"Οι εκπαιδευτικές πρακτικές του Ύστερου Μεσαίωνα και οι επιπτώσεις στη σύγχρονη εκπαίδευση".
"Οι εκπαιδευτικές πρακτικές του Ύστερου Μεσαίωνα και οι επιπτώσεις στη σύγχρονη εκπαίδευση".
Εισαγωγή
Η περίοδος της Ύστερης Μεσαιωνικής εποχής σημαδεύτηκε από μία σειρά γενικευμένης παρακμής και καταστροφών. Παρόλα αυτά, η επίδραση της Αναγέννησης, του Ουμανισμού και της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης λειτούργησαν ως καταλύτες για την ανάκαμψη και εξέλιξη της κοινωνίας, την πνευματική καλλιέργεια και τον εξευγενισμό του ανθρώπου. Εκείνο που δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και θα μας απασχολήσει σε αυτή τη μελέτη είναι το ζήτημα της εκπαίδευσης, το οποίο προετοίμασε τον άνθρωπο για αυτή την εξέλιξη. Στην εποχή της ατομικότητας και της ανθρώπινης αυτοσυνείδησης ο άνθρωπος του 15ου–16ου αιώνα απαγκιστρώνεται από το μεσαιωνικό φεουδαλικό κράτος και τοποθετείται στο κέντρο. Αποκτά νέα φυσιογνωμία, γίνεται ολοκληρωμένος και μετασχηματίζεται σε έναν οικουμενικό άνθρωπο. Παρακάτω, θα επικεντρωθούμε στις εκπαιδευτικές πρακτικές εκείνης της περιόδου και θα εξετάσουμε εάν επηρέασαν την εκπαίδευση του μέλλοντος και σε τι εύρος συνέβη αυτό.
Η εκπαίδευση στην καμπή του Ύστερου Μεσαίωνα και η εξέλιξή της.
Η ανακάλυψη των αξιών του κλασικού συλλογισμού μέσω της εκπαίδευσης δημιούργησε έναν νέο τύπο σπουδών, τις ανθρωπιστικές. Το γεγονός αυτό σύντομα έδωσε το έναυσμα για ένα αγώνα διαρκείας ενάντια στον μεσαιωνικό σχολαστικισμό, κυρίως στους κόλπους της λογιοσύνης. Μία από τις λόγιες μορφές με μεγάλη ακτινοβολία ήταν ο Έρασμος (1466-1536). Σύμφωνα με τον Reble, «Ο σημαντικότατος των ανθρωπιστών στον γερμανικό χώρο».[1] Ο Έρασμος προκάλεσε μεγάλες αλλαγές στη διάρθρωση του εκπαιδευτικού συστήματος της εποχής του οδηγώντας τον Ουμανισμό στην ακμή του. Μέσα από την αρχαιοελληνική και λατινική γραμματεία στράφηκε στην εναρμόνιση των χριστιανικών πηγών με το κλασικό πνεύμα εκπροσωπώντας μέσα από αυτόν τον συγκερασμό έναν χριστιανικό ουμανισμό. Αυτή η σύμπλευση έμελλε να επηρεάσει την εκπαίδευση στην Ευρώπη της μεταγενέστερης εποχής.
Τα βασικά στοιχεία με τα οποία ο Έρασμος πίστευε ότι θα έπρεπε να θωρακιστεί ένα νέο εκπαιδευτικό σύστημα ήταν η πολυπληθής γνώση, η αυτοσυνειδησία και η ελευθερία στην επιλογή της διδαχής. Ο Έρασμος επικεντρώθηκε στην αυτοβελτίωση μέσω της εκπαίδευσης∙ κυρίως όμως, στην Πειθαρχία, όσον αφορά τη μελέτη, και στη Μίμηση του πνεύματος των αρχαίων. Μόνο με την ορθή ανάγνωση και την πειθαρχία που απαιτούσε η μελέτη των κλασικών έργων θα μπορούσε να αναδυθεί στον μελετητή η μίμηση του πνεύματος και της ηθικής των αρχαίων και, επίσης, να επιτευχθεί για τους σπουδαστές η ορθή κατανόηση, η ευγλωττία και η καλοσχηματισμένη έκφραση του λόγου.[2] Το σύστημα αυτό τέθηκε σε εφαρμογή σε όλα τα πανεπιστήμια μέχρι το 1520.[3]
Ενώ ο ίδιος απέρριπτε κάθε αποσιώπηση στη μελέτη υιοθετώντας, σε σύγκριση με τους προκατόχους του, μία περισσότερο φιλελεύθερη άποψη, οι διάδοχοί του προέβησαν σε περικοπές και έλεγχο της διδακτέας ύλης προς αποφυγή οποιασδήποτε παρεκτροπής, η οποία θα ήτο δυνατόν να συμβεί.[4] Οι βάσεις, όμως για μία νέα εκπαιδευτική προσέγγιση βασισμένη στη διάπλαση του πνεύματος των σπουδαστών, σύμφωνα με τις ηθικές αξίες και αρετές του αρχαίου πνεύματος, είχαν ήδη τεθεί. Αυτό το γεγονός έμελε να διαπλάσει τους χαρακτήρες διδασκόντων και διδασκομένων και κατ’ αυτόν τον τρόπο να διαμορφώσει τα εκπαιδευτικά προγράμματα και τις διδασκαλικές πρακτικές στην Ευρώπη της νεωτερικής εποχής. Η εκπαιδευτική διαδικασία στηρίχθηκε στην πειθαρχία της πρώτης ανάγνωσης, στην λεπτομερή δεύτερη ανάγνωση και στην τήρηση σημειωματαρίου με σκοπό την ταξινόμηση, την ανάλυση και τέλος την απομνημόνευση του πλούτου των κλασικών.[5] Το πνεύμα του Έρασμου άφησε σπουδαία παρακαταθήκη στην εξέλιξη της εκπαίδευσης, αφού αυτή η εκπαιδευτική διαδικασία συμπεριλαμβάνεται μέχρι και σήμερα στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα. Το συγγραφικό έργο των αρχαίων διδάσκεται μέχρι και σήμερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τόσο την Ευρωπαϊκή όσο και την Ελληνική, ενώ αποτελεί απαράμιλλο στοιχείο των ακαδημαϊκών σπουδών, απότοκο της μεγάλης μεταβολής του 16ου αιώνα.
Αυτή η μεγάλη μεταβολή στο τέλος του Ύστερου Μεσαίωνα ολοκληρώθηκε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γύρω στο 1500.[6] Όπως αναφέρει η Αθηνά Συριάτου, η Μεταρρύθμιση όπως και ο Ουμανισμός ήταν συγγενή πνευματικά κινήματα, τα οποία ευνόησαν την αναβίωση των γραμμάτων‧ πλην όμως, η Μεταρρύθμιση ήταν ένα λαϊκό κίνημα σε αντίθεση με τον Ουμανισμό όπου οι μεταρρυθμιστές υποστήριξαν την εκπαίδευση του λαού στο σύνολό του.[7] Ο άνθρωπος που συνέδεσε, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, την καθοριστική αλλαγή που υπαγόρευσε η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση ήταν ο Μαρτίνος Λούθηρος (1483-1546). Θεωρητικός της πίστης και της χριστιανικής αγνότητας, ο Λούθηρος συγκρούστηκε με το εκκλησιαστικό κατεστημένο και τη Δυτική εκκλησία. Ως αποτέλεσμα αυτού υπήρξε η θρησκευτική κρίση, ένα νέο δόγμα, ο προτεσταντισμός, και τέλος το σχίσμα της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας.
Οι προτεστάντες πίστευαν στη λαϊκή εκπαίδευση και ο Λούθηρος υποστήριξε ένα σχολικό πρόγραμμα όπου όλοι θα μπορούσαν να προστρέξουν όμως πάντα μέσα από τη μελέτη του Λόγου του Θεού. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Λούθηρου υποστήριξε τις δημώδεις γλώσσες για την ολοκληρωμένη και σωστή μελέτη της Βίβλου, έτσι ώστε να είναι κατανοητή από τον κάθε άνθρωπο στη γλώσσα του. Αν και η λουθηρανική εκπαίδευση δεν ασπάστηκε τον μεσαιωνικό σχολαστικισμό, το τελικό αποτέλεσμα αυτού του είδους της εκπαίδευσης ήταν η προσφορά της μελέτης των ιερών κειμένων για την ανάδειξη του νέου δόγματος.
Η απάντηση της καθολικής εκκλησίας στο αποσχισθέν από το σώμα της προτεσταντικό δόγμα δόθηκε μέσα από το Τάγμα των Ιησουιτών μοναχών. Οι Ιησουίτες προσπάθησαν να συγκρατήσουν την επέκταση που λάμβανε το μεταρρυθμιστικό ρεύμα και μία από τις αιχμές του δόρατός τους ήταν η διάπλαση των σπουδαστών μέσα από τα κολέγιά τους. Η διαφορά με το Ερασμιακό πρότυπο ήταν ότι το τάγμα των Ιησουιτών δεν πρόκρινε τις ηθικές αρχές και τα μηνύματα που απέρρεαν από την κλασική γραμματεία. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Έρασμου εστίασε στα έργα της κλασικής γραμματείας και στη διδασκαλία τους θεωρώντας τα μονόδρομο για τη συνάντηση του ανθρώπου με την ηθική και τις αρετές, οι οποίες απέρρεαν από τους αρχαίους. Το εκπαιδευτικό έργο των Ιησουιτών ποτέ δεν στάθηκε στην αφομοίωση των ηθικών αξιών των σπουδαστών και την πνευματική καλλιέργεια, στοιχεία τα οποία απέρρεαν από την κλασική γραμματεία. Οι Ιησουίτες έστρεψαν τους σπουδαστές στη μελέτη των κλασικών έργων μόνο ως μέσο ανάπτυξης της εκφραστικής ικανότητας του λόγου, με στόχο δηλαδή τη ρητορική δεινότητα, ενδεχομένως επιδιώκοντας επίσης τον προσηλυτισμό των μαζών και την αποκοπή τους από το μεταρρυθμιστικό κίνημα.
Σύμφωνα με τον Durkheim tτο εκπαιδευτικό σύστημα των Ιησουιτών ήταν πολύ εντατικό και πιεστικό, με πληθώρα εργασιών και ασκήσεων σε μικρό χρονικό διάστημα, ενταγμένο στη μεσαιωνική εκπαίδευση, με οργάνωση, επιλογή των αναγνωσμάτων και διατήρηση της ιεραρχίας.[8] Η διδασκαλία βασίστηκε στην αδιάλειπτη επαφή μαθητή και καθηγητή, γεγονός το οποίο οι Ιησουίτες θεωρούσαν πολύ σημαντικό. Εκείνο το χαρακτηριστικό, το οποίο προήγαγαν οι Ιησουίτες με ακραίο πνεύμα, ήταν η καλλιέργεια του ανταγωνιστικού πνεύματος και της άμιλλας μεταξύ των μαθητών. Όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Power «Σε τελική ανάλυση, τόσο τα σχολεία των Ιησουιτών όσο και εκείνα των προτεσταντών μπόρεσαν με αξιοσημείωτη επιτυχία να προσαρμόσουν την ουμανιστική εκπαίδευση στην υπηρεσία της θρησκείας».[9]
Εν κατακλείδι, η πειθαρχία των ερασμιακών αρχών και η εκπαίδευση της κοινωνίας μέσα από τη αρχαιότητα, το εκπαιδευτικό “άνοιγμα” του Μεταρρυθμιστικού πνεύματος στον απλό λαό μέσω της Βίβλου, η πίεση προς τους σπουδαστές και η καλλιέργεια του ανταγωνιστικού πνεύματος των κολλεγίων των Ιησουιτών, αφομοιώθηκαν και εφαρμόστηκαν από τις εθνικές κυβερνήσεις της Νεωτερικής Ευρώπης έως σήμερα. Η εκπαιδευτική προσφορά, όμως, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε πως επηρέασε περισσότερο την εξέλιξη της εκπαίδευσης ήταν εκείνη των Ιησουιτών μοναχών, αφού η διατήρηση της τάξης και της ιεραρχίας του Ιησουιτικού προτύπου, του ανταγωνιστικού πνεύματος και της τακτικής της επιβράβευσης, υπήρξαν άσβεστες σταθερές στην παιδαγωγική εξέλιξη. Ο Durkheim αναφέρει ότι «Το σύστημα άμιλλας που δημιούργησαν οι Ιησουίτες, με τις συνεχείς εξετάσεις, τις απαγγελίες μπροστά σε κοινό, τις απονομές βραβείων, εισήχθη σχεδόν ακέραιο στο πανεπιστήμιο».[10] Αυτή η δομή του εκπαιδευτικού προγράμματος των Ιησουιτών διατηρήθηκε στο πέρας των χρόνων και μεταφέρθηκε ατόφια στα εκπαιδευτικά συστήματα της σύγχρονης Ευρώπης, ενώ οι σταθερές αυτές αποτελούν μέχρι και σήμερα τον δομικό σκελετό της σύγχρονης εκπαίδευσης.
Συμπεράσματα
Για πρώτη φορά στα τέλη του Ύστερου Μεσαίωνα, στη μεσαιωνική Δύση τέθηκε το θέμα ενός μορφωτικού ιδεώδους με στόχο τη συνέχεια της πνευματικής έγερσης που είχαν σηματοδοτήσει η Αναγέννηση, ο Ουμανισμός και η Μεταρρύθμιση, σε μια νέα παιδαγωγική βάση. Οι τρεις εκπαιδευτικές πρακτικές που πρωτοτύπησαν στην παιδαγωγική της Πρώιμης Νεωτερικής Ευρώπης, ήταν εκείνη του Έρασμου, η οποία προώθησε ένα εκπαιδευτικό μοντέλο βασισμένο στην αρχαιοελληνική και λατινική γραμματεία, η Λουθηρανή εκκίνηση της προτεσταντικής εκπαίδευσης για την επιστροφή του ανθρώπου στα αγνά χριστιανικά ιδεώδη μέσω της Βίβλου και τέλος, οι εκπαιδευτικές αρχές του Τάγματος των Ιησουιτών μοναχών, τις οποίες απάρτιζαν η σταθερότητα στη μεσαιωνική εκπαίδευση, η καλή οργάνωση, η επιλεκτική ανάγνωση των κλασικών συγγραφέων και η διατήρηση της ιεραρχίας. Η Ευρωπαϊκή εκπαίδευση, η οποία διάνυσε μία ιδιαίτερη εξελικτική πορεία από τον Ύστερο Μεσαίωνα έως σήμερα, άντλησε στοιχεία και από τις τρεις εκπαιδευτικές πρακτικές βασισμένη, όμως, σε έναν κοινό γνώμονα: πρώτον την κλασική αρχαιοελληνική και λατινική γραμματεία και δεύτερον το γεγονός ότι κινήθηκε αυστηρά εντός ενός χριστιανικού κόσμου. Σύμφωνα με αυτά τα χαρακτηριστικά των τριών εκπαιδευτικών πρακτικών του 16ου αιώνα έμελλε να καθοριστεί η εκπαίδευση του μέλλοντος, η οποία, θα μπορούσαμε να πούμε, πως υιοθέτησε περισσότερο από τις άλλες δύο τις εκπαιδευτικές αρχές των κληρονόμων του Αγίου Ιγνατίου Λογιόλα.
[1] Άλμπερτ Ρέμπλε, Ιστορία της Παιδαγωγικής, μτφρ. Θεοφάνης Χατζηστεφανίδης – Σοφία Χατζηστεφανίδου-Πολυζώη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2002, σελ. 114.
[2] Στο ίδιο, σελ. 116.
[3] Στο ίδιο, σελ. 117.
[4] Edward J. Power, Η κληρονομιά της μάθησης, Ιστορία της Δυτικής εκπαίδευσης, στο Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου Δύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 268.
[5] Στο ίδιο, σελ. 267.
[6] Α. Ρέμπλε, ο.π., σελ. 97.
[7] Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου, Δύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 86.
[8] Émile Durkheim, Η εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης, μτφρ. Ηλίας Αθανασιάδης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σελ. 366.
[9] E. Power, ο.π., σελ. 282