Με την Κριτική του Καθαρού λόγου ο Καντ υπόσχεται να τερματίσει τη διαμάχη μεταξύ εμπειρισμού και ορθολογισμού μέσα από μια καινοτόμο γνωσιοθεωρητική σύλληψη. Η σημασία της κριτικής του Λόγου και η κριτική που ασκήθηκε από τον Χέγκελ.

2018-03-13 13:54

Εισαγωγή

      Στο μεταίχμιο του 19ου αιώνα και του 20ου  αναδύθηκαν νέα φιλοσοφικά ρεύματα τα οποία αντιτάχθηκαν τόσο στον εμπειρικό σκεπτικισμό του 18ου αιώνα όσο και στη λογοκρατία του δογματικού ορθολογισμού των έμφυτων ιδεών. Μια νέα γνωσιολογική θεωρία στην ιστορία των επιστημών και της φύσης ήταν αναπόφευκτη και εκείνος ο οποίος κλήθηκε και αποτέλεσε από μόνος του έναν νέο γνωσιολογικό κλάδο για την εξέλιξη της φιλοσοφίας, δεν ήταν άλλος από τον Immanuel Kant (Καντ, 1724 – 1804). Σε αυτή την εργασία θα γίνει μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το κεντρικό φιλοσοφικό ζήτημα της καντιανής γνωσιολογίας το οποίο ανέδειξε τον Καντ σε μείζονα εκπρόσωπο του γερμανικού ιδεαλισμού στοχεύοντας όσο το δυνατόν στην καλύτερη ανάλυση των φιλοσοφικών όρων, απλοποίηση και κατανόησή τους. Στο τρίτο τέταρτο του 18ου αιώνα και πιο συγκεκριμένα το 1781 εγκαινίασε αυτή τη νέα περίοδο στην επιστημονική σκέψη με το μνημειώδες έργο του Κριτική του Καθαρού Λόγου κάνοντας μια στροφή στις έως τότε φιλοσοφικές πραγματείες.[1]  Παρόλα αυτά ασκήθηκε κριτική στην γνωσιολογία του και ένα μέρος αυτής της εργασίας θα αποτελέσει η κριτική την οποία άσκησε ο Χέγκελ στην καντιανή φιλοσοφία.

  1. Φιλοσοφικά ρεύματα και τάσεις στην εποχή του Διαφωτισμού.

      Την περίοδο του Διαφωτισμού οι γνωσιολογικές (επιστημολογικές) απόψεις, δηλαδή ο κλάδος εκείνος της φιλοσοφίας ο οποίος ασχολείται με το ερώτημα πού βρίσκεται η ουσία του εξωτερικού κόσμου που αντιλαμβανόμαστε, άλλαζαν τώρα, το κεντρικό ζητούμενο στη θεωρία του Διαφωτισμού είναι η αποκήρυξη της αυθεντίας ενώ το κεντρικό ζητούμενο θέμα της εποχής στη φιλοσοφία είναι πλέον η δυνατότητα και το όριο της αληθινής γνώσης για τον άνθρωπο. Τα μεγάλα φιλοσοφικά συστήματα τα οποία διαμόρφωσαν τις ιδέες του Διαφωτισμού, αποτελώντας την κληρονομιά του, ήταν δύο. Ο ορθολογισμός με σημείο εκκίνησης τον René Descartes (Καρτέσιος, 1596 – 1650) ήταν το ένα, που αργότερα μετεξελίχθηκε σε έναν δογματικό ορθολογισμό με κύριους εκπροσώπους τους Baruch Spinoza (Σπινόζα, 1632 – 1777) και Gottfried Leibnitz (Λάιμπνιτς, 1646 – 1716) το άλλο ο εμπειρισμός, διαμορφωμένος στις αρχές του Διαφωτισμού, ο οποίος εισηγείται μια διαφορετική θεώρηση για την ουσία, τον τρόπο και τα όρια της γνώσης του κόσμου. Ο εμπειρικός σκεπτικισμός, γνωσιολογικά, βασίζεται στη θεωρία ότι κάθε θεμελιώδης έννοια της επιστήμης δεν είναι τίποτε άλλο από τη σύνοψη της ανθρώπινης εμπειρίας, μια ανακεφαλαίωση των εντυπώσεών μας η οποία έχει τη βάση της στην παρατήρηση και την επαφή του νου με τη φύση και την εντύπωση την οποία αποκοδομεί από αυτή.[2]

      Ο ορθολογισμός, μέσα από τη δογματική έπαρση της αυταπόδεικτης επιστημονικής θεωρίας, κατήργησε επί της ουσίας την εμπειρία προβάλλοντας τη βεβαιότητα της επιστημονικής αλήθειας ως το μοναδικό στερεότυπο.[3] Ο εμπειρισμός ως γνωσιολογική θεωρία υποστήριζε ότι η εμπειρία δίδεται στον νου απ’ έξω, αυτόματα μέσω της παρατήρησης και ότι ο νους είναι απλά ένας δέκτης της ανταπόκρισης των αισθήσεων, οι οποίες κινητοποιούνται από τα ερεθίσματα για οτιδήποτε υπαρκτό μέσα στον κόσμο μέσω ενός αιτιακού συστήματος (εφόσον υπάρχει αιτία υπάρχει και αποτέλεσμα κ.ο.κ.) ή για οποιαδήποτε καθολική έννοια. Μιλώντας καθολική έννοια αναφερόταν σε κάθε τι υλικό – υπαρκτό – απτό οργανικό ή ανόργανο είδος ή φαινόμενο.

  1. Η καινοτόμος γνωσιολογική θεωρία του Καντ.

      Ο Καντ ήρθε για να συγκεράσει τη βεβαιότητα της επιστημονικής αλήθειας, την οποία εξέφραζαν οι αρχές του ορθολογισμού, με την ιδέα της φύσης των πραγμάτων, την παρατήρησή τους και την εμπιστοσύνη την οποία έδειχνε ο ανθρώπινος νους προς την εμπειρία. Ο Καντ  μέσα από το έργο του να κάνει την υπέρβαση και να υποστηρίξει ότι αυτό το ερέθισμα, αυτό το πρωτογενές υλικό με το οποίο έρχεται σε επαφή ο νους δια μέσου των αισθήσεων τελικά δεν του είναι και τόσο άγνωστο διότι υπάρχουν εντός του (νου) εξ’ υπαρχής εξηγητικές μήτρες.[4] Εδώ, λοιπόν, σε αυτό το σημείο έρχεται και γίνεται η ανατροπή για την εμπειρία, η απόκτηση της οποίας θεωρούνταν για τον άνθρωπο η χαώδης και άτακτη εισροή των αισθητηριακών δεδομένων στον νου.[5] Ο Καντ λέει ότι η αισθητηριακή εποπτεία, η παρατήρηση δηλαδή των αισθήσεων η οποία ανάγεται σε εμπειρία, είναι αποτέλεσμα της εγρήγορσης της διάνοιας η οποία από την  πρώτη στιγμή είναι ενεργή και ότι, εν τέλει, τα πράγματα ρυθμίζονται προς τον νου και όχι ο νους προς τα πράγματα.[6] Για να γίνει αυτό περισσότερο κατανοητό θα χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα. Το ότι αυτό που διαβάζουμε είναι ένα έγγραφο ( η έννοια του εγγράφου είναι  η καθολική έννοια) δεν αναγνωρίζεται από την όραση η οποία στέλνει το μήνυμα στον νου, αλλά ο νους το επιβάλλει στην αίσθηση – στο συγκεκριμένο παράδειγμα στην όραση, ως μία έννοια καθολική, η οποία υπάρχει εξ αρχής μέσα του. Ο νους επιβάλλει την καθολικότητα των εννοιών στις αισθήσεις. Η καθολικότητα των εννοιών δεν παράγεται από την παρατήρηση, δηλαδή δεν εξασφαλίζεται από τις αισθήσεις παρά βρίσκεται ως γνώριμη λογική μορφή  μέσα στον νου.

       Στην Κριτική του καθαρού λόγου αναπτύσσει 12 κατηγορίες οι οποίες έχουν μία δεδομένη a priori (εκ των προτέρων) μορφή και οι οποίες αποτελούν τον εξοπλισμό της θεωρητικής συνείδησης.[7] Από αυτές παράγονται τέσσερεις μορφές λογικής κρίσης: η ποιότητα, ποσότητα, σχέση και τρόπος, ενώ από τις 12 κατηγορίες οι πιο κρίσιμες για την επιστημονική εξήγηση είναι η ουσία και η αιτιότητα. Η ουσία είναι το σταθερό υπόβαθρο, ο οντολογικός πυρήνας, ο οποίος είναι φορέας των μεταβολών ενός πράγματος, ενώ η αιτιότητα είναι μία δεδομένη a priori έννοια της νόησης η οποία συνδέει με μία συνάφεια τα γεγονότα που αντιλαμβανόμαστε μεταξύ τους σε μία σχέση αιτίας – αιτιατού (αποτελέσματος).[8]  Όσον αφορά την ουσία ενός πράγματος είτε συλλαμβάνεται από τα μάτια του νου (διανοητική εποπτεία) –ορθολογισμός, είτε από μία επισφαλή υπόθεση – εμπειρισμός, προβαίνει σε μία ενδιάμεση προσέγγιση. Αναπτύσσοντας την καθαρότητα στη γνωσιολογία του, όπου “καθαρό” εννοείται ο τρόπος του σκέπτεσθαι κατά τον οποίο εκλείπουν κάθε είδους συναισθηματικές παρεμβάσεις, θέτει ως a priori καθαρές μορφές αντιληπτικότητας τις έννοιες του χώρου και του χρόνου. Τα πρωτογενή αισθητηριακά δεδομένα εισρέουν στον νου και ο χώρος με τον χρόνο είναι οι a priori μορφές τις ανθρώπινης αισθητικότητας όπου εντάσσονται τα πρωτογενή αισθητηριακά δεδομένα.[9]

      Η ενδιάμεση προσέγγιση που επιχειρεί ο Καντ, αποσκοπεί στη σύζευξη της ορθολογικής με την εμπειρική γνωσιολογία μέσω ενός ορθολογικού φραγμού θεωρώντας κενές τις a priori έννοιες χωρίς την εμπειρία. «Από μόνες τους οι εκ των προτέρων έννοιες είναι απολύτως κενές» αναφέρει, ενσωματώνοντας στη γνωσιολογία του το καίριο κεκτημένο του εμπειρισμού (πείραμα – παρατήρηση – εμπειρία).[10] Συμπερασματικά, λοιπόν, βλέπουμε ότι για τον Καντ σε ένα αιτιοκρατικά δεδομένο a priori σύστημα, σύμφωνα με το οποίο ο νους προδιατίθεται σε μία αιτιακής φύσεως σχέση έναντι των φαινομένων και των φυσικών πραγμάτων, ούτε οι a priori έννοιες από μόνες τους αρκούν, ούτε η παρατήρηση ενός φαινομένου από μόνη της θα οδηγήσει στην αληθινή γνώση. Ο Καντ θεωρεί ότι μόνο μέσω της σύζευξης εννοιών και φύσης θα προκύψει η επιστημονική γνώση περνώντας μέσα από δύο στάδια: το στάδιο της τακτοποίησης στον νου των αιτιακών διασυνδέσεων στο χώρο και τον χρόνο (κατασκευή αλληλουχιών, πάνω – κάτω, δίπλα, κ.ο.κ.) και στη στο στάδιο της υποβολής πειραματικού ελέγχου των σημαντικότερων αιτιωδών χαρακτηριστικών ενός πράγματος.[11] Η σύζευξη των δύο σταδίων επιγράφεται από τον Καντ ως “συνθετική a priori γνώση” που σημαίνει τη συνδετική σχέση της “καθαρής” φυσικής επιστήμης, η οποία οδηγεί στη σύνοψη των νόμων της φυσικής με την a priori βεβαιότητα του ανθρώπινου νου για την εμπειρία.[12]

  1. Το απροσπέλαστο όριο του νου.

