Ο Ιμπρεσιονισμός, ο Νεοκλασικισμός και η Μουσική κατά τον 19ο αιώνα.
Εισαγωγή
Ο ιμπρεσιονισμός δηλαδή “εντυπωσιασμός”, υπήρξε ένα καλλιτεχνικό κίνημα στη ζωγραφική, το οποίο διαμορφώθηκε στο Παρίσι τη δεκαετία 1860. Θα προσπαθήσουμε μέσα από την προσέγγιση του ζωγραφικού έργου “Χορός στο Μουλέν ντε λα Γκαλέτ” (1876), του Pierre-Auguste Renoir (Ρενουάρ 1841-1919), να εμβαθύνουμε σε αυτό το καλλιτεχνικό κίνημα και να εξηγήσουμε τι σήμαινε ο ιμπρεσιονισμός για την εποχή του μέσα από το συγκεκριμένο κοινωνικό-ιστορικό γίγνεσθαι του 19ου αιώνα.
Στη συνέχεια, θα σχολιάσουμε ένα νεοκλασικό κτήριο της Αθήνας, την Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το ρεύμα του νεοκλασικισμού στην αρχιτεκτονική.
Τέλος, μέσα από ένα μουσικό έργο της κλασικής εποχής (1750-1825), την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν, την οποία θα περιγράψουμε, θα σταθούμε στον θεσμό της Συμφωνίας, ως ένα νέο είδος οργανικής μουσικής του 18ου αιώνα, και θα αναφερθούμε στις αλλαγές που προκλήθηκαν τόσο στη μουσική όσο και στην κοινωνία εκείνης της περιόδου.
Ιμπρεσιονισμός – O “Χορός στο Μουλέν ντε λα Γκαλέτ”.
Ο ιμπρεσιονισμός σαν καλλιτεχνικό κίνημα ήρθε σε ρήξη με το όψιμο παρελθόν του. Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι εστίαζαν, κυρίως, στις μεταβολές που προκαλούσε το φως στο περιβάλλον και στην προσπάθειά τους να συλλάβουν τη στιγμή, απαθανατίζοντάς την στον καμβά, άλλαζαν την, έως τότε, τεχνοτροπία στη ζωγραφική (Εμμανουήλ-Πετρίδου-Τουρνικιώτης 2008, σελ. 43). Αυτό σήμαινε ότι το έργο έπρεπε να ζωγραφιστεί, τις περισσότερες φορές, επί τόπου. Να αποδοθεί δηλαδή η πραγματικότητα στον καμβά με γρήγορες πινελιές και όσο το δυνατόν συντομότερα, γιατί η στιγμή θα χανόταν. Επίσης, η χρήση των έντονων χρωμάτων ερχόταν να συμπληρώσει αυτή τη νέα καλλιτεχνική προσέγγιση δίνοντας έμφαση κυρίως στην εντύπωση που άφηνε συνολικά το ζωγραφικό θέμα, μέσα από τη ματιά του καλλιτέχνη, παρά στη λεπτομέρεια.
Στο έργο “Ο Χορός στο Μουλέν ντε λα Γκαλέτ” παρατηρούμε σκηνές χαλάρωσης μέσα σε μια ξέγνοιαστη ατμόσφαιρα συναναστροφής νέων ανθρώπων με οικογενειακό και φιλικό χαρακτήρα. Επικρατεί η διάθεση για χορό και συζήτηση σε έναν υπαίθριο χώρο. Η ενδυμασία τους μαρτυρά ότι, μάλλον, δεν είναι άνθρωποι της αστικής τάξης, αφού εκλείπουν τα ψηλά καπέλα ή τα εξεζητημένα φορέματα των δεσποινίδων και των κυριών, αλλά ότι είναι άνθρωποι οι οποίοι ζουν σε ένα αστικό περιβάλλον. Είναι σαν να μην σκέφτονται την επόμενη μέρα· και η επόμενη μέρα εκείνη την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ίσως δεν θα έπρεπε να είχε καμία σχέση με την προηγούμενη, αφού οι εξελίξεις ήταν τόσο καταιγιστικές, όσο και η σύλληψη μιας εντύπωσης που θα έπρεπε να αποτυπωθεί σε ένα ζωγραφικό έργο.
Εμβαθύνοντας στο έργο, θα παρατηρήσουμε κάποιες φιγούρες οι οποίες είναι περισσότερο ευδιάκριτες στο πρώτο πλάνο, πιθανόν διότι κάθονται και δεν βρίσκονται σε κίνηση. Στη συνέχεια, θα δούμε μια ευρύτερη θολούρα για τα ζευγάρια που είναι τοποθετημένα στον οριζόντιο άξονα του κέντρου του έργου, με βιαστικές και γρήγορες πινελιές για να αποτυπωθεί η φευγαλέα στιγμή της κίνησης του χορού. Ο Ρενουάρ χειρίζεται το ηλιακό φως με έντονες και κοφτές πινελιές για να τονίσει τη “φωτογραφική σκηνή”. Στο πίσω μέρος του έργου, οι άνθρωποι φαίνονται σαν άμορφες μάζες αφού η ματιά του καλλιτέχνη δεν μπορεί να τις συλλάβει καλύτερα λόγω της απόστασης αλλά και της γρήγορης κίνησης. Ο Ρενουάρ, σε αυτό το έργο, τηρεί πιστά τις αρχές του ιμπρεσιονιστικού κινήματος. Μάχεται τον ρεαλισμό και μέσα από τη ματιά του συλλαμβάνει την αντικειμενικότητα της στιγμής και μας την παρουσιάζει χωρίς “λογική” επεξεργασία και απαλλαγμένη από το συναίσθημα. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας εισάγει στη γοητεία του δυσδιάκριτου κόσμου και του ελλειπτικού, του μη “καθαρού” και εύπεπτου, και αυτό μας αρέσει.
Λόγω της δύσκολης κατάστασης την οποία πιθανόν να βίωναν οι νέοι εκείνη την εποχή, ίσως να επεδίωκαν την αποφόρτιση μέσα από τον χορό και τη συναναστροφή και έτσι να ένιωθαν ελεύθεροι. Το φαινόμενο του κοινωνικού ανασχηματισμού που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση τον 19ο αιώνα επέφερε την ταχεία αστικοποίηση και την υπερβολική ανάπτυξη των πόλεων προκαλώντας, από τη μία, την υποβάθμιση στις ζωές των ανθρώπων της εργασίας και από την αναγκαστική αναδιάρθρωση της καθημερινότητάς τους. Αναφορά γίνεται και στο ηλεκτρονικό βιβλίο “Τέχνες και Αρχιτεκτονική από την Αναγέννηση έως τον 21ο Αιώνα”: « … καθώς και η ανάπτυξη του εμπορίου οδήγησαν στη νέα κατανομή του κέρδους και στην κοινωνική άνοδο της αστικής τάξης. Πλήθη κόσμου συγκεντρώνονται στις πόλεις που γνωρίζουν τεράστια ανάπτυξη» (Πετρίδου-Ζηρώ 2015, σελ. 87). Ο άνθρωπος, θα μπορούσαμε να ισχυρισθούμε ότι βγαίνει από την εσωστρέφεια του παρελθόντος. Αναγκάζεται να γνωριστεί με άλλους, να συζητήσει τα κοινά προβλήματα, να επικοινωνήσει τις ιδέες του και να αναπτύξει ισχυρούς κοινωνικούς αλλά και εργασιακούς δεσμούς (προλεταριάτο). Σε τελική ανάλυση προβαίνει σε έναν συγχρωτισμό με ομοίους του σε ένα άγνωστο για αυτόν αστικό περιβάλλον. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η εκβιομηχάνιση του 19ου αιώνα κατέστησε τον άνθρωπο ένα εξάρτημα στη αλυσίδα της μαζικής παραγωγής‧ δέσμιο της 20ωρης καθημερινής εργασίας, χωρίς ιδανικά και με μοναδικό σκοπό την επιβίωση. “Ο Χορός στο Μουλέν ντε λα Γκαλέτ” φαίνεται πως είναι η απαθανάτιση της στιγμής μιας Κυριακάτικης συνεύρεσης στο Παρίσι του 19ου αιώνα. Πιθανόν ο Ρενουάρ, να ήθελε μέσα από αυτό το έργο, να δείξει ότι η αρχέτυπη αλυσίδα των ανθρώπινων σχέσεων και της κοινωνικής συνοχής παραμένει πάντοτε ζωντανή και θεμελιώδης.
Ο Νεοκλασικισμός στην αρχιτεκτονική. H Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος.
Στις τέχνες, μια γενικευμένη αλλαγή διαφαινόταν ότι θα εγκαθιδρύονταν και ένας νέος αυτοπροσδιορισμός θα άλλαζε τη σκέψη του Ευρωπαίου πολίτη. Οι σημαντικές αλλαγές στις τέχνες, εφορμούμενες από τις αρχές του Διαφωτισμού, έμελλε να οργανώσουν εκ νέου τις κοινωνικές στιβάδες μέσα από τη θεωρητική σκέψη μίμησης της κλασικής αρχαιότητας, σύμφωνα με την οποία η κοινωνία θα ήταν σε θέση να οδηγηθεί σε ηθική και πολιτική αναγέννηση (Πετρίδου-Ζιρώ 2015, σελ. 87). Το ρεύμα εκείνο που επικράτησε στα μέσα του 18ου αιώνα εκφράζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον προβληματισμό της εποχής ήταν ο Νεοκλασικισμός (Πετρίδου-Ζιρώ 2015, σελ. 87). Όσο αφορά τον Ελλαδικό χώρο, η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους το 1834, στην εποχή του Νεοκλασικισμού. Η Εθνική Βιβλιοθήκη, όπως και το Αστεροσκοπείο, το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Αρσάκειο και άλλα κτήρια, συνέδεσαν την Αθήνα με την κλασική αρχαιότητα και με την λαμπρή ιστορία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας.
Η Εθνική Βιβλιοθήκη θεωρείται ένας τυπικός εκπρόσωπος του Νεοκλασικισμού στην Αθήνα. Έργο του Δανού αρχιτέκτονα Theophilus Hansen (Χάνσεν 1813-1891) αποτελεί, μαζί με το Πανεπιστήμιο και την Ακαδημία Αθηνών, την “Αθηναϊκή Τριλογία” της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής υποδηλώνοντας την ακμή αυτής της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα. Τα νεοκλασικά κτήρια έπρεπε να έχουν και έναν διδακτικό χαρακτήρα, αποπνέοντας αίγλη και μεγαλοπρέπεια, έτσι όπως άρμοζε σε μία πόλη, σαν την Αθήνα, με μακραίωνη ιστορία. Η Εθνική Βιβλιοθήκη μαζί με την Ακαδημία Αθηνών ανήκουν στο νεοκλασικό ρεύμα και όπως αναφέρεται στο ηλεκτρονικό βιβλίο “Τέχνες και Αρχιτεκτονική από την Αναγέννηση έως τον Μεσαίωνα”, αυτά τα δύο κτήρια «αποτελούν δείγματα της αρχιτεκτονικής εξέλιξης και του μορφολογικού εμπλουτισμού των κλασικών στοιχείων, δίδοντας έμφαση στη σχέση των κτηρίων με την πόλη, στη χρήση πολύτιμων υλικών και στον εκλεπτυσμένο διάκοσμο» (Β. Πετρίδου – Ο. Ζηρώ 2015, σελ. 109).
Το επιβλητικό κτήριο της Εθνικής Βιβλιοθήκης συνδέεται άρρητα με το αστικό κομμάτι της πόλης και θέλει να επιβάλλει μία στροφή προς τον Νεοκλασικισμό. Είναι σχεδιασμένο στα πρότυπα του αρχαίου κλασικού ναού αποτελούμενο από μία κεντρική πτέρυγα με πρόπυλο έξι κιόνων δωρικού ρυθμού και από δύο μικρότερες πτέρυγες αμφότερες της κεντρικής. Το δωρικό πρόπυλο είναι λιτό όπως αρμόζει σε έναν αρχαίο ναό τονίζοντας ακόμη περισσότερο την αυστηρότητα του κτηρίου και αποδίδοντας, παράλληλα, σε αυτό έναν μνημειακό χαρακτήρα. Στο εσωτερικό του κτηρίου υπάρχει πλούσιος και εκλεπτυσμένος διάκοσμος ενώ η κεντρική αίθουσα του αναγνωστηρίου κοσμείται από ένα περιστύλιο Ιωνικού ρυθμού, πλούσιου με διακοσμητικά ανάγλυφα στο επάνω μέρος των κιόνων και στη σύνδεσή τους με τους κοχλίες και το κιονόκρανο. Σε αντίθεση με την στιβαρότητα του Δωρικού ρυθμού, ο Ιωνικός ρυθμός αποδίδει τη σοφία, τη μεγαλοπρέπεια και την ηρεμία όπως αρμόζει στον χώρο. Στην οροφή του κεντρικού κτηρίου υπάρχει γυάλινος φεγγίτης ο οποίος επιτρέπει την είσοδο του φυσικού φωτός εντός της Βιβλιοθήκης, ενώ εκτός από τη χρήση του γυαλιού, υπάρχει και εκείνη του μετάλλου, με τα μεταλλικά βιβλιοστάσια να ντύνουν τις εσωτερικές επιφάνειες της Βιβλιοθήκης (Β. Πετρίδου – Ο. Ζηρώ 2015, σελ. 109). Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτή η συνύπαρξη γυάλινης και μεταλλικής κατασκευής με το κλασικό περιστύλιο, αφήνουν το στίγμα του συνδυασμού μεταξύ του σύγχρονου και του κλασικού.
