Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΤΗΣ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ.

2017-12-06 15:23

Διαμορφώνοντας τη μεσαιωνική νοοτροπία η οποία πίστεψε ότι με την εν Χριστώ ζωή και την μεσολάβηση των ανθρώπων της προσευχής προς το θείο θα εξασφάλιζε την αρμονία στη ζωή, τη σωτηρία της ψυχής και την αιώνια ζωή, η εκκλησία πλούτισε από τις δωρεές και τη μεγάλη μεταβίβαση γης προς τις μονές σε μία προσπάθεια της κοσμικής εξουσίας να εξευμενίσει τη θεϊκή οργή[1]. Εξαιτίας αυτής της αποθησαύρισης και συσσώρευσης πλούτου, παράλληλα με την απαλλαγή από κάθε οικονομική υποχρέωση προς την κοσμική εξουσία, η εκκλησία κατέστη μία ανεξάρτητη ηγεμονική δύναμη με οικονομική ισχύ η οποία στη συνέχεια έπαιξε σημαντικό ρόλο στην Ευρωπαϊκή οικονομία[2].

      Στη φάση της οικονομικής ανάπτυξης και της ανοικοδόμησης της δυτικής χριστιανοσύνης, την περίοδο της Αναγέννησης, μία κατάσταση με αυξημένες χρηματοδοτικές απαιτήσεις, η εκκλησία εκθησαυρίζοντας τον πλούτο της έθεσε στην κυκλοφορία μεγάλα οικονομικά κεφάλαια, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο καθοριστικά στην οικονομική απογείωση[3]. Με την οικονομική πρόοδο και την ανάπτυξη στον εμπορικό τομέα, η χρήση του χρήματος προσέλαβε αστικό χαρακτήρα[4] και οι συνεχείς αυξημένες απαιτήσεις στη χρηματοδότηση κατέστησαν αναγκαίο το μέτρο του δανεισμού. Οι Εβραίοι οι οποίοι ήταν αποκλεισμένοι από τις χειρωνακτικές εργασίες και την γεωργία έπαιξαν το ρόλο του πιστωτή δανείζοντας εντόκως χρήματα, αν και νωρίτερα από τον 12ο αιώνα είχαν αντικατασταθεί από χριστιανούς[5].

      Η εκκλησία η οποία απαγόρευε την έντοκη χρηματοδότηση μεταξύ χριστιανών, χαρακτήριζε την τοκογλυφία ως θανάσιμο αμάρτημα και την καταδίκαζε. Αργότερα προς τα τέλη του Ύστερου μεσαίωνα (14ος-15ος αι.), η έντοκη δανειοδότηση σταδιακά νομιμοποιήθηκε μέσα από μία ακόμη εκκλησιαστική δογματική παρέμβαση, την επινόηση του Καθαρτηρίου. Σύμφωνα με αυτό οι ψυχές θα βρίσκονται σε μία μεταβατική περίοδο πριν την τελική κρίση, κατά την οποία θα τους δωθεί η ευκαιρία με τη βοήθεια της προσευχής των πιστών και τη μεσολάβηση της εκκλησίας να μεταβούν από τον προθάλαμο του παραδείσου στην αιώνια ζωή.

