Η "θεραπεία" του Σχίσματος των δύο εκκλησιών.

2020-04-06 18:14

Εισαγωγή

      Οι δύο σημαντικές προσπάθειες που αποτέλεσαν σταθμό στην εκκλησιαστική ιστορία ως προς την προσπάθεια της ένωσης και τις οποίες θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε μέσα από αυτή την εργασία ήταν η διακήρυξη της ένωσης των εκκλησιών, στη Λυών το 1274, η οποία δεν μακροημέρευσε και η σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας, στις 5 Ιουλίου 1439, όταν υπογράφηκε, εκ νέου, η ένωση των δύο εκκλησιών από τον πάπα και τον Βυζαντινό αυτοκράτορα. Επίσης, άλλο ένα αξιοσημείωτο γεγονός για την χριστιανοσύνη υπήρξε, 14 χρόνια αργότερα μετά τη σύνοδο της Λυών  η έκκληση του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ προς τον πάπα Ιννοκέντιο για την ένωση των δύο χριστιανικών δογμάτων. Ο προσωπικός προσηλυτισμός του Ιωάννη Ε΄ και η αποκήρυξη της Ορθόδοξης πίστης του στη Ρώμη μπροστά στα σκαλοπάτια της βασιλικής του Αγίου Πέτρου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, δεν στάθηκε ικανή για την ένωση και κατ’ επέκταση για την προστασία της αυτοκρατορίας του από τη Δύση και τον πάπα.

Το ευρύτερο περιβάλλον

      Η διαταραγμένη συνοχή του Βυζαντινού κράτους με τις αυθαιρεσίες της διακυβέρνησης, την κατάχρηση της εξουσίας και τον ανεπαρκή έλεγχο από τον κρατικό μηχανισμό οδήγησαν στην 4η Σταυροφορία, η οποία προκάλεσε την πολιτική διάσπαση του Βυζαντινού χώρου. Η αυτοκρατορία δεν θα είχε στο εξής τη συνοχή του παρελθόντος.

      Εκείνοι οι οποίοι επιδίωξαν την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την αποκατάσταση του Λατίνου αυτοκράτορα Βαλδουίνου Β΄, από τη μία ήταν οι Δυτικοί, ενώ από την άλλη, οι  Βυζαντινοί αυτοκράτορες επιζητούσαν και αυτοί την ανασύσταση  της πάλαι ποτέ κραταιάς δύναμης. Τέλος, νέα αυτόνομα κρατικά μορφώματα στις κτήσεις της αυτοκρατορίας, ιδίως μετά το 1261 κατά την εκδίωξη των Φράγκων από την Κωνσταντινούπολη, στόχευαν σε μια ενιαία και ισχυρή Βυζαντινή ανασύσταση προκαλώντας ακόμη και εμφύλιες συρράξεις‧ μεταξύ των οποίων ο Δεσπότης της Ηπείρου Μιχαήλ Άγγελος ή η «αυτοκρατορία της Νίκαιας» και ο Θεόδωρος Λάσκαρης, (Nikol 2015, σελ 241).

      Συνεπώς, τα κύρια ανοιχτά μέτωπα που είχε το Βυζαντινό κράτος τον 13ο αιώνα δεν ήταν μόνο ο Ανατολικός κίνδυνος (Σελτζούκοι, Οθωμανοί, κλπ) αλλά και οι Λατίνοι επιβουλείς με τους συμμάχους τους. Μία ενδεχόμενη εκκλησιαστική ένωση, λοιπόν, θα απέβαινε προς όφελος των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, διότι θα αποσοβούσε τον κίνδυνο από τη Δύση, και ταυτόχρονα, μετά από μία ενδεχόμενη εκκλησιαστική ένωση, θα μπορούσαν να στηριχθούν στη Λατινική βοήθεια και στην απόκρουση του επιθετικού και αλλόθρησκου ανατολικού μετώπου.

Η Οικουμενική σύνοδος της Λυών (1274).

      Οι προσπάθειες της ένωσης των δύο εκκλησιών γίνονταν, ως επί το πλείστον, με την πρωτοβουλία των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Η διάθεση της ένωσης από την πλευρά της παποσύνης ήταν από επιφυλακτική έως ευπρόσδεκτη, με την προϋπόθεση της υποταγής της Ορθοδόξου Ανατολικής εκκλησίας στην Καθολική. Επί βασιλείας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου έγιναν πολύ σημαντικές προσπάθειες για την ένωση των εκκλησιών με στόχο το Βυζαντινό κράτος να μπορεί να αποκρούσει τον κίνδυνο μιας ενδεχόμενης Λατινικής επίθεσης και, εντέλει, να ανατάξει οριστικά την αυτοκρατορία κλείνοντας ένα τόσο σημαντικό μέτωπο σαν και αυτό. Ο Μιχαήλ Η΄, δέκα χρόνια μετά την εκδίωξη των Φράγκων διαβλέποντας τη Δυτική απειλή για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, επέλεξε τη διπλωματική οδό αρχίζοντας τις διαπραγματεύσεις για την ένωση των δύο εκκλησιών. Ο πάπας συγκαλώντας την ΙΔ΄ οικουμενική σύνοδο στη Λυών το 1274,  προσκάλεσε τον «σχισματικό» αυτοκράτορα και τους αντιπροσώπους του να επιστρέψουν στους κόλπους της Ρώμης και να υποταχθούν, παραδεχόμενοι τα λάθη του παρελθόντος, ούτως ώστε να γίνουν δεκτοί και πάλι στους κόλπους της χριστιανοσύνης (Nikol 2015,  σελ. 249).

      Εάν η Ορθόδοξη εκκλησία υποτασσόταν στη Ρώμη, μια ενδεχόμενη εκστρατεία κατά της Κωνσταντινούπολης θα ήταν υπό αμφισβήτηση από τον πάπα, ο οποίος θα προστάτευε τους ομόθρησκους πλέον Βυζαντινούς  (Nicol 2015, σελ, 249). Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ με δυσκολία κατάφερε και έπεισε τον κλήρο για να συγκεντρωθεί η ανάλογη αντιπροσωπεία και να μεταβεί στη Λυών για την ένωση. Οι Βυζαντινοί ένιωθαν μια βαθιά δυσπιστία και μίσος για την Καθολική εκκλησία, ενώ παράλληλα θεωρούσαν ότι θα τους εγκατέλειπε ο Θεός εάν αποκήρυτταν την πίστη τους υπέρ των αιρετικών Δυτικών (Nicol 2015, σελ. 250). Εν τέλει η ένωση επετεύχθη και τον Ιούλιο του 1274 γιορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια, ενώ η ανταμοιβή του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ από τον πάπα Γρηγόριο Ι΄ ήταν άμεση. Ο πάπας διέταξε τον Κάρολο του Ανζού, τον υπερασπιστή της αποκατάστασης των Φράγκων στην Κωνσταντινούπολη, να σταματήσει την εκστρατεία κατά του Βυζαντινού κράτους και να καταθέσει τα όπλα (Nicol 2015, σελ. 250).

      Από τη μία, με τον θάνατο του πάπα Γρηγορίου Ι΄ το 1276, η καθολική εκκλησία έγινε πολύ επιφυλακτική σε αυτή την ένωση απελευθερώνοντας εκ νέου τις γνωστές αιτιάσεις της Δύσης για την αποκατάσταση της Λατινοκρατίας στην Ανατολική Ευρώπη, ενώ από την άλλη, οι Βυζαντινοί προτιμούσαν να πεθάνουν για την ορθοδοξία, παρά να ενωθούν με τους αιρετικούς Δυτικούς. Αποτέλεσμα αυτών ήταν όλες οι προσπάθειες για την ένωση των δύο εκκλησιών να πέσουν στο κενό. Ο πάπας Μαρτίνος Δ΄ προετοίμαζε σταυροφορία με επικεφαλής τον Κάρολο του Ανζού με σκοπό την «θεραπεία» των αιρετικών «Ελλήνων» από τη θρησκευτική τους πλάνη. Ο Κάρολος του Ανζού, στα τέλη του 13ου αιώνα,  καταφέρει να ενώσει τους πάντες κατά του Βυζαντινού κράτους. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος αφορίστηκε από τον πάπα Μαρτίνο Δ΄, ενώ χαρακτηρίστηκε από τους ίδιους τους Βυζαντινούς ως τύραννος και προδότης της Ορθοδοξίας. Μετά τον θάνατό του, το 1282, ο διάδοχός του Ανδρόνικος Β΄ αποκήρυξε τη διακήρυξη της οικουμενικής συνόδου της Λυών του 1274 αποκαθιστώντας το Ορθόδοξο Δόγμα (Nikol 2015, σελ268).

Η απέλπιδα προσπάθεια του Ιωάννη Ε΄ Παλαιολόγου.

       Έκτοτε πολλά άλλαξαν. Στα μέσα του 14ου αιώνα είχαμε την πρώτη συνθήκη μεταξύ των Βυζαντινών και των Οθωμανών και τον φόρο υποτέλειας των Βυζαντινών στους Οθωμανούς. Η εξαθλίωση των μαζών οδήγησε σε εμφύλια διαμάχη το 1341. Η οικονομική κατάσταση της αυτοκρατορίας ήταν πολύ δύσκολη με αποτέλεσμα το Στέμμα να αναγκασθεί στην ενεχυρίαση των κοσμημάτων του. Η ανάδειξη στον θρόνο του αυτοκράτορα Ιωάννη Ε΄ του Παλαιολόγου συνοδεύτηκε από την πρώτη εγκατάσταση των Οθωμανών σε Ευρωπαϊκά εδάφη το 1354. Έτσι το 1355 ο Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος απευθύνει έκκληση προς τον επικεφαλής της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, τον πάπα Ιννοκέντιο ΣΤ΄ παρακάμπτοντας τόσο τη Βενετία όσο και τη Γένοβα θεωρώντας τον θεματοφύλακα της χριστιανοσύνης στη Δύση (Nicol 2015, σελ. 373).

      Ο Ιωάννης Ε΄ έδωσε γη και ύδωρ στη Ρώμη γνωρίζοντας ότι ο Ιννοκέντιος σχεδίαζε την ανασυγκρότηση των χριστιανικών δυνάμεων κατά των Τούρκων Οθωμανών. Ζητώντας από τον πάπα στόλο και στρατό, υποσχέθηκε ως αντάλλαγμα την πλήρη μεταστροφή όλων των Βυζαντινών στο δόγμα της Καθολικής εκκλησίας αφήνοντας και τον ίδιο του το γιο, τον διάδοχο του θρόνου, όμηρο στην παπική αυλή (Nicol 2015, σελ. 374). Ο πάπας θεωρώντας τον Ιωάννη Ε΄ απελπισμένο και αφελή δεν ικανοποίησε τα αιτήματα του Ιωάννη Ε΄. Έτσι ο νεαρός αυτοκράτορας έπρεπε να στραφεί στη Βενετία ή την Γένοβα (Nicol 2015, σελ. 374). Ύστερα από μια περίοδο σχετικής ηρεμίας και με την ανάδειξη στον θρόνο της παποσύνης του πάπα Ουρβανού Ε΄ το 1362, ο Ιωάννης Ε΄ στράφηκε για μια φορά ακόμη προς εκείνη την κατεύθυνση με την παροχή του ορθοδόξου δόγματος στην παπική εκκλησία, με απώτερο στόχο την ένωση των δύο εκκλησιών και την παπική προστασία. Έτσι, το 1369, ο αυτοκράτορας Ιωάννης Ε΄ Παλαιολόγος μέσα σε μια λαμπρή τελετή στην Άγιο Πέτρο στο Βατικανό «αποκήρυξε όλες τις πλάνες της Ορθόδοξης πίστης του και φίλησε τα πόδια του πάπα παρόντων όλων των καρδιναλίων» (Nicol 2015, σελ. 380). Η Δύση τον αποδέχθηκε ως Καθολικό ηγεμόνα, όμως όλοι γνώριζαν τις αδυναμίες του και πώς να τον χρησιμοποιήσουν. Ο Ιωάννης Ε΄ τον Ιούλιο 1376 εκθρονίστηκε από τον σφετεριστή του θρόνου, τον γιο του , Ανδρόνικο Δ΄ (Nicol 2015, σελ. 394).

Σύνοδος Φερράρας-Φλωρεντίας. Η σημαντικότερη προσπάθεια.

      Στα τέλη του 14ου αιώνα η αυτοκρατορία ήταν συρρικνωμένη, βυθισμένη στα χρέη  και η τύχη της αβέβαιη. Οι Οθωμανοί που ήταν σε θέση να κατακτήσουν την Κωνσταντινούπολη ανά πάσα στιγμή, συνήψαν το 1419 συνθήκη με τη Βενετία μοιράζοντας τις κτήσεις της παραπαίουσας αυτοκρατορίας Η χειρότερη πολιορκία της Κωνσταντινούπολης που είχαν βιώσει έως τότε οι Βυζαντινοί προήλθε από τον σουλτάνο Μουράτ Β΄ το 1422. Χάρη στον ηρωισμό του διαδόχου Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου η Κωνσταντινούπολη σώθηκε. Όμως η αυτοκρατορία βρισκόταν σε δυσμενέστατη θέση  και καθώς ο νέος  αυτοκράτορας ήταν ανήμπορος να αντιδράσει έχασε λίγο αργότερα το Δεσποτάτο του Μοριά στην Πελοπόννησο, ενώ το 1430 απώλεσε οριστικά τη δεύτερη πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας, τη Θεσσαλονίκη (Nicol 2015, σελ. 445-446 & 462).  

      Ο Ιωάννης Η΄, ο οποίος θεωρούσε ότι η Κωνσταντινούπολη μπορούσε να σωθεί από τους άπιστους Οθωμανούς μόνο μέσα από μία ενωμένη χριστιανοσύνη, αναγκάστηκε να αποταθεί στον πάπα Μαρτίνο Ε΄ το 1430 με το ενδεχόμενο μιας συνόδου για την ένωση των δύο εκκλησιών (Nicol 2015, σελ. 463). Έκτοτε, έως το 1437 έγιναν διάφορες προσπάθειες για την ένωση, όμως χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα. Ο πάπας Μαρτίνος Ε΄ πέθανε το 1431. Ο διάδοχός του Ευγένιος Δ΄ ήρθε αντιμέτωπος με κάποιες φατρίες της Δυτικής εκκλησίας, επονομαζόμενοι “συνοδικοί”, οι οποίες ισχυρίζονταν ότι οι σύνοδοι είχαν μεγαλύτερη ισχύ από εκείνη του πάπα. Ο ανταγωνισμός πάπα και συνοδικών εξελίχθηκε σε έναν αγώνα δρόμου στους κόλπους της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, κολακεύοντας ιδιαιτέρως τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, αλλά και κωλυσιεργώντας επί της ουσίας για έξι χρόνια έως τη σύγκλιση της συνόδου για την ένωση των δύο εκκλησιών. (Nicol 2015, σελ. 463-464).  Τότε, το 1437, ο πάπας Ευγένιος Δ΄ κατάφερε τελικά να επικρατήσει επί των συνοδικών και προανήγγειλε τη σύγκληση παπικής συνόδου στην πόλη Φερράρα. Σε ένα αργό και περιπετειώδες ταξίδι, το οποίο ξεκίνησε στις 24 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, η Βυζαντινή αποστολή με τον αυτοκράτορα, τον Πατριάρχη και τους λοιπούς αντιπροσώπους, 700 τον αριθμό, κατάφεραν να φθάσουν στη Βενετία τον Φεβρουάριο του 1438, όπου η σύνοδος είχε ξεκινήσει στη Φερράρα. Η  άφιξη του Βυζαντινού αυτοκράτορα έγινε με ιδιαίτερες τιμέςΛίγο αργότερα, το 1439, η σύνοδος μεταφέρθηκε στη Φλωρεντία

      Για πρώτη φορά έγιναν τόσο διεξοδικές προσεγγίσεις και συζητήθηκαν θέματα φιλοσοφικά, θεολογικά, περί πίστης και δόγματος, τα οποία ποτέ στο παρελθόν δεν είχαν προσεγγισθεί ανάγοντας αυτή την σύνοδο στη σημαντικότερη ενωτική προσπάθεια που είχε γίνει ποτέ. Εν τέλει, μετά από ατελείωτες συζητήσεις, στις 5 Ιουλίου 1439 υπογράφηκε η ένωση των δύο εκκλησιών από τον πάπα και τον αυτοκράτορα, με δημόσια ανάγνωση στα Λατινικά και στα Ελληνικά, την επομένη στον μητροπολιτικό ναό της Φλωρεντίας «ώστε ο  Θεός και οι άνθρωποι να γνωρίζουν ότι ο τοίχος που χώριζε για τόσο καιρό τους Ανατολικούς από τους Δυτικούς χριστιανούς επιτέλους έπεσε» (Nicol 2015, σελ. 470). Η αναχώρηση και επιστροφή της Βυζαντινής αντιπροσωπείας σηματοδοτήθηκε από την ορθόδοξη λειτουργία στον Άγιο Μάρκο της Βενετίας και από την Ελληνική εκδοχή του Συμβόλου της Πίστεως χωρίς τη μνημόνευση του πάπα.