Το κεντρικό κτήριο του συγκροτήματος πλαισιώνεται από μία διπλή καμπυλωτή μαρμάρινη σκάλα η οποία επιτρέπει την έκθεση εκείνου που την χρησιμοποιεί για να ανέβει ανακαλώντας στη μνήμη το στυλ του Μπαρόκ. Η έλλειψη της συμμετρίας, στην εποχή του Μπαρόκ, οδήγησε στην επαναφορά του κλασικού για να οργανωθεί εκ νέου η κοινωνία, η γνώση και η αλήθεια. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να σκεφτούμε ότι ο Χάνσεν σχεδιάζοντας τη Βιβλιοθήκη, ίσως ήθελε πίσω από τη διπλή σκάλα Μπαρόκ να κάνει τον Νεοκλασικισμό να ξεπροβάλλει σε όλο του το μεγαλείο. Ο Νεοκλασικισμός ήρθε για να θεμελιώσει τη στιγμή της παροντικής ζωής αντικαθιστώντας το παλιό αλλά και συνάμα όμορφο, πομπώδες, εξεζητημένο και αφηρημένο, με την έννοια της Θετικής εξέλιξης. Ήρθε για να καθιερώσει την έννοια της τάξης και του νόμου, ενός γεωμετρικού – μαθηματικού πλαισίου, κάθετου, αποδεδειγμένου και αλάνθαστου.
Η καθιέρωση της Συμφωνίας στην ενόργανη μουσική.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα άρχισε να προδιαγράφεται μια νέα τάση στη μουσική παράδοση, ως αντίδραση στο καθιερωμένο Μπαρόκ ύφος. Οι ίδιοι συνθέτες υιοθέτησαν νέες τεχνοτροπίες στην ενόργανη μουσική εισάγοντας στο μουσικό ύφος την αναπαράσταση του συναισθήματος και τη μίμηση της φύσης (Ν. Μάμαλης 2008, σελ. 108). Κατά το 2ο μισό του 18ου αιώνα η μουσική μετατοπιζόταν από το παλάτι στα σαλόνια της αστικής τάξης και στο ευρύ κοινό μέσω των συναυλιών‧ και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Ν. Μάμαλης «Ο συνθέτης ενός μουσικού έργου δεν συμμορφωνόταν πλέον με τις εκάστοτε διαθέσεις των αρχόντων, αλλά προτιμούσε να μαντεύει τις προτιμήσεις του ακροατηρίου» (Ν. Μάμαλης 2008, σελ. 129).
Οι συνθέτες της κλασικής περιόδου της μουσικής, οι οποίοι εγκατέλειπαν την ασφάλεια και τα προνόμια του παλατιού, βρίσκονταν υπό καθεστώς αριστοκρατικής πατρωνίας και παράλληλα εξαρτιόνταν οικονομικά από τις αστικές δραστηριότητες και λιγότερο από το αριστοκρατικό κοινό (Ν. Μάμαλης 2008, σελ. 130). Καθώς η μουσική άρχιζε να μεταφέρεται από το παλάτι στους ανοιχτούς χώρους των συναυλιών για το κοινό, τέσσερεις σπουδαίοι συνθέτες ήρθαν και άφησαν ανεξίτηλο το στίγμα τους στον χρόνο. Πρόκειται για τους Χάυντν, Μότσαρτ, Μπετόβεν και Σούμπερτ (J. Machlis 1996, σελ. 209). Μεταξύ αυτών των τεσσάρων συνθετών θα προσπαθήσουμε, στη συνέχεια, να προσεγγίσουμε ένα τυπικά κλασικό συμφωνικό έργο του Μπετόβεν, την 5η Συμφωνία.