      Η αντίληψη του Καντ σχετικά με τη δυνατότητα του νου να γνωρίσει την αλήθεια όπως εκφράστηκε μέσα από τη Κριτική του καθαρού Λόγου θεμελίωσε τελικά τον συγκερασμό της διάνοιας με την εμπειρία. «Ο νους δεν έχει τη δυνατότητα να εποπτεύσει κάτι και οι αισθήσεις δεν έχουν τη δυνατότητα να νοήσουν κάτι. Μόνο από την ένωσή τους μπορεί να εκπηγάσει γνώση».[13] Εάν θεωρήσουμε ότι ο νους είναι σε θέση να εξηγήσει το γνωστικό αντικείμενο μόνο ως φαινόμενο τότε κάθε τι το οποίο δεν είναι φαινόμενο, αλλά μια άπιαστη έννοια, “πράγμα καθαυτό” σύμφωνα με τον Καντ, δεν μπορεί να εξηγηθεί. Στην καντιανή γνωσιολογία η έννοια φαινόμενο είναι οι παραστάσεις οι οποίες ενυπάρχουν μέσα σε ένα γνωστικό υποκείμενο∙ οι παραστάσεις εντός του νου. Άρα ο ανθρώπινος νους μπορεί να εξηγήσει πράγματα μόνο ως φαινόμενα, εφόσον η γνώση περνάει,  διαμεσολαβείται, από τα αντιληπτικά όργανα είτε ως a priori έννοιες του νου όπως είδαμε, είτε ως a prosteriori, (εκ των υστέρων), δηλαδή εμπειρικά.[14] Ο νους έχει έκταση αλλά έχει και συγκεκριμένο όριο.

      Το πράγμα καθαυτό για τον Καντ είναι η έννοια η οποία βρίσκεται πέρα από κάθε δυνατότητα γνώσης, μία έννοια αδιάγνωστη, αναντίστοιχη σε κάποιο εμπειρικό αντικείμενο και χωρίς εμπειρική διάσταση  επειδή ο νους δεν μπορεί να την πλησιάσει.[15] Θεωρεί ότι οποιαδήποτε φιλοσοφία έχει την αίσθηση ότι μπορεί να διηθηθεί εντός μιας τέτοιας ασύλληπτης περιοχής, της περιοχής των νοούμενων, παραβιάζει την πλέον θεμελιακή γνωσιολογική θεωρία.[16] Ο χαρακτήρας της καντιανής γνωσιολογικής θεωρίας έγκειται στο γεγονός της ύπαρξης αυτού του απροσπέλαστου γνωστικού ορίου. Είναι ξεκάθαρο για τον Καντ ότι ο νους έχει όριο και πως ό,τι ξεπερνά αυτό το όριο, το απροσπέλαστο αλλά όχι και μη υπαρκτό και δύναται να εισέλθει στο νοούμενο, στο αδιάγνωστο και καθαυτό πράγμα για τον νου, τότε ένα τέτοιου είδους φιλοσόφημα ενδύεται με τον παραπλανητικό μανδύα της μεταφυσικής.[17]

  1. Κριτική στην καντιανή γνωσιολογία.

      Η θέση του Καντ για το απροσπέλαστο του γνωστικού ορίου παρανοήθηκε στη Γερμανία και έγινε αντικείμενο κριτικής από πολλούς σχολιαστές. Κατηγορήθηκε για φιλοσοφικό δυϊσμό, στις αρχές στις οποίες στηρίχθηκε ο Καρτέσιος (δύο είναι τα πράγματα για τον άνθρωπο: το πνεύμα και η ύλη) και γενικότερα για τη δημιουργία βάσης μόνο δύο αρχών, π.χ.: νόηση – βούληση, ιδεατό – πραγματικό. Επίσης, κατηγορήθηκε για αϋλοκρατικές θέσεις, δηλαδή ότι το κάθε τι είναι κατασκευασμένο με διαφορετική δομή από τον κάθε νου, ταυτίζοντας την αισθητηριακή αντίληψη με το πράγμα καθαυτό και τέλος για σολοψισμό, την ιδεαλιστική εκείνη θεωρία η οποία υποστηρίζει ότι στον κόσμο υπάρχει μόνο το Εγώ και η συνείδησή του.[18] Το ρεαλιστικό υπόβαθρο της γνωσιολογίας του εξασθένισε, ενώ ο ίδιος χαρακτηρίστηκε από τον κορυφαίο του γερμανικού Διαφωτισμού Moses Mendelssohn (Μέντελσον 1729 – 1786) ως καταστροφέας των πάντων και από τον Friedrich Heinrich Jacobi (Γιακόμπι 1743 – 1819) ως μηδενιστής.[19]

      Η μετάβαση στον μετακαντιανό ιδεαλισμό ήρε τις καντιανές απαγορεύσεις σχετικά με τη χαλιναγώγηση του νου όσον αφορά το πεδίο του απροσπέλαστου γνωστικού ορίου.[20] Ο Georg Wilhelm Friedrich Hegel (Χέγκελ 1770 – 1831) υπήρξε εκείνη η φιλοσοφική μορφή που κυριάρχησε τον 19ο αιώνα και με την οποία αναμετρήθηκαν όλα τα φιλοσοφικά ρεύματα που ακολούθησαν.[21] Στη μετακαντιανή εποχή το γνωστικό υποκείμενο, ο άνθρωπος, έσπασε την οριοθετική γραμμή του νου και διήθησε στην ανυπέρβλητη περιοχή των πραγμάτων καθαυτά, ανάγοντάς τα σε αντικείμενα γνώσης. Είναι αφόρητο, αναφέρει ο Χέγκελ, να θέτει ο Λόγος προβλήματα στον ίδιο του τον εαυτό  τα οποία αδυνατεί να λύσει.[22]

  1. Η κριτική του Χέγκελ στην καντιανή φιλοσοφία.

      Στα υπερβατολογικά επιχειρήματα, τα οποία είναι οι “καθαροί” τρόποι του σκέπτεσθαι και στη θεωρία της καντιανής υποκειμενικής αναστοχαστικότητας, δηλαδή την αυτοαξιολόγηση του ανθρώπου με τον εαυτό του και έως ποιου ορίου μπορεί να φτάσει η νοητική του δυνατότητα, ο Χέγκελ αντιπαρατέθηκε με κριτικό πνεύμα καταγγέλοντας τον καντιανό περιορισμό και προτείνοντας την υπέρβασή του. Διαφώνησε με τον διαχωρισμό φαινομένων και πραγμάτων καθαυτά και με τον διαχωρισμό φαινομένων – νοούμενων, μεταξύ του εμπειρικού και νοητού κόσμου θεωρώντας ότι ο καντιανός αναστοχασμός προωθούσε την αποκοπή του Εγώ από τη φύση∙ και καθώς η φύση είναι απόλυτη και άπειρη, προώθησε τελικά την αποκοπή του Εγώ από το υπαρκτό. «Αλλά ο νους ο οποίος θεάται το Απόλυτο, στέκεται δηλαδή ενώπιον του Απείρου και ταυτίζεται μαζί του, είναι ο ίδιος ένας απόλυτος και άπειρος νους».[23] Ο νους που απελευθερώθηκε από τις απαγορεύσεις της διάνοιας ταυτίζεται με το Άπειρο και το Απόλυτο και εξελίσσεται σε λόγο ως άπειρος και απόλυτος νους, έτοιμος να διασπάσει το άβατο της πραγματικότητας καθαυτής και να εισχωρήσει στον πυρήνα της.

       Η επανάληψη της μαθηματικής ακολουθίας εις άπειρον, στον καντιανό τρόπο του σκέπτεσθαι, αναφέρει ο Χέγκελ στο Πίστη και Γνώση, αυτό το αδιάκοπο μέτρημα, αποτελεί τη φαύλη εμπειρία της αναστοχαστικής συνείδησης επειδή κατευθύνεται μόνο προς ένα καταληκτικό σημείο το οποίο είναι νοητό και όχι πραγματικό.[24] Αυτή η διαδικασία, κατά την οποία πάντοτε κάτι μεταβαίνει σε κάτι άλλο, είναι μια διαδικασία κατά την οποία ο νους δεν μπορεί να αγγίξει την πραγματικότητα η οποία του διαφεύγει.[25] Μέσα από αυτόν τον λογισμό η διάνοια βεβαιώνει το όριο και την περατότητά της εφόσον δεν μπορεί να νοήσει ένα ζήτημα ως το απόλυτο σημείο θεωρώντας κάτι τέτοιο απραγματοποίητο.[26] Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ο Χέγκελ ονομάζει τον καντιανό αναστοχασμό “Φιλοσοφία ατελή” όχι μόνο επειδή δεν φθάνει ποτέ ως το τέλος αλλά διότι ο ίδιος ο αναστοχασμός περιχαρακώνεται εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου αρνούμενος τον εαυτό του, θέτοντας όρια στον νου και ακρωτηριάζοντας τη φιλοσοφική σκέψη.[27]  Η αληθινή φιλοσοφία για τον Χέγκελ είναι εκείνη η οποία αφήνει πίσω της τη διασκεπτική διάνοια και προχωρά σε μία Ολότητα, σε ένα τέλειο και υπαρκτό σύστημα το οποίο συν τοις άλλοις θα συμπεριλαμβάνει κάθε τι ανυπέρβλητο, το οποίο χαρακτήριζε η πεπερασμένη διάνοια.[28]

 

Επίλογος

      Ο καντιανός κριτικισμός, αυτή η νέα γνωσιολογική θεωρία του 18ου αιώνα είχε μια ξεκάθαρη κατεύθυνση σύγκλησης του ορθολογισμού με τον εμπειρισμό θέτοντας ερωτήματα για τον κόσμο η οποία στόχευε στη δυνατότητα της γνώσης με “καθαρούς” όρους. Μόνο μέσα από την αυστηρή επιστημονική εξήγηση εντός ενός εμπειρικού πλαισίου συνεπικουρούμενου από μία θεωρητική συνείδηση απεμπλεκόμενη από τις αυθαίρετες και παραπλανητικές μεταφυσικές θεωρίες, θα μπορούσε να στοχεύσει κανείς με βεβαιότητα στη μοναδικότητα της επιστημονικής αλήθειας και την αλάνθαστη πρόβλεψη. Βασίστηκε στη θεωρία της συνθετικής a priori γνώσης, με δεδομένη προϋπόθεση τη συμμετοχή της εμπειρικής πραγματικότητας. Παρά τους νέους δρόμους που άνοιξε ασκήθηκε έντονη κριτική από τους επιγόνους του Καντ κατά την εποχή της εδραίωσης του γερμανικού ιδεαλισμού. Κριτική ασκήθηκε κυρίως από τον Johann Gottlied Fichte (Φίχτε, 1762 – 1814), τον Joseph Wilhelm Friedrich Schelling (Σέλλινγκ, 1775 – 1854) και από τον Georg Wilhelm Friedrich Hegel ( Χέγκελ, 1770 – 1831). Ένα από τα βασικά σημεία στα οποία ασκήθηκε η κριτική του Χέγκελ στον Καντ ήταν στη καντιανή απαγόρευση του νου να διεισδύσει στην περιοχή της πεπεραμένης γνώσης, των πραγμάτων καθαυτά, θεωρώντας ως ακύρωση της φιλοσοφίας και πρόβλημα του Λόγου την ύπαρξη οριοθετικής γραμμής στη γνώση. Στον καντιανό αντίποδα ότι υπάρχουν ερωτήματα τα οποία δεν μπορούμε να απαντήσουμε και πως, όταν η νόηση έχει αυτή την τάση υπάρχει αντινομία και παραλογισμός του Λόγου εμπρός στην πεπερασμένη γνώση η οποία είναι η μόνη αληθινή, ο Χέγκελ απαντά ότι η νόηση δεν έχει όριο και ότι το πνεύμα συνεχώς εξελίσσεται ακόμη και μετά θάνατον αντικρούοντας μία τέτοια στατική και περιορισμένη θεωρία όπως η καντιανή.«Από τη στιγμή όμως που η καντιανή φιλοσοφία ορίζει εκείνη την πεπερασμένη γνώση ως τη μοναδική και δυνατή, και ανακηρύσσει ως κάτι το αυθυπόστατο και το θετικό εκείνη την αρνητική, καθαρά ιδεαλιστική πλευρά ή ακόμα ανακηρύσσει εκείνη την κενή έννοια σε απόλυτο Λόγο, θεωρητικό όσο και πρακτικό, τότε οπισθοδρομεί πάλι στην απόλυτη περατότητα και υποκειμενικότητα. Κι έτσι το όλο θεωρητικό πρόγραμμα και περιεχόμενο της φιλοσοφίας αυτής δεν είναι η γνώση του Απολύτου, αλλά η γνώση της υποκειμενικότητας τούτης και η κριτική των γνωστικών της δυνάμεων».[29]

 

Βιβλιογραφία

Βαλλιάνος Περικλής, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα (19ος – 20ος αιώνας), τόμος Γ΄, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008.

 

Hegel G.W.F., Πίστη και Γνώση. Η αναστοχαστική φιλοσοφία της υποκειμενικότητας στην πληρότητα των μορφών της ως φιλοσοφία του Καντ, του Γιακόμπι και του Φίχτε, μτφρ. Περικλής Βαλλιάνος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2010.

 

Kant Immanuel, Κριτική του Καθαρού Λόγου, τόμος Β΄, μτφρ. Αναστασίου Γιανναρά, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1979.

 


[1]Στο ίδιο, σελ. 36.

[2] Περικλής Βαλλιάνος, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, νεότερα και σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα (19ος – 20ος αιώνας), τόμος Γ΄, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008, σελ. 33.

[3] Στο ίδιο, σελ. 34.

[4] Στο ίδιο.

[5] Στο ίδιο.

[6] Στο ίδιο, σελ. 37.

[7] Στο ίδιο, σελ. 39.

[8] Στο ίδιο.

[9] Στο ίδιο, σελ. 40.

[10] Στο ίδιο, σελ. 43-44.

[11] Στο ίδιο, σελ. 41.

[12] Στο ίδιο.

[13]Immanuel Kant, Κριτική του Καθαρού Λόγου, τόμος Β΄, μτφρ. Αναστασίου Γιανναρά, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1979, σελ. 17.

[14] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 45.

[15] Στο ίδιο.

[16] Στο ίδιο.

[17] Στο ίδιο, σελ. 46.

[18] Στο ίδιο, σελ. 49.

[19] Στο ίδιο.

[20] Στο ίδιο, σελ. 91.

[21] Στο ίδιο, σελ. 123.

[22] Στο ίδιο, σελ. 91.

[23] G.W.F. Hegel, Πίστη και Γνώση. Η αναστοχαστική φιλοσοφία της υποκειμενικότητας στην πληρότητα των μορφών της ως φιλοσοφία του Καντ, του Γιακόμπι και του Φίχτε, μτφρ. Περικλής Βαλλιάνος, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2010, σελ. 68.

[24] Στο ίδιο, σελ. 66.

[25] Στο ίδιο.

[26] Στο ίδιο, σελ. 67.

[27]  Στο ίδιο.

[28] Στο ίδιο.

[29] Στο ίδιο, σελ. 154.