«Ο Αυτοβιογραφικός λόγος και η εξομολογητική αφήγηση στο μυθιστόρημα από τον 18ο έως τα μέσα του 19ου αιώνα»

2016-03-21 00:32

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΜΑΝΑΚΟΣ

Μάρτιος  2016

Εισαγωγή

      Στην παρούσα εργασία θα γίνει μία προσπάθεια να παρουσιασθεί συνοπτικά η εξέλιξη του μυθιστορήματος από τις αρχές του 18ου  έως το πρώτο μισό του 19ου αιώνα μέσα από δύο λογοτεχνικά έργα· τις Εξομολογήσεις του Ζαν Ζακ Ρουσσώ  και τις Εξομολογήσεις ενός τέκνου του αιώνα του Αλφρέ Μυσέ. Επίσης, θα αναφερθούμε στην εξέλιξη του λογοτεχνικού ύφους κατά το χρονικό διάστημα που χωρίζει τα δύο έργα καθώς και στις πνευματικές τάσεις της εποχής τους. Τέλος, θα συγκρίνουμε τα δύο κείμενα ως προς τη λειτουργία της αυτοβιογραφικής αφήγησης.

 

       Ο 18ος αιώνας, ο Αιώνας των Φώτων, υπό την επήρεια του Διαφωτισμού χαρακτηρίστηκε από το τέλος του Μεσαίωνα και από την αλλαγή του σκέπτεσθαι.[1] Η ιδεολογική μεταμόρφωση της Ευρωπαϊκής σκέψης και η ανάπτυξη του συναισθήματος, συμπεριλαμβανομένων και των γραμμάτων ήταν οι δύο τάσεις οι οποίες συνέβαλλαν σε αυτή την εξέλιξη. Η έκφραση του κοσμικού πνεύματος με τον Διαφωτισμό είχε ως αποτέλεσμα την συγκρότηση μιας Ευρωπαϊκής πολιτείας γραμμάτων και την επικοινωνία μεταξύ των λογίων.[2] Η διακίνηση λογοτεχνικών έργων μεταξύ των Ευρωπαϊκών πρωτευουσών, παράλληλα με την διάδοση του εγκυκλοπαιδικού πνεύματος ως ένας νέος τρόπος φιλοσοφικής έκφρασης εντός του ορθολογιστικού πνεύματος, επέφερε στροφή στα Ευρωπαϊκά γράμματα. Μέσα από τις διασταυρώσεις και τις επαφές στα Ευρωπαϊκά σαλόνια, λογοτεχνικών έργων, εγκυκλοπαιδιστών και λογίων ξεκίνησε η αντιπαράθεση ανάμεσα στο άγνωστο και στο νέο.[3] Μαζί της είχε αρχίσει και η αποσαφήνιση της θέσης της λογοτεχνίας η οποία έως τότε τελούσε υπό την έννοια του όρου Καλά Γράμματα, ενός ευρύτερου δηλαδή λογοτεχνικού είδους συμπεριλαμβανομένων φιλοσοφικών, ιστορικών, πολιτικών και άλλων θεμάτων.

      Σημαντική εξέλιξη στη λογοτεχνία κατά τα μέσα του 18ου αιώνα ήταν η νέα μυθιστορηματική γραφή, την οποία χαρακτήριζε η εδραίωση της ευαισθησίας και του συναισθηματικού στοιχείου.[4] Με την ανακάλυψη του «εγώ» και του «εαυτού» η μυθιστοριογραφία εξύμνησε το ερωτικό συναίσθημα μέσα από τις δύο έως τότε κύριες τάσεις: το ελεγειακό μυθιστόρημα μέσα από τα έργα των Γκαίτε, Ρίτσαρσον και Ρουσσώ, και τη σκοτεινή μυθιστορηματική γραφή μέσα από τα έργα του Μαρκισίου Ντε Σαντ και του Λακλό, κατά την οποία προβάλλονταν η διαστροφή των ηρώων και η ψυχολογική κατάσταση της ελευθεριότητας, αντιστοίχως.[5] Την ίδια περίοδο το επιστολικό μυθιστόρημα και η μυθοπλασία μέσα από την επιστολική γραφή αποτέλεσαν τον προάγγελο του αυτοβιογραφικού μυθιστορήματος, ενώ η χρήση της πρωτοπρόσωπης γραφής αποτέλεσε τον προάγγελο της  αυτοβιογραφίας και της προσωπικής εξομολόγησης.[6] Αν και ο αυτοβιογραφικός λόγος εμφανίστηκε πολύ νωρίτερα του 18ου αιώνα το έργο εκείνο με το οποίο εγκαινιάστηκε ο σύγχρονος αυτοβιογραφικός λόγος ήταν τα έξι βιβλία των Εξομολογήσεων του Ρουσσώ.[7] Ο ρομαντικός τόνος του Ρουσσώ, τόσο στις Εξομολογήσεις όσο και στις Ονειροπολήσεις του μοναχικού περιπατητή, μπορεί να θεωρηθεί η απαρχή της ρομαντικής λογοτεχνίας.[8]

      Ενώ στο μυθιστόρημα ο συγγραφέας αναλαμβάνει να αποτυπώσει μέσω της αφήγησης την πραγματικότητα της εποχής του και να την δώσει στον αναγνώστη εκφράζοντας το συναίσθημα των ηρώων του, στο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα μέσα από ένα μυθοπλαστικό κείμενο, ο αναγνώστης αποδέχεται το μήνυμα. Στην αυτοβιογραφία ο συγγραφέας διηγείται την πραγματική του ζωή.[9] Το μυθιστόρημα γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά τον 18ο αιώνα και οι παράγοντες οι οποίοι ευνόησαν τη διάδοσή του ήταν η ελευθερία της έκφρασης μέσα από το πνεύμα του Διαφωτισμού καθώς και η στροφή προς μία πιο ρεαλιστική γραφή.[10] Καθώς ο ορθολογιστικός τρόπος σκέψης υποχώρησε δίνοντας τη θέση του στο συναίσθημα, το Ευρωπαϊκό φαινόμενο του Ρομαντισμού ήρθε και κατέλαβε την Ευρώπη στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα απλώνοντας ένα πέπλο φαντασίας, ονειροπόλησης και μυστηρίου, επιβλητικό και γόνιμο όμοιο με το πνευματικό κίνημα της Αναγέννησης του Ύστερου Μεσαίωνα.[11] Οι ρομαντικοί απορρίπτοντας τις ιδέες του Διαφωτισμού, τη φιλοσοφία του υλισμού και του ορθολογισμού, στράφηκαν προς τη φύση, πιστεύοντας ότι η επαφή μαζί της θα φέρει πιο κοντά τους ανθρώπους μέσα από ένα ανεπτυγμένο αίσθημα αγνής αλληλεξάρτησης και συνέχισης της ζωής μακριά από τα αυστηρά μηχανιστικά πρότυπα μιας τυποποιημένης κοινωνίας.[12] Ο χαρακτηριστικός τύπος του ρομαντικού ήρωα ήταν από τη μία ο άνθρωπος με την αναπτυγμένη ευαισθησία και την αυτοσυνειδησία που ζει μέσα σε μία αδιάφορη και υποκριτική κοινωνία και από την άλλη ο εξωστρεφής ήρωας ο οποίος γεμάτος αυτοπεποίθηση απορρίπτει τις κοινωνικές αξίες της αστικής Δύσης.[13]

      Ο Μυσέ θεωρείται από τους πιο παρεξηγημένους ρομαντικούς κατέχοντας μια ξεχωριστή θέση στην ιστορία της ρομαντικής λογοτεχνίας. Γεννημένος το 1818 στο Παρίσι, σε μια ιστορική περίοδο μηδενισμού και παρακμής για την Γαλλία, έλλειψης ιδανικών και πνευματικής νωθρότητας για μια ολόκληρη γενιά, προσπαθεί να προβάλλει μέσα από το έργο του Η Εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα όχι μόνο την προσωπική του απογοήτευση αλλά και την κατάρρευση την ίδιας της κοινωνίας που ζούσε.[14] Μέσα από αυτό συνδέει την προσωπική του ιστορία για μία τραυματικά προδομένη αγάπη, αφηγούμενος στο ιστορικό πλαίσιο του πρώτου τετάρτου του 19ου αιώνα μία καθαρά αφηγηματική μυθοπλασία· μία μυθιστορηματική εξομολόγηση-εξιλέωση προς τον έρωτά του, τη Γεωργία Σάνδη. Η Εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα, σε πρωτοπρόσωπη γραφή, είναι ένα μυθιστόρημα στο οποίο ο συγγραφέας από την αρχή ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για αυτοβιογραφική αφήγηση. «Για να γράψεις την ιστορία σου, πρέπει πρώτα να έχεις ζήσει· έτσι δεν είναι η δική μου αυτή που αφηγούμαι εδώ.»[15]

      Δια στόματος Οκτάβ, ο Μυσέ μεταμορφώνεται σε έναν νωθρό και ασταθή νέο ο οποίος αποτελεί και τον κεντρικό ήρωα-αφηγητή του μυθιστορήματος. Ο νεαρός Οκτάβ απογοητευμένος από την έλλειψη κάθε επιτυχίας, προοπτικής και μέλλοντος, ζώντας σε ένα κόσμο εσωστρεφή χωρίς καμία ελπίδα, αποτελεί τον παρακμιακό, απεγνωσμένο και δυστυχή νέο… «Όλα τα εξωτερικά ερεθίσματα μου έφερναν ανυπόφορη κούραση, όλα τα γνωστά και καθημερινά αντικείμενα με απωθούσαν και με ενοχλούσαν·»[16] Αντικατοπτρίζοντας  στο πρόσωπο του αφηγητή του ο Μυσέ μια ολόκληρη γενιά, αναδεικνύει την έννοια της αρρώστιας του αιώνα για τον Ρομαντισμό, δηλαδή τη βαθιά και πνευματική κρίση των νέων του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, συνδέοντάς την με τους ιστορικούς παράγοντες της αποσύνθεσης της μεγάλης Ναπολεόντιας Γαλλίας[17] και χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ένα είδος βαλτωμένης απραξίας, που της δίνει χρώμα μια πικρή χαρά..»[18] Και σε ένα άλλο σημείο η έκφραση του ρομαντισμού, η αρρώστια του αιώνα, αποτυπώνεται ως αβεβαιότητα, ως υπαρξιακή αγωνία· η περιφρόνηση της ζωής και του ίδιου του θανάτου…[19] «Έτσι φτύνει αδιάκοπα πάνω σε κάθε γλεντοκόπι της ζωής του, και ανάμεσα στην ξαναμμένη δίψα και στον βαθύ κορεσμό, η γαλήνια ματαιοδοξία τον οδηγεί στο θάνατο».[20]

      Αυτό το βαθυστόχαστο ύφος, που κυριαρχεί στο έργο του Μυσέ, ο συναισθηματικός χαρακτήρας η ευαισθησία και η καταγγελία της κοινωνίας είναι στοιχεία που συναντάμε και στα έργα του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, τα οποία διαμόρφωσαν τη φυσιογνωμία της λογοτεχνίας στο τέλος του 18ου  αιώνα.[21] Η συμβολή του Ρουσσώ στην εξέλιξη της λογοτεχνίας ίσως θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως γέφυρα ανάμεσα στον Διαφωτισμό και στον Ρομαντισμό εφόσον προετοίμασε την ονειροπόληση, το ασυγκράτητο πάθος, τη δυστυχία του ανθρώπου εξαιτίας της ανελαστικής κοινωνίας. Τα στοιχεία αυτά δόμησαν το επερχόμενο ρομαντικό κίνημα έναν αιώνα πριν την εμφάνισή του, επηρεάζοντας μεταγενέστερούς του λογοτέχνες όπως ο Μυσέ, καθώς επίσης και λογοτεχνικά μοντέλα όπως αυτό του αυτοβιογραφικού λόγου που εξετάζουμε στην παρούσα εργασία.

      Οι Εξομολογήσεις του Ρουσσώ είναι ένα κλασσικό αυτοβιογραφικό έργο, ένα «αυτοβιογραφικό σύμφωνο» σύμφωνα με τον Γάλλο πατέρα της αυτοβιογραφίας, Φιλίπ Λεζέν.[22] Ο Ρουσσώ στις Εξομολογήσεις αναλαμβάνει να αφηγηθεί ο ίδιος προσωπικά τη ζωή του και να την μοιραστεί με τον αναγνώστη από τη στιγμή της γέννησής του ξεκινώντας το έργο του ως εξής: «Αναλαμβάνω κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν, […] και ο άνθρωπος αυτός είμαι εγώ.»[23] Ο Ρουσσώ αποφάσισε να πει ποιος είναι χωρίς να τονίσει τις τυχόν αρετές του ή τα επιτεύγματά του, όπως συνηθίζονταν σε αυτοβιογραφικά έργα εκείνης της περιόδου και με μία ειλικρινή γραφή να γράψει για τη δική του ζωή μέσα από απλές καθημερινές στιγμές, συναισθηματικά φορτισμένες για τον ίδιο… «Δεν αποσιώπησα τίποτα άσχημο, δεν πρόσθεσα τίποτα όμορφο, κι αν έτυχε να βάλω μερικά ασήμαντα διανθίσματα, το έκανα μόνο για να καλύψω κάποια κενά της μνήμης μου·»[24]

      Σαφώς επηρεασμένος από τις αρχές του Διαφωτισμού αναφέρει με έναν τρόπο εντελώς μυθιστορηματικό τη ζωή του και το χαρακτήρα που διάπλασε από τα πρώιμα χρόνια του. Στις Εξομολογήσεις εισάγει έναν φιλοσοφικό στοχασμό και μία ευαισθησία ως προάγγελος του Ρομαντισμού. Ο γραφικός ρεαλισμός μπορεί να κατέχει εξέχουσα θέση σε όλο το έργο, ωστόσο η υπεροχή του συναισθήματος είναι εκείνη η οποία επικρατεί. «Και η νταντά μου, η Ζακλίν, κι αυτή ζει ακόμα, και είναι υγιέστατη. Τα χέρια που μου άνοιξαν τα μάτια όταν γεννήθηκα μπορεί να μου τα κλείσουν όταν θα πεθάνω.»[25] Σε άλλο σημείο ο ρομαντισμός και η ευαισθησία μαζί: «Αυτές οι μπερδεμένες συγκινήσεις, […] δεν κατόρθωσαν ποτέ να με θεραπεύσουν.»[26] Η εκ βαθέων εξομολόγηση του Ρουσσώ κερδίζει τον αναγνώστη και τον οδηγεί σε μία στενή σχέση εμπιστοσύνης με τον συγγραφέα.[27]

      Σαφώς και τα δύο κείμενα δεν αποτελούν όμοιο αυτοβιογραφικό λόγο. Στο έργο του ο Μυσέ αφηγείται την “αυτοβιογραφία” του - θα μπορούσαμε να πούμε - και τον έρωτά του για την αγαπημένη του Γεωργία Σάνδη, μέσα από ένα σαφές μυθοπλαστικό ενδοκειμενικό επίπεδο αφήγησης με σχόλια όπως:                                                                                                                                                                                                                                                                          «Μπορεί τα νιάτα και η θέληση ν’ αντέχουν στις καταχρήσεις, μα η φύση εκδικείται σιωπηλά, και τη μέρα που αποφασίζει ν’ ανακτήσει τις δυνάμεις της, η θέληση πεθαίνει, περιμένοντας πότε θα την παραβιάσει και πάλι.»,[28] με ελεύθερο πλάγιο λόγο «Είστε μια θρησκόληπτη και τίποτ’ άλλο, έλεγα γελώντας στην Μπριζίτ.»[29] αποτυπώνοντας τη συναισθηματική ένταση και παράλληλα με εσωτερικούς μονολόγους όπως «Σταμάτα της έλεγα. Μοιάζεις υπερβολικά σε αυτό που θες να μιμηθείς […] μη μου θυμίζεις ότι δεν είμαι παρά ένας άσωτος υιός· το ξέρω καλά το παρελθόν μου»[30]  . Από την άλλη μεριά το έργο του Ρουσσώ, οι Εξομολογήσεις, αποτελούν ένα κλασσικό δείγμα αυτοβιογραφικού λόγου με τον συγγραφέα να είναι και αυτοδιηγητικός  αφηγητής σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση με σαφή εσωτερική εστίαση· δηλαδή ο αφηγητής -συγγραφέας έχει την ίδια γνώση των καταστάσεων που περιγράφει μαζί με τα πρόσωπα που αναφέρει στο έργο.

