Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΒΙΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ

2022-03-08 16:06

Εισαγωγή

      Η βιολογική διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού στα ζώα, άρρενος και θήλεος στον άνθρωπο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτελεί την ταυτότητα του φυσικού νοήματος της ζωής ανάγοντάς την σε ένα βιολογικό αξίωμα ως προς τη διαφοροποίηση. Όσον αφορά το ανθρώπινο υποκείμενο, η “ανδρική υπεροχή” έναντι της γυναίκας έχει αφήσει πολύ έντονα το αποτύπωμά της στο πέρασμα των αιώνων ως επικράτηση, δύναμη και πολύ συχνά καταπίεση, υποδούλωση, βία, ακόμη και θάνατο. Με αφορμή τις πρόσφατες δολοφονίες γυναικών θα προσεγγίσουμε αυτό το φαινόμενο και θα προσπαθήσουμε να εμβαθύνουμε στους λόγους ασυμβατότητας της ισότητας και της ισονομίας των δύο φύλων, οι οποίοι πλήττουