Η θέση του Βέμπερ και του Μαρξ για τον καπιταλισμό. Ποιες συνθήκες ευνόησαν την ανάπτυξή του στις μη αναπτυσσόμενες χώρες.

2023-01-29 14:22

Εισαγωγή

Ο καπιταλισμός αποτελεί σήμερα το πιο διαδεδομένο οικονομικό σύστημα, διαμορφώνοντας κοινωνίες από την εποχή της Νεωτερικότητας και εντεύθεν. Ως όρος είναι πολυσύνθετος και αντικατοπτρίζεται μέσα από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αναμοχλεύσεις, οι οποίες αναδύονται από τη σχέση της κοινωνίας της εργασίας και της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και διακίνησης με κίνητρο το κέρδος και την επανεπένδυσήκαι έχει ως στόχο τη διαρκή συσσώρευση πλούτου σε μια ελεύθερη αγορά. Δύο διαφορετικές προσεγγίσεις του καπιταλισμού, στις οποίες θα εμβαθύνουμε και αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης στον 20ο αιώνα, ήταν εκείνη της βεμπεριανής κοινωνιολογίας και της μαρξικής θεωρίας. Στη συνέχεια θα εξετάσουμε τις συνθήκες και το φάσμα ανάπτυξης του καπιταλισμού και στις μη ανεπτυγμένες χώρες, εξαιρουμένων εκείνων των Δυτικών κοινωνιών.

 

Ο καπιταλισμός μέσα από τον Βέμπερ και τον Μαρξ. Συγκλήσεις και αποκλίσεις

Ο καπιταλισμός είναι η κοινωνία εκείνη στην οποία κυριαρχεί το κεφάλαιο και η μισθωτή εργασία (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 135). Είναι γνωστό πως διαμορφώθηκε από τους εμπόρους του Ύστερου Μεσαίωνα, οι οποίοι κυριάρχησαν μεγιστοποιώντας τα κέρδη τους. Πλουτίζοντας μετασχηματίστηκαν στους πρώτους καπιταλιστές. Αυτοί, ως νέοι αστοί «έφεραν στο προσκήνιο της ιστορίας τον καπιταλισμό ως κοινωνικο-οικονομικό και πολιτισμικό σύστημα (Αντωνοπούλου 2008, σελ, 448). Ο όρος καπιταλισμός δεν άπτεται μόνο του οικονομικού πρίσματος, αλλά πρωτίστως του κοινωνικού, μέσα από την έννοια της εργασίας.

      Όπως αναφέρει ο Lӧwy«Η σχέση του Βέμπερ με τον Μαρξ έχει αποτελέσει αντικείμενο αναρίθμητων συζητήσεων και αντιπαραθέσεων, αναφορικά με διάφορες πλευρές των θεωριών τους» (Lӧwy 2002, σελ. 145). Ενώ ο Βέμπερ αναφέρεται στην αποψίλωση της κοινωνίας και κάθε νοήματός της εμπρός στην επιδίωξη του κέρδους, ο Μαρξ περιορίζεται στον κόσμο της εργασίας και στη συρρίκνωσή του, την εκμετάλλευση και την υποταγή του από το καπιταλιστικό σύστημα, μιλώντας για ανισότητα. Ο Βέμπερ αναφέρεται σε έναν έλλογο καπιταλισμό με έλλογο υπολογιστικό τρόπο και συγκέντρωση κεφαλαίου καταδικάζοντας τη χρήση βίας ή άλλων ακραίων μέσων αντίδρασης (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 435). Ο Μαρξ, αντιθέτως, επικεντρώνεται στην επανάσταση του προλεταριάτου με οποιοδήποτε κόστος, αρκεί ο τελικός στόχος να είναι η ανατροπή του κεφαλαίου και του καπιταλισμού.