      Παρατηρώντας τη σημασία εκείνη την οποία έδιναν οι άνθρωποι του μεσαίωνα στη θρησκεία και λαμβάνοντας υπόψη τις εκκλησιαστικές παρεμβάσεις στην κοινωνία και την οικονομία, αφενός μεν φαίνεται ότι ο παρεμβατικός χαρακτήρας δεν σταμάτησε μόνο εκεί αφετέρου δε ότι η εκκλησία διαμόρφωσε τις νοοτροπίες των ανθρώπων του μεσαίωνα κατά το δοκούν. Ποτέ και κανένας δεν επιτρεπόταν να κινηθεί έξω από το συγκεκριμένο εκκλησιαστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ο κηδεμονικός ρόλος άλλαζε αναλόγως σύμφωνα με τις κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές ακόμη και στρατιωτικές συγκυρίες, υποχρεώνοντας τους ανθρώπους στην κατά γράμμα τήρηση των εκκλησιαστικών επιταγών, για να μην επέλθει η περιθωριοποίηση, η τιμωρία, η καταδίκη, ή τέλος ακόμη η καύση στην πυρά. Ο λαός των πιστών της φεουδαλικής Ευρώπης θα έπρεπε να είναι άρρητα συνδεδεμένος με τη χριστιανική εσχατολογία την οποία είχε χαράξει η θεολογία για τον άνθρωπο και το σύμπαν, πέρα από κάθε άλλη κοσμοαντίληψη[6]. Η οριοθέτηση της σκέψης και η πνευματική αποδυνάμωση της κοινωνίας του μεσαίωνα στηρίχθηκε από τις αρχές του 9ου αιώνα στην ενεργή συμμετοχή μοναχών και κληρικών σε συμβολικές πρακτικές, τελετουργίες, υπερφυσικές δοξασίες και στη δημιουργία του κοινωνικού φαντασιακού[7]. Ως αποτέλεσμα  αυτού υπήρξε η δημιουργία μιας κοινωνίας καθοδηγούμενης σε σταθερά πλαίσια όπου οτιδήποτε έξω από αυτό θα ήταν ρυπαρό. Σύμφωνα με την εκκλησία ο Θεός ανέθεσε ένα συγκεκριμένο καθήκον ως σκοπό της ζωής του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά, με την εκκλησία στο ρόλο του καθοδηγητή της πιστής εκτέλεσης αυτού του καθήκοντος. Κάθε τι έξω από αυτόν τον κανόνα σήμαινε αυτομάτως τη διασάλευση  της τάξης και τη διάπραξη ιεροσυλίας[8].

     Η καταδίκη των αριστοτελικών θέσεων το 1277, αν και η διεργασία της εκκλησιαστικής εμπλοκής στα γράμματα είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, υπήρξε η κορυφή της παρέμβασης στην κοινωνία των ανθρώπων της διανόησης, των επιστημών και των γραμμάτων. Επίσης, η εμφάνιση της «Ειρήνης του Θεού» λίγο πριν το έτος 1000 εμφανίστηκε αρχικά ως κίνημα στη νότια Γαλατία με βασικές αρχές την μεταβίβαση της μοναρχικής εξουσίας από τους ευγενείς στους επισκόπους σε περίπτωση έκπτωσης της μοναρχίας, με σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της δικαιοσύνης υπέρ της προστασίας του λαού. Με την ποινικοποίηση της στρατιωτικής βίας κατά κληρικών, αμάχων και ιερών τόπων, η εκκλησία ένωσε τους φτωχούς με τον κλήρο σε μια κοινή αντιμετώπιση έναντι της αυθαιρεσίας και καταδίκαζε τις διαμάχες μεταξύ των χριστιανών[9]. Στη συνέχεια αυτή η εκκλησιαστική σύλληψη, χριστιανός ο οποίος έχυνε το αίμα χριστιανού έχυνε το αίμα του Ιησού, οδήγησε στην εξαγωγή του πολέμου πέρα από τα σύνορα της δυτικής χριστιανοσύνης και έθεσε τα θεμέλια της δημιουργίας του σταυροφορικού πνεύματος[10].