Ένα συμφωνικό ορχηστρικό έργο ως προς τη μουσική του μορφολογία διασπάται σε τρία ή τέσσερα μέρη: γρήγορο-αργό-(σκέρτσο)-γρήγορο. Η συμφωνική ορχήστρα, ως προς τη δομή της, αποτελείται από 30-40 συντελεστές συγκροτώντας ένα μουσικό σύνολο με την ίδια μορφή που γνωρίζουμε και σήμερα. (J. Machlis 1996, σελ. 221). Τα μουσικά όργανα τα οποία απαρτίζουν την ορχήστρα, καταρχάς, είναι τα έγχορδα (βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο και κόντρα μπάσο). Εν συνεχεία τα ξύλινα πνευστά (φλογέρα, φλάουτο) και τα χάλκινα πνευστά (κόρνο, τρομπέτα, τρομπόνι) ενισχύουν την αρμονία και δίνουν όγκο στον ήχο. Τέλος τα κρουστά (τύμπανα, κύμβαλα, ξυλόφωνα) δίνουν τον τόνο και ζωντανεύουν τον ρυθμό (J. Machlis 1996, σελ. 220-221).
Η 5η Συμφωνία του Beethoven (Μπετόβεν 1770-1827).
Συμφωνικά έργα σαν την 5η Συμφωνία θεωρούνται μνημειώδη έργα στην ιστορία της μουσικής. Σύμφωνα με τον J. Machlis και οι εννέα συμφωνίες του Μπετόβεν «είναι πνευματικά επιτεύγματα παγκοσμίου φήμης» (J. Machlis 1996, σελ.231).Ο Μπετόβεν επηρεασμένος από το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, αλλά και προσβεβλημένος από την απώλεια της ακοής του, θεωρεί ότι ο δρόμος της γαλήνης και του τελικού θριάμβου του ανθρώπου, θα επέλθει περνώντας μέσα από την απελπισία και τη σύγκρουση (J. Machlis 1996, σελ. 230).
Η ένταση και το σφρίγος που διακρίνουν την εισαγωγή του έργου και το πρώτο μέρος σε Ντο Ελάσσονα αποτελούν και το μοτίβο όλου του έργου. Το περίφημο πασίγνωστο τετράφθογγο μοτίβο της εισαγωγής, εκτός από επιβλητικό, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και καθηλωτικό. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας, όπως αναμενόταν είναι αργό. Κυριαρχεί η ηρεμία καθώς ανακόπτεται η ορμητική πορεία του πρώτου μέρους. Έτσι, επικρατεί η γαλήνη με ένα Andante (αργό) σε ρυθμό βηματισμού, πριν τη σύγκρουση. Στο τρίτο μέρος, όπως αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά ο Machlis: «Από τα έγκατα των βαθυφώνων αναδύεται ένα θέμα-ρουκέτα που εισάγεται από τα βιολοντσέλα και τα κοντραμπάσα», επαναφέροντας έτσι την «σκοτεινή Ντο Ελάσσονα που είναι η κύρια τονικότητα του έργου» (J. Machlis 1996, σελ. 232). Τέλος, στο τέταρτο μέρος συναντώνται το Allegro (γρήγορο) και το Andante (αργό). Αυτή η σύνοδος της διαδρομής της συμφωνίας επανέρχεται με μια πρωτόγνωρη σφοδρότητα. Ο Μπετόβεν, στο φινάλε, σαν να επρόκειτο για έναν μουσικό χείμαρρο, επαναφέρει το περίφημο τετράφθογγο μοτίβο της εισαγωγής για να κλείσει το έργο. Αυτό που θέλει να μας πει μεγάλος συνθέτης, μέσα από την 5η Συμφωνία, το λέει και το φωνάζει με όση δύναμη του έχει απομείνει και η οποία, όπως φαίνεται, είναι ανυπέρβλητη. Αυτό, το κοινό το εισπράττει, αφού αυτή η δύναμη βγαίνει μέσα από την χειμαρρώδη ένταση και τους ανυπέρβλητους ήχους της συμφωνίας, διακηρύσσοντας έτσι με αυτόν τον τρόπο, την πίστη του στον άνθρωπο.
(J. Machlis 1996, σελ. 18).
Συμπεράσματα
Στη ζωγραφική ο ιμπρεσιονισμός πρέσβευε την απελευθέρωση του καλλιτέχνη από το προκαθορισμένο, το γνωστό, το απτό και το αντικειμενικά ορατό. Καθώς άλλαζε η εποχή από τα μέσα του 19ου αιώνα, ο ιμπρεσιονισμός αποκήρυξε τον ρεαλισμό παρόλο που αποτέλεσε την ύστερη φάση του (Εμμανουήλ-Πετρίδου-Τουρνικιώτης 2008, σελ. 59). Οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι εστίαζαν κυρίως στις μεταβολές που προκαλούσε το φως στο περιβάλλον. Στην προσπάθειά τους να απαθανατίσουν τη στιγμή, άλλαζαν την έως τότε γνωστή τεχνοτροπία με αποτέλεσμα την αποτύπωση της στιγμής μέσα από τη γοητεία ενός δυσδιάκριτου κόσμου. Ο ιμπρεσιονισμός ήταν το εικαστικό κίνημα, το οποίο σηματοδότησε την εμφάνιση νέων τάσεων έκφρασης οι οποίες κυριάρχησαν στη ζωγραφική του 20ου αιώνα.
Όσο αφορά την αρχιτεκτονική του 18ου αιώνα, επικράτησε η επιστροφή στην κλασική αρχαιότητα του Ελληνορωμαϊκού πολιτισμού. Η αρχιτεκτονική η οποία βοηθήθηκε ιδιαίτερα από την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών, των μαθηματικών και της γεωγραφίας αναζήτησε έναν αρχέτυπο αρχιτεκτονικό τύπο όπου θα ξεχώριζε η αρμονία και η τάξη βασισμένος στη μίμηση του αρχαίου κλασικού ναού (Πετρίδου-Ζιρώ 2015, σελ. 88). Έτσι αυτή η μίμηση η οποία εδράζονταν στους κόλπους της κλασικής αρχιτεκτονικής θεωρούσαν ότι θα μπορούσε να προεκταθεί στη γενικότερη μίμηση της φύσης και του ιδεώδους (Πετρίδου-Ζιρώ 2015, σελ. 88). Το κύριο χαρακτηριστικό του Νεοκλασικισμού ήταν η δημιουργία ενός μεγαλοπρεπούς αρχιτεκτονήματος, αντίστοιχο με το κλασικό, το οποίο έπρεπε να διακατέχεται από έναν διδακτικό χαρακτήρα. Θα έπρεπε να αποπνέει στην κοινωνία μεγαλείο, θαυμασμό και αίγλη τονίζοντας τη δύναμη της μεγαλοπρέπειας και κατ’ επέκταση τη δύναμη της ισχύος του εθνικού φρονήματος Ας μην ξεχνάμε ότι στην περίοδο αυτή καλλιεργήθηκε στους λαούς της Ευρώπης η δημιουργία της εθνικής συνείδησης.
Κατά το 2ο μισό του 18ου αιώνα, στη μουσική, εγκαταλείφθηκε το ύφος Μπαρόκ. Η άνοδος της αστικής τάξης και τα μηνύματα από τις πολιτικό-οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις, που προκάλεσε κυρίως η Γαλλική Επανάσταση, είχαν αντίκτυπο και στη εξέλιξη της μουσικής. Καθώς η μουσική εκείνη την περίοδο απομακρύνονταν από το παλάτι, οι Συμφωνίες γράφονταν πλέον από τους συνθέτες για το κοινό. Οι συνθέτες στην προσπάθειά τους τα έργα αυτά να γίνουν αποδεκτά διέγειραν την προσοχή του κοινού. Έτσι η Συμφωνία έφτασε στο απόγειο της και καθιερώθηκε ως το σημαντικότερο είδος οργανικής μουσικής αποτελώντας το μεγαλύτερο επίτευγμα στην περίοδο της κλασικής εποχής (1750-1825) (J. Machlis 1996, σελ. 220).
Βιβλιογραφία
Εμμανουήλ Μελίτα / Πετρίδου Βασιλική / Τουρνικιώτης Παναγιώτης, Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη. Εικαστικές Τέχνες στην Ευρώπη από τον 18ο αιώνα ως τον 20ο αιώνα, τόμος Β΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Μάμαλης Νικόλαος, Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη. Η Μουσική στην Ευρώπη, τόμος Γ΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
Gombrich E. H., Το χρονικό της τέχνης, μτφρ. Λίνα Κάσδαγλη, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1998.
Machlis Joseph – Forney Kristine, Η απόλαυση της μουσικής, εισαγωγή στην ιστορία – μορφολογία της Δυτικής μουσικής, μτφρ. Δημήτρης Πυργιώτης, εκδ. Fagotto books, Αθήνα 1996.