      Ο Βέμπερ επίσης, αντιτίθεται στον μαρξισμό και στη θεώρησή του για τον καπιταλισμό χαρακτηρίζοντας τη μαρξική θεωρία,επ΄αυτού, όχι ιδεολογία, αλλά ιδεότυπο και ότι μόνο σαν ιδεότυπος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί. Ως μια μέθοδος, δηλαδή, ένα μοντέλο, το οποίο δεν σχετίζεται με την πραγματικότητα (Κονιόρδος 2002, σελ. 93). Ο Βέμπερ βλέπει παντού την ύπαρξη συγκρούσεων και αναμετρήσεων σε πολλά επίπεδα. Θεωρώντας την αγορά πόρο συγκρότησης των ανθρώπων, η αγορά υπόκεινται σε πλείστες συγκρούσεις. Το ζήτημα, λοιπόν, είναι πολυπαραγοντικό. Μία παραγοντική αγορά με διάσπαρτα κοινωνικά υποκείμενα εμπλέκονται σε συγκρούσεις εντός ενός πολυπαραγοντικού πλαισίου. Η κεντρική-βασική αντίθεση στον Μαρξ είναι μία. Είναι η σύγκρουση κεφαλαίου-προλεταριάτου. Είναι η σύγκρουση την οποία αφορά η παραγωγή του κοινωνικού πλούτου και η κατάτμησή της. Για τον Μαρξ υπάρχουν μόνο δύο υποκείμενα και όχι διάσπαρτα υποκείμενα‧ υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι κατέχουν τα μέσα παραγωγής και εκείνοι που δεν τα έχουν και προσπαθούν να επιβιώσουν. Το σημείο εκκίνησης της αντιπαράθεσης είναι ο κοινωνικός πλούτος, αφού σύμφωνα με τη μαρξική θεωρία, η ιστορία των κοινωνιών σχετίζεται με τον ταξικό αγώνα.

      Ο καπιταλισμός σε μεγάλο βαθμό είναι ανορθολογικός για τον Μαρξ. Στον καπιταλισμό έχουμε διασπάθιση πόρων (ανθρώπινων και παραγωγικών). Επίσης, τον καπιταλισμό τον διακρίνει ο άναρχος χαρακτήρας παραγωγήςχωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο άνθρωπος. Ο Μαρξ ήταν εκείνος που εισήγαγε τον όρο αλλοτρίωση. Θέλοντας να περιγράψει το υψηλό τίμημα που καταβάλλει ο κόσμος της εργασίας και ιδιαίτερα το προλεταριάτο και το πρεκαριάτο[1]. Ένα τίμημα που αγγίζει, εκτός των άλλων, και την ψυχική υγεία των εργατών, η οποία γνωρίζει μεγάλη επιβάρυνση. Ο Μαρξ, λοιπόν, κατά κύριο λόγο, επικεντρώνεται σε αυτό το πλαίσιο της φθοράς της ευάλωτης εργατικής τάξης και τα δεινά που τη σύρουν εμπρός στον “αιμοσταγή” καπιταλιστή κεφαλαιούχο. Ο Μαρξ κάνει λόγο για τη σχιζοειδή κατάσταση που βιώνουν οι άνθρωποι εξαιτίας του καπιταλισμού και της αλλοτρίωσης του ανθρώπου ως κοινωνικό ον. Επειδή δεν υπάρχουν ηθικές αξίες στον καπιταλισμό, αφού η ανθρώπινες δράσεις (η σκέψη, το όραμα, οι πράξεις) έχουν ως τελικό αποδέκτη μόνο το  κέρδος και τον πλούτο, ακριβώς για αυτόν το λόγο ο Μαρξ θεωρεί την κοινωνία αυτή, κοινωνία της αλλοτρίωσης. Από τη στιγμή που «ο καπιταλισμός αυτονομείται έναντι των ηθικών ιδεών», όπως σημειώνει η Αντωνοπούλου, ο Βέμπερ σε αυτό το σημείο συγκλίνει με την μαρξική αλλοτρίωση θεωρώντας ότι «Η καπιταλιστική κοινωνία διαμορφώνεται σαν “σιδερένιο κλουβί”, εντός του οποίου συνθλίβεται η ανθρώπινη δημιουργικότητα και ελευθερία» (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 454).

