλεων για την προστασία τους περιόριζε τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις, οι οποίες ήταν απαραίτητες για τον πληθυσμό, στις πλέον πλησιέστερες των πόλεων, προς εύκολη διαφυγή των αγροτών εντός του κάστρου σε περίπτωση επιδρομής (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 427). Αυτές οι νέες συνθήκες υποβάθμιζαν το αστικό χαρακτήρα της πόλης, ενώ η μείωση του πληθυσμού δημιουργούσε οικονομική δυσπραγία εξαιτίας της μείωσης του πλούτου. Επίσης, η συνάθροιση στρατιωτικών και πολιτικών στα κάστρα αποδυνάμωνε την αστική αυτοδιοίκηση, η οποία ήταν πολύ πιο έντονη στην Πρωτοβυζαντινή περίοδο μετασχηματίζοντας την κοινωνική δομή (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 427).

      Οι βουλευτές, ως όρος, καταργούνται και μαζί τους καταργούνται σιωπηρά και τα βουλευτήρια, αφού τη διοίκηση της πόλης ασκούν άτυπα οι άρχοντες, οι Πρωτεύοντες, Κτήτορες και Οικήτορες, οι οποίοι προέρχονταν από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 427). Στην αστική ζωή της Μεσοβυζαντινής πόλης παραμένει ιδιαίτερα σημαντική η συμμετοχή του Επισκόπου, αφού διατηρούσε  τις ίδιες αρμοδιότητες, χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές, από την εποχή της Πρώιμης βυζαντινής περιόδου (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 430). Ο Επίσκοπος καθίστατο ο ηθικός ηγέτης, για αυτό το λόγο αποτελούσε το πρώτο θύμα εξόντωσης σε περίπτωση κατάληψης της πόλης.

 

  1. Ο  θεσμός των Θεμάτων και ο νέος χαρακτήρας της αυτοκρατορίας.

      Ορισμένοι ερευνητές θεωρούν ότι στον μακροχρόνιο αγώνα της εναντίον των αράβων, η αυτοκρατορία σώθηκε εξαιτίας μιας ριζικής στρατιωτικής μεταρρύθμισης η οποία ξεκίνησε τον 7ο αιώνα από τον αυτοκράτορα Ηράκλειο (Mango 2017, σελ. 60-61). Οι διοικήσεις των παλαιότερων επαρχιών αντικαταστάθηκαν από μεγάλες στρατιωτικές μονάδες, τα Θέματα. Τα Θέματα ήταν στρατιωτικά σώματα εγκατεστημένα σε συγκεκριμένες περιοχές με τοπική στρατολόγηση, όπου το κάθε ένα είχε έναν στρατηγό ως επικεφαλής (Mango 2017, σελ. 60). Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυπτε ένας τοπικός στρατός με πλήρη οργάνωση και ιεραρχία. Αυτή η στρατιωτική μεταρρύθμιση ξεκίνησε από την περιοχή της Μικράς Ασίας και κατόπιν επεκτάθηκε στις Ευρωπαϊκές επαρχίες (Mango 2017, σελ. 60). Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Πρώιμης Βυζαντινής περιόδου, που ήταν η κατοχή των μεγάλων εκτάσεων γης έπαψε να ισχύει. Η θεματική μεταρρύθμιση προκάλεσε την κατάτμηση της μεγάλης γαιοκτησίας αφού το κράτος εξαρχής έκανε παραχωρήσεις γαιών στους στρατιώτες των θεμάτων,  παίρνοντας ως αντάλλαγμα την φύλαξή τους, την στρατιωτική παρακαταθήκη στους απογόνους των στρατιωτών και με τη φιλοσοφία της στρατιωτικοποιημένης και παραμεθόριας περιοχής, η οποία είναι έτοιμη ανά πάσα στιγμή να αποκρούσει τον εχθρό.