      Η επιστροφή στην Κωνσταντινούπολη συνοδεύτηκε από έντονες διαμαρτυρίες. Ο λαός και ο κλήρος δεν αποδέχθηκε ποτέ αυτή τη σύγκλιση των δύο εκκλησιών. Υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις ότι αυτή η ένωση των εκκλησιών θα παρέμενε μόνο στα χαρτιά θεωρώντας την προδοσία της πίστης και γεγονός επαίσχυντο και θλιβερό (Nicol 2015, σελ. 470-471)

Συμπεράσματα

Η διαίρεση της χριστιανοσύνης, της Δυτικής εκκλησίας και της Ανατολικής Ορθόδοξης, με το Σχίσμα του 1054, υπήρξε ένα συγκλονιστικό γεγονός με οδυνηρές συνέπειες κυρίως για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Δυτικός κίνδυνος, έκτοτε, που πάντοτε παραμόνευε για το Βυζάντιο, παγιώθηκε μετά την 4η Σταυροφορία και την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους το 1204. Εάν και ετίθετο από τη Δύση ζητήματα, όπως η αποκατάσταση της τάξης του Λατίνου αυτοκράτορα  και η επάνοδος των «αιρετικών» Ανατολικών στον δρόμο του Θεού, παρόλα αυτά οι Βυζαντινοί, έβλεπαν ως μοναδική δικλείδα ασφαλείας την προσέγγιση με τη Δύση, μέσω του χριστιανικού δόγματος και της ένωσης των εκκλησιών. Το 1274 στη σύνοδο της Λυών η ένωση των δύο εκκλησιών αποτέλεσε θρίαμβο για τη Βυζαντινή διπλωματία και μια προσωπική νίκη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄. Παρόλα αυτά, όμως, δεν είχε τα επιθυμητά αποτελέσματα και απέτυχε. Στη συνέχεια, στα μέσα του 14ου αιώνα, οι κινήσεις του Ιωάννη Ε΄ αποδείκνυαν τη δεινή κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία, αφού απελπισμένα επιζητούσε την εύνοια του πάπα. Για μία ακόμη φορά Βυζαντινός αυτοκράτορας  στρεφόταν προς τη Δύση με το πρόσχημα της ένωσης των δύο εκκλησιών φτάνοντας στο σημείο ακόμη και να αποκηρύξει της αρχές της ορθοδοξίας και να προσηλυτιστεί στο καθολικό δόγμα. Η σοβαρότερη προσπάθεια για την ένωση του εκκλησιαστικού χάσματος της χριστιανοσύνης έγινε στα μέσα του 15ου αιώνα, μια δεκαπενταετία πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Η σύνοδος της Φερράρας –Φλωρεντίας ήταν κάτι το ξεχωριστό όπου δεν υπήρχε προηγούμενο. Ποτέ στο παρελθόν δεν υπήρξε τέτοια μεγαλοπρεπής Βυζαντινή αποστολή για μια εκκλησιαστική σύνοδο. Η ένωση των δύο εκκλησιών, αν και υπογράφηκε πανηγυρικά  στις 5 Ιουλίου 1439, δεν εφαρμόστηκε ποτέ. Η άρνηση της εφαρμογής της ένωσης στην πράξη διαιώνισε το χάσμα, εν τέλει, δύο διαφορετικών κόσμων, λίγο πριν το οριστικό τέλος μιας ήδη υποδομημένης αυτοκρατορίας και την κατά κράτος επικράτηση των Οθωμανών.

Βιβλιογραφία

Mango Cyril,  Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2017.

 

Nicol M. Donald, Βυζάντιο και Βενετία, μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2015.