 

Επίλογος

      Ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Διαφωτισμού, έφερε  τον άνθρωπο στο προσκήνιο. Σε αυτή την πνευματική τάση ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ έγραψε το έργο του οι Εξομολογήσεις, το σημαντικότερο ίσως δείγμα αυτοβιογραφικού λόγου. Μέσα από αυτό, ο Ρουσσώ, απευθυνόμενος στον αναγνώστη και δίνοντας δείγματα ρομαντικής λογοτεχνίας επιχειρεί την ανάκληση του ανθρώπου στην αρετή και στην καλοσύνη, παρά τη διαπλοκή της σύγχρονης κοινωνίας που βιώνει.[31] Από τα μέσα του 18ου αιώνα διαφαίνονταν οι τάσεις που θα κυριαρχούσαν και θα προετοίμαζαν την έλευση ενός νέου καλλιτεχνικού κινήματος. Μέσα από τα έργα του Ρουσσώ και άλλων διανοητών του Διαφωτισμού πρόβαλε η αναγέννηση του λυρισμού και της φαντασίας ως πρόδρομοι του Ρομαντισμού και στη λογοτεχνία.[32] Ο ορθολογικός τρόπος σκέψης σιγά-σιγά εγκαταλείφτηκε δίνοντας τη θέση του στο συναίσθημα. Αυτός ο νέος τρόπος έκφρασης στο πρώτο ήμισυ του 19ου αιώνα έμελλε να καλλιεργήσει τη φαντασία, την ονειροπόληση και το μυστήριο, διακηρύσσοντας μέσω της λογοτεχνίας την απελευθέρωση της καλλιτεχνικής έκφρασης[33] και παράλληλα να συνδεθεί με τις έντονες κοινωνικές ανακατατάξεις, τα επαναστατικά κινήματα του πρώτου μισού του 19ου αιώνα και την επιστροφή της Ευρώπης στη συντήρηση και την απολυταρχία, αποπνέοντας ένα ύφος απογοήτευσης και μαρασμού. Το κατεξοχήν ρομαντικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ότι είναι η εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα του Αλφρέ ντα Μυσέ.[34] Η Εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα  δείγμα γραφής προσωπικού βιώματος το οποίο μεταπλάθεται σε αφηγηματική ύλη.[35] Μέσα από αυτό σκιαγραφείται όλη η έννοια του ρομαντισμού στο λογοτεχνικό πεδίο. Η παρακμή και το κατεστραμμένο παρελθόν χωρίς μελλοντική ελπίδα είναι από εκείνα τα στοιχεία τα οποία δομούν το έργο. Μαζί και η ασημαντότητα του ανθρώπου και η αντιφατικότητα της ανθρώπινης φύσης «φτηνά όνειρα χωρίς όνομα, χλωμά και πονεμένα φαντάσματα, αδιόρατα εφήμερα ζωύφια»[36]

 

Βιβλιογραφία

 

Βλαβιανού Αντιγόνη, Γκότση Γεωργία, Καρακάση Κατερίνα, Καργιώτης Δημήτρης, Κατσικάρος Θεόδωρος, Πιπινιά Ιουλία, Προβατά Δέσποινα, Σπυροπούλου Αγγελική, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, τόμος Β΄, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου έως τον 20ο αιώνα, Β΄ έκδοση, Πάτρα 2008.

 

Travers Martin, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο, μτφρ. Ιωάννα Ναούμ – Μαρία Παπαηλιάδη, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005.

 

Musset De Alfred, Η εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα, μτφρ. Βασίλης Πουλάκος, επιμέλεια-Επίμετρο Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Printa,  Αθήνα 2015.

 

Ρουσσώ Ζαν Ζακ, Οι εξομολογήσεις, τόμος Α΄, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.

 



[1] Αντιγόνη Βλαβιανού, Γεωργία Γκότση, Κατερίνα Καρακάση, Δημήτρης Καργιώτης, Θεόδωρος Κατσικάρος, Ιουλία Πιπινιά, Δέσποινα Προβατά, Αγγελική Σπυροπούλου, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας, Τόμος Β΄, Ιστορία της Ευρωπαϊκής Λογοτεχνίας από τις αρχές του 18ου έως τον 20ο αιώνα, Β΄ έκδοση, Πάτρα 2008, σελ. 23. 

[2] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καραγιώργης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, ο.π., σελ. 25.

[3] Στο ίδιο.

[4] Στο ίδιο σελ. 41.

[5]Στο ίδιο.

[6] Στο ίδιο, σελ. 44.