      Αυτή η κατάσταση ερχόταν σε άμεση αντίθεση με τη λεπτή και καλλιεργημένη αστική ζωή των πόλεων και το υψηλό βιοτικό επίπεδο της Πρώιμης περιόδου (Mango 2017, σελ. 61). Η ρήξη που επήλθε στις δομές δεν αποκαταστάθηκε ποτέ σε επίπεδο Πρωτοβυζαντινής περιόδου. Η μεσοβυζαντινή οικονομία δεν μπόρεσε να αναλάβει τον ρόλο που είχε στην Πρώιμη εποχή παρ’ όλες τις προσπάθειες της κεντρικής διοίκησης. Ο κύριος λόγος ήταν ότι οι συχνές επιδρομές και οι εγκαταστάσεις ξένων φύλων στην αυτοκρατορία, επιβράδυναν τις εμπορικές δραστηριότητες οι οποίες έδινα ώθηση στην οικονομία και ανέπτυσσαν την αστικότητα (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 428). Έτσι, σε αυτό το περιορισμένο εμπορικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η οικονομία κάθε πόλης περιορίστηκε και αυτή με τη σειρά της σε μια οικονομία τοπικού χαρακτήρα όπου η κάθε πόλη εμπορευόταν τα αγαθά της με μία άλλη σε μια εσωτερική αγορά, μέσα σε μια ευρύτερη αγροτική καλλιεργήσιμη περιοχή (Καραγιαννόπουλος 2001, σελ. 428)

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

       Τον Μάιο του 324μ.Χ. όταν ο Μ. Κωνσταντίνος μεταφέροντας την έδρα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη, ιδρύοντας την Κωνσταντινούπολη, εγκαινίασε την περίοδο του μετασχηματισμού του Ρωμαϊκού κράτους, τόσο στις δομές όσο και στην οργάνωσή του, την κοινωνία, την οικονομία και την αστική ζωή. Όσον αφορά το κεφάλαιο των πόλεων και της αστικότητας η Βυζαντινή πόλη μετασχηματίστηκε από Ρωμαϊκή σε Χριστιανική, κατά την Πρωτοβυζαντινή περίοδο, ενώ στο τέλος της παρήκμασε. Η αυτοκρατορία έφτασε στο απόγειό της τον 6ο αιώνα, επί βασιλείας Ιουστινιανού Α΄ και μαζί με την ανάκτηση της Ιταλικής χερσονήσου και τις επαρχίες της Βορ. Αφρικής απαριθμούσε πάνω από 1500 πόλεις (Mango 2017, σελ. 77). Αργότερα, στην περίοδο της Μεσοβυζαντινής εποχής οι πόλεις απέκτησαν ένα νέο χαρακτήρα, εκείνον της οχυρωμένης πόλης-κάστρου. Μετά τον 9ο-10ο αιώνα οι πόλεις αναβίωσαν ως προς τον αστικό τους χαρακτήρα, χωρίς ποτέ όμως να επιστρέψουν στο υψηλό βιοτικό επίπεδο της Πρώιμης εποχής. Από τα τέλη εκείνης της περιόδου και μετά, με το βλέμμα στραμμένο πάντοτε στον ξένο  επιβουλέα και τις εχθρικές επιδρομές, η Βυζαντινή αυτοκρατορία προέβη σε μετασχηματισμούς όπως και σε στρατιωτικές  μεταρρυθμίσεις, σαν εκείνη του θεσμού των θεμάτων. Μετασχηματισμοί και μεταρρυθμίσεις οι οποίες προκάλεσαν συνέπειες στην οικονομία, στο στράτευμα, στην κοινωνία και τέλος στο ίδιο το κράτος και στις δομές του, αλλάζοντας έτσι το μέλλον της αυτοκρατορίας.

 

Βιβλιογραφία

 

 

Καραγιαννόπουλος Ιωάννης,  Το Βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.

 

Mango Cyril,  Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2017.