[11]

      Η διαστρωμάτωση της μεσαιωνικής κοινωνίας ταυτίστηκε υπό το πρίσμα της σύγκλισης της κατακερματισμένης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με τις δομές των βαρβαρικών φύλων και τις μετακινήσεις του πληθυσμού. Η απόκτηση μεγάλης γαιοκτησίας από τους ευγενείς, η συσσώρευση πλούτου και η αγροτική εντατικοποίηση της εργασίας διαμόρφωσε τις κατάλληλες συνθήκες για την εκδήλωση του φεουδαλισμού ως ένα κοινωνικό-οικονομικό φαινόμενο. Η υπαγωγή του ανθρώπου σε άνθρωπο απέρρεε από τον προσωπικό δεσμό χωρικού/ευγενή - ευγενή/άρχοντα – άρχοντα/βασιλιά, μία σχέση η οποία κυριάρχησε στη χριστιανική κοινωνία ιδιαίτερα από τις αρχές του 11ου αιώνα. Η εκκλησία κατά την περίοδο αυτής της μετάβασης στην κλασική φεουδαρχία, για να πετύχει και να επιβάλλει την εξουσία της θα έπρεπε να έχει μία μορφή, μέσα από ένα δίκτυο μοναχών και κληρικών, δομημένη στις αρχές του φεουδαλισμού. Με απώτερο στόχο να θέσει τους δικούς της κανόνες στο κοινωνικό γίγνεσθαι επέτρεψε την αναπαραγωγή της κοινωνίας ελέγχοντάς την μέσα σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο λειτουργίας, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση της νοοτροπίας του μεσαιωνικού ανθρώπου.

      Εν κατακλείδι, με τα όρια δυσδιάκριτα ανάμεσα στο πραγματικό και το φαντασιακό, στη συγκρότηση του φόβου του άγνωστου και του ανεξήγητου από τη μία και των πραγματικών επιθυμιών από την άλλη, δομήθηκε μια νοοτροπία καθηλωμένη και φοβική. Και όπως πολύ χαρακτηριστικά αναφέρει ο Jacques Le Goff, ο ορισμός της μεσαιωνικής νοοτροπίας  «είναι η αδυναμία της έκφρασης έξω από θρησκευτικές αναφορές».[12]

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

 

Γαγανάκης Κώστας, Κοινωνική και οικονομική ιστορία της Ευρώπης, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

 

 

Μπενβενίστε Ρίκα, Από τους βαρβάρους στους μοντέρνους, κοινωνική ιστορία και ιστοριογραφικά προβλήματα της μεσαιωνικής Δύσης, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007.

 

Bloch Marc, Η φεουδαλική κοινωνία. Η διαμόρφωση των σχέσεων εξάρτησης, οι τάξεις και η διακυβέρνηση των ανθρώπων, μτφρ. Μπάμπης Λυκούδης, εκδ. Κάλβος, Αθήνα 1987.

 

Duby Georges, Μεσαιωνική Δύση: κοινωνία και ιδεολογία, μτφρ. Οντέτ Βαρών και Ρίκα Μπενβενίστε, εκδ. Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού – Μνήμων, Αθήνα 2003.

 

 

Le Goff Jacques, Ο μεσαίωνας και το χρήμα, μτφρ. Δέσποινα Λαμπαδά, εκδ. του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2016.

 

 

Le Goff Jacques, Ο πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης, μτφρ. Ρίκα Μπενβενίστε, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1991.

 

 

Le Goff Jacques, Pour un autre Moyen Age, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1977.

 

 

 

 

 

 



[1]Κ. Γαγανάκης, ο.π., σ. 42.

[2] Στο ίδιο, σ. 43.

[3] J. Le Goff, ο.π., σ. 119.

[4] Jacques Le Goff, Ο μεσαίωνας και το χρήμα, μτφρ. Δέσποινα Λαμπαδά, εκδ. του εικοστού πρώτου, Αθήνα 2016, σ. 110.

[5] Στο ίδιο.

[6] M. Bloch, ο.π., σ. 132.

[7] Ρ. Μπενβενίστε, ο.π., σ. 114.

[8] Στο ίδιο, σ. 115.

[9] Κ. Γαγανάκης, ο.π., σ. 41.42.

[10] Στο ίδιο, σ. 42.

[11] «Η δίκη του Γαλιλαίου»

[12] Jacques Le Goff, Pour un autre Moyen Age, εκδ. Gallimard, Παρίσι 1977, σ. 164.