[7] Στο ίδιο, σελ. 47.

[8] Martin Travers, Εισαγωγή στη Νεότερη Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία, από τον ρομαντισμό ως το μεταμοντέρνο, μτφρ. Ιωάννα Ναούμ – Μαρία Παπαηλιάδη, εκδ. Βιβλιόραμα, Αθήνα 2005, σελ. 65.

[9] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καραγιώργης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, ο.π., σελ. 47.

[10] Στο ίδιο, σελ. 49.

[11] Στο ίδιο, σελ. 82.

[12] M. Travers, ο.π., σελ. 84.

[13] Στο ίδιο, σελ. 66.

[14] Alfred De Musset, Η εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα, μτφρ. Βασίλης Πουλάκος, επιμέλεια-Επίμετρο Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Printa, Αθήνα 2015, σελ. 290.

[15] Στο ίδιο, σελ. 7.

[16] Στο ίδιο, σελ. 180.

[17] Στο ίδιο, σελ. 298-299.

[18] Στο ίδιο, σελ. 178.

[19] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καραγιώργης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, ο.π., σελ. 85.

[20] A. Musset, ο.π., σελ. 179.

[21] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καραγιώργης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, ο.π., σελ. 61-62.

[22] Στο ίδιο, σελ. 47.

[23] Ζαν Ζακ Ρουσσώ, Οι εξομολογήσεις, πρώτος τόμος, μτφρ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997, σελ. 9, «Αναλαμβάνω κάτι που δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν, ούτε και πρόκειται να βρει στο μέλλον μιμητές. Θέλω να δείξω στους συνανθρώπους μου έναν άνθρωπο σε όλη τη φυσική του αλήθεια· και ο άνθρωπος αυτός είμαι εγώ».

[24] Στο ίδιο, σελ. 9.

[25] Στο ίδιο, σελ. 12.

[26] Στο ίδιο, σελ. 13, «Αυτές οι μπερδεμένες συγκινήσεις, που με συνέπαιρναν η μία μετά την άλλη, δεν έβλαπταν τη λογική που δεν είχα ακόμα· διαμόρφωναν όμως μία άλλη, άλλου είδους, και μου έδιναν για τη ζωή των ανθρώπων κάποιες περίεργες ρομαντικές απόψεις, από τις οποίες ούτε η πείρα ούτε η σκέψη δεν κατόρθωσαν ποτέ να με θεραπεύσουν».

[27] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καραγιώργης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, ο.π., σελ. 71.

[28] A. Musset, ο.π., σελ. 178-179.

[29] Στο ίδιο, σελ. 180.

[30] Στο ίδιο, «Σταμάτα της έλεγα. Μοιάζεις υπερβολικά σ’ αυτό που θες να μιμηθείς, και σ’ αυτό που το στόμα μου είναι αρκετά ποταπό ώστε να τολμά να το αναπολεί μπροστά μου. Βγάλε αυτά τα λουλούδια, βγάλε αυτό το φόρεμα. Ας ξεπλύνουμε αυτή την ευθυμία μ’ ένα αληθινό δάκρυ· μη μου θυμίζεις ότι δεν είμαι παρά ένας άσωτος υιός· το ξέρω πολύ καλά το παρελθόν μου»,

[31] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καραγιώργης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, ο.π., σελ. 64.

[32] Στο ίδιο, σελ. 39.

[33] Α. Βλαβιανού, Γ. Γκότση, Κ. Καρακάση, Δ. Καραγιώργης, Θ. Κατσικάρος, Ι. Πιπινιά, Δ. Προβατά, Α. Σπυροπούλου, ο.π., σελ. 83.

[34] Alfred De Musset, Η εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα, μτφρ. Βασίλης Πουλάκος, επιμέλεια-Επίμετρο Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Printa, Αθήνα 2015, σελ. 289.

[35] Alfred De Musset, Η εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα, μτφρ. Βασίλης Πουλάκος, επιμέλεια-Επίμετρο Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Printa, Αθήνα 2015, σελ. 2Β89.

[36] Alfred De Musset, Η εξομολόγηση ενός τέκνου του αιώνα, μτφρ. Βασίλης Πουλάκος, επιμέλεια-Επίμετρο Μαρία Σπυριδοπούλου, εκδ. Printa, Αθήνα 2015, σελ. 309.