      Ο Βέμπερ, δεν επικεντρώνεται ειδικά σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο, όπως ο Μαρξ, παρά κινείται εντός ενός χώρο  τεραστίων διαστάσεων, εκείνον του καπιταλισμού ως ενός ορθολογικού τύπου ιδεότυπο. «Η επιδίωξη του κέρδους για το κέρδος, που γίνεται το κύριο χαρακτηριστικό της κοινωνίας αυτής, η συνεχής επιτυχία, με άλλα λόγια, της επιχειρηματικής δραστηριότητας επιβάλλει “ορθολογικό υπολογισμό”, ορθολογικό προγραμματισμό τόσο στο επίπεδο της αγοράς όσο και στο επίπεδο της παραγωγικής μονάδας, του σύγχρονου εργοστασίου (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 448). Για τον Βέμπερ η εμφάνιση του καπιταλισμού μέσα από το τσαλακωμένο περιτύλιγμα της φθαρμένης φεουδαλικής κοινωνίας  ήταν μοιραίο και δεν είχε καμία σχέση με την επιδίωξη των ανθρώπων για κέρδος και συσσώρευση πλούτου. Ήταν μια συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε, της Αλλαγής Παραδείγματος, η οποία κατέστη, ή η απόρροια του παράδοξου των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων της κοινωνικής δράσης, για να μιλήσουμε με όρους της βεμπεριανής μεθοδολογίας.

      Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στην αντίληψη της μαρξικής θεωρίας για τον καπιταλισμό τονίζεται η συστημική μαρξική σημασία του και η σημασία της κοινωνικής δράσης. Στη βεμπεριανή θεώρηση η προσέγγιση του καπιταλισμού έχει να κάνει με μια ολιστικότερη  σχέση της πραγματικότητας δίνοντας έμφαση στη μοναδικότητα του φαινομένου αυτού (του καπιταλισμού), το οποίο αναπτύχθηκε στη Δύση. Όπως αναφέρει η Αντωνοπούλου «Αυτή ακριβώς η συνθήκη του ορθολογικού υπολογισμού, της “εργαλειακής” ή “πρακτικής ορθολογικότητας”, συνιστά κατά τον Βέμπερ την ιδιαιτερότητα της δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας» (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 449). Πάντως, τόσο ο Μαρξ όσο και ο Βέμπερ είναι πεπεισμένοι για την ανορθολογικότητα του καπιταλιστικού συστήματος (Lӧwy 2002, σελ. 155). Όπως αναφέρει ο Lӧwy, μέσα από αυτή τη σύγκλιση έχουμε τη μαρξική τάση, σύμφωνα με την οποία αυτή ο ανορθολογισμός είναι εγγενές φαινόμενο του καπιταλισμού χαρακτηρίζοντάς την, μάλιστα, ως αλλοτριωμένη κοινωνική διαδικασία, ενώ σύμφωνα με τον Βέμπερ, αυτός ο ανορθολογισμός δεν αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό, αλλά «Αποτέλεσμα εξωτερικών, μη οικονομικών, θρησκευτικών επιδράσεων» (Lӧwy 2002, σελ. 155).

Ακόμη, πρέπει να αναφέρουμε ότι μέσα από την βεμπεριανή θεώρηση επιχειρείται η ανάλυση προς όλους εκείνους τους παράγοντες, οι οποίοι επιδρούν στην ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού (Κονιόρδος 2002, σελ. 98). Ένας από αυτούς τους παράγοντες είναι και η “Θεϊκή κλήση”, η οποία προκάλεσε τον προτεσταντικό ασκητισμό και αυτός με τη σειρά του την ορθολογική συμπεριφορά της εργασίας στον καπιταλισμό της Δύσης, μέσα από την προτεσταντική ηθική.

Βέβαια, ό ίδιος δεν ήθελε να αποκτήσει έναν δογματικό χαρακτήρα, στο προτεσταντικό πλαίσιο, το γεγονός ότι το πνεύμα του καπιταλισμού είναι αποτέλεσμα της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης και ήταν πολύ προσεκτικός πάνω σε αυτό το σημείο (Lӧwy 2002, σελ. 146). Ο ίδιος αναφερόμενος με ειρωνικό ύφος στην Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού παρατηρεί ως εξής: «Είναι πολύ πιθανό, αν ποτέ ολοκληρώσω την έρευνά μου, να κατηγορηθώ ότι υποχωρώ στον ιστορικό  υλισμό με την ίδια βεβαιότητα με την οποία τώρα κατηγορούμαι ότι συνθηκολογώ στην ιδεολογία» (Lӧwy 2002, σελ. 146). Στο παράδοξο του γεγονότος, λοιπόν, πώς η Προτεσταντική Ηθική αποτελεί στις κοινωνικές επιστήμες κλασικό παράδειγμα εναλλακτικής πρότασης στον μαρξισμό, την απάντηση δίνει ο TalkottParsonsμέσα από τη Δομή της Κοινωνικής Δράσης, αλλά και μεταγενέστερα έργα του (Lӧwy 2002, σελ. 146). Ο Talkottσχολιάζει για την Θεωρία της Κοινωνικής και Οικονομικής Οργάνωσης του Βέμπερ: «Η πρώιμη εξέλιξη της σκέψης του Βέμπερ ακολούθησε δρόμους που τον έφεραν σε στενή επαφή με τη μαρξική θέση. Ωστόσο σύντομα οπισθοχώρησε (recoiled), αφού πείστηκε ότι είναι εντελώς απαραίτητο οι “ιδέες” να διαδραματίζουν βαρύνοντα ρόλο στην ερμηνεία των σημαντικών ιστορικών εξελίξεων. Η πρώτη απόδειξη της νέας του πεποίθησης ήταν η μελέτη της προτεσταντικής ηθικής ως στοιχείου στη γέννηση του σύγχρονου καπιταλισμού» (Lӧwy 2002, σελ. 146-147).

 

Η επέκταση του καπιταλισμού

      Η επέκταση του καπιταλισμού στις μη Δυτικές κοινωνίες δεν είναι ένα φαινόμενο τόσο απλό όσο φαίνεται ή όσο νομίζει κανείς ότι επετεύχθη δια της αντιγραφής του Δυτικού πολιτισμού ή δια της μιμήσεώς του. Αντιθέτως αποδεικνύεται μια πολύ σύνθετη διαδικασία (Κονιόρδος, 2002, σελ. 102). Αν θεωρήσουμε ότι μέσα από την προτεσταντική ηθική της εργασίας εδραιώθηκε ο σύγχρονος καπιταλισμός «Πώς, όμως, τότε εξηγείται το γεγονός ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός εμφανίστηκε και εδραιώθηκε σε σειρά εμφανώς μη δυτικών χωρών, όπως η Ιαπωνία, η Κορέα ή η Ταϊβάν;» (Κονιόρδος 2002, σελ. 103). Μήπως υπάρχει κάποιο αντίστοιχο ανάλογο με την προτεσταντική ηθική ή κάποια άλλη ηθική της εργασίας και, αν ναι, πώς επιδρά; Ή μήπως παίζει σημαντικό ρόλο για την επέκταση του καπιταλισμού στην Άπω Ανατολή και στη Ασία γενικότερα η επίδραση κομφουκιανής διδασκαλίας ως χαρακτηριστικό δεδομένο στη συλλογικότητα, την προσήλωση και την αλληλοβοήθεια σε αυτές τις κοινωνίες; (Κονιόρδος, 2002, σελ. 103). 

Τα ερωτήματα φαίνεται ότι είναι πολλά, όμως δεν παραμένουν αναπάντητα. Για να κάνουμε λόγο πάλι για τη Δύση, η εκλεκτική συγγένεια του καπιταλισμού με τον προτεσταντισμό είναι αναμφισβήτητη. Υπάρχει εξ αυτής της συγγένειας όχι μόνο ο λόγος ανάπτυξης, αλλά και ο λόγος επέκτασης του καπιταλισμού. Αυτή η επέκταση είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί εξαιτίας και άλλων νέων δεδομένων. Άρα υπάρχει εκλεκτική συγγένεια μεταξύ της επέκτασης νέων δεδομένων που δημιουργήθηκαν σε αυτές τις χώρες.

      Επί παραδείγματι, όταν ο καπιταλισμός επεκτάθηκε στις χώρες της Άπω Ανατολής όπως η Ιαπωνία, τα δεδομένα ήταν ότι, αρχικά, αυτή η επαφή έγινε με όρους απειλής και όταν η Ιαπωνία αισθάνθηκε την ανάσα των Ευρωπαίων κοντά της, οι Ιάπωνες “άνοιξαν” ή εμπιστεύθηκαν και προσέλαβαν, αν θέλετε, τον Δυτικό καπιταλισμό ανεπιφύλακτα. Προσέλαβαν και “πάντρεψαν” αυτά τα νέα δεδομένα για τους ίδιους, με τη δική τους κομφουκιστική ηθική. Η εκκίνηση, λοιπόν, του Ιαπωνικού καπιταλισμού, π.χ., αν και προέκυψε μέσα από τη συνάντηση αυτή, η οποία αρχικά φαινόταν ως μια επαφή απειλής για τον πολιτισμό της Άπω Ανατολής, στη συνέχεια κατέστησε τη Ιαπωνία μία από τις ισχυρότερες οικονομίες του πλανήτη. Όπως αναφέρει ο Dongγια την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ανατολική Ασία «Πρέπει, επίσης, να εκτιμήσουμε τη δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στους πολλούς πολιτικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς παράγοντες, την επιλεκτική υιοθέτηση, αφομοίωση και προσαρμογή ορισμένων ξένων στοιχείων και την επιλεκτική απόρριψη, τροποποίηση και χρήση άλλων» (Kim, 2002, σελ. 177).

ΟKimKyong-Dongαναρωτιέται «Πώς κοινωνίες με διαφορετικούς πολιτισμούς επιτυγχάνουν παρεμφερείς οικονομικούς στόχους, ακολουθώντας διαφορετικές στρατηγικές, βασισμένες στις όποιες πηγές-πολιτισμικές ή άλλες διαθέτουν; (Kim 2002, σελ. 160). Για να δώσει ο ίδιος παρακάτω την εξής απάντηση«ότι η “καπιταλιστική” ανάπτυξη στην Ανατολική Ασία έχει τις καταβολές της σε μια παγκόσμια πορεία εκσυγχρονισμού, η οποία ξεκίνησε στη Δύση και εν συνεχεία επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο» (Kim2002, σελ. 161). Ο Dongχρησιμοποιεί αρκετά τους όρους: επεκτατική τάση του Δυτικού πολιτισμού, πολιτισμική εισβολή, επιθετικός καπιταλισμός, κ.α. (Kim 2002, σελ. 161). Ο Dongεξέτασε τη συσχέτιση κομφουκιανισμού και καπιταλισμού. Αναφέρει ότι μελετητές στο παρελθόν είχαν εντοπίσει στοιχεία του κομφουκιανισμού, ως προς την ηθική της εργασίας, τα οποία και συνέδεσαν ως ισοδύναμα χαρακτηριστικά με την προτεσταντική εργασιακή ηθική (Kim2002, σελ. 160).

      Ο Βέμπερ για να ενισχύσει την άποψή του για τη μοναδικότητα του φαινομένου της Δυτικής καπιταλιστικής ανάπτυξης και εδραίωσης σαν συνέπεια της Θρησκευτικής Μεταρρύθμισης, στηρίζεται, κατά κύριο λόγο, στο θεσμικό υπόβαθρο της γραφειοκρατίας, της διοίκησης και της νομοθεσίας. Από την άλλη, ο Kim, μέσα από τη μελέτη της σχέσης που έχει ο κουμφουκιανισμός με τον καπιταλισμό, προσπαθεί να ανάγει την καπιταλιστική επέκταση στην Ανατολική Ασία σε μια συνειδητή επιλογή‧ να ακολουθήσει, δηλαδή, αυτός ο πολιτισμός το Δυτικό καπιταλιστικό μοντέλο  μέσα από ένα ισχυρό εθνικιστικό κέλευσμα παρακάμπτοντας τις αρχές του κομφουκιανισμού, με τις οποίες τόσες γενεές γαλουχήθηκαν (Kim 2002, σελ. 171). Και αυτό διότι δεν πρέπει να παραβλέψουμε το γεγονός ότι η σύμπλευση της κομφουκιανιστικής κληρονομιάς με τον καπιταλισμό στις χώρες της Άπω Ανατολής δεν ήταν τόσο εύκολη.

      Πολύ σημαντικό σημείο και εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι αυτό των κουμφουκιανιστικών καταβολών της προ-νεωτερικής περιόδου, τα οποία ως είναι φυσικό εμπότισαν τις επερχόμενες γενεές. Αυτό δεν είναι άλλο από την κοινωνική ανέλιξη για την κατάκτηση μιας κοινωνικής θέσης. Αυτό που αναφέρει ο Kimείναι ότι η κατάκτηση μιας επίσημης θέσης αποτελούσε στόχο ζωής για τους νέους και σημαντική διάκριση, η οποία μεταφερόταν και στην οικογένεια (Kim 2002, σελ. 176). Όσον αφορά την Κορεατική χερσόνησο, η παράδοση αυτή επικράτησε και κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας ενισχύοντας την πολιτική των διακρίσεων εις βάρος των Κορεατών.

      Μια σημαντική διαφοροποίηση του Δυτικού καπιταλισμού με τις Ασιατικές χώρες ήταν η εξής: Κατά την περίοδο της καπιταλιστικής επέκτασης στην Ανατολική Ασία το κίνητρο για την καπιταλιστική ανάπτυξη δεν ήταν οι χρηματικές απολαβές και η επιδίωξη του κέρδους. Το κίνητρο, όπως αναφέρει ο Kim,ήταν αυτό της « Κατάκτησης μιας υψηλής κοινωνικής θέσης, το οποίο είχε κληροδοτηθεί από την κομφουκιανιστική παράδοση» (Kim2002, σελ. 176). Παρόλο που η απόκτηση χρηματικών ποσών ή μιας σίγουρης επαγγελματικής θέσης ήταν ψηλά στις προσδοκίες των Κορεατών, το μέσο εκείνο το οποίο θα επιτύγχανε την κοινωνική καταξίωση, δεν ήταν άλλο από τη συσσώρευση πλούτου (Kim 2002, σελ. 176). Παρατηρείται, λοιπόν, ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό στοιχείο του καπιταλισμού, εμφορούμενο όμως από διαφορετικούς άξονες‧ εκείνον την κοινωνικής καταξίωσης για τους Ασιάτες και αυτόν του πλουτισμού προς χάριν της καταναλωτικής απόλαυσης για τους Ευρωπαίους.

 

Αντί επιλόγου

      Οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις του Μαρξ και του Βέμπερ για τον καπιταλισμό διαφέρουν μεταξύ τους, τόσο ως προς την προτεραιότητα που δίνει ο Βέμπερ στη δομή της κοινωνίας, όσο και ως προς την προτεραιότητα που δίνει ο Μαρξ στους ανθρώπους οι οποίοι δομούν την  κοινωνία. Ωστόσο, φαίνεται πως υπάρχουν και κάποια σημεία σύγκλισης, όπως εκείνο της εγγενούς ανορθολογικότητας που επικρατεί στον καπιταλισμό. Ακόμη, και οι δύο αντιλαμβάνονται τη σημασία που έχει η ανθρώπινη δράση, υπό προϋποθέσεις, και η οποία προσδιορίζει ή αλλάζει τον ρου της ιστορίας.

Ο καπιταλισμός σήμερα, είτε μέσα από τις μαρξικές γενικεύσεις περί της εμπορευματοποίησης της κοινωνίας και της εκμετάλλευσης από το Κεφάλαιο, είτε μέσα από τη βεμπεριανή ορθολογιστική οργάνωση της εργασίας και του κράτους, έχει επεκταθεί εκτός συνόρων του Δυτικού πολιτισμού, εκτός της κοιτίδας της Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής μοναδικότητας.

      Παρά τις κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές της Δύσης με χώρες όπως της Άπω Ανατολής, το καπιταλιστικό μοντέλο ανάπτυξης είχε παρόμοια αποτελέσματα και στους δύο αυτούς πολιτισμικούς πόλους. Η επιτάχυνση της παγκοσμιοποίησης έμελλε να αναδείξει τον καπιταλισμό σε μια αξεπέραστη άνευ ορίων κοινωνικό-οικονομική σύλληψη, αλλά άνευ συνόρων.

 

 

 

Βιβλιογραφία

 

 

Αντωνοπούλου Μ., Οι κλασικοί της Κοινωνιολογίας - Κοινωνική θεωρία και νεότερη κοινωνία, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2008

 

 

ΚονιόρδοςΣ., Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Η Θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, Τόμος Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002

 

 

Kim K.-D.«Κομφουκιανισμός και καπιταλιστική ανάπτυξη στην ανατολική Ασία» στο Κονιόρδος Σ., Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Η Θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, Τόμος Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002.

 

 

Löwy M., «Βέμπερ εναντίον Μαρξ; Η πολεμική εναντίον του ιστορισμού υλισμού στην Προτεσταντική Ηθική» στο Κονιόρδος Σ., Ειδικά Θέματα του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Η Θέση του Βέμπερ για την Προτεσταντική Ηθική της Εργασίας, Τόμος Α΄, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2002

 

 

WeberM., Η Προτεσταντική Ηθική και το Πνεύμα του Καπιταλισμού, μτφρ. Μ.Γ. Κυπραίου, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2006

 



[1]Πρεκαριάτο: οι εργαζόμενοι που εργάζονται σε επισφαλή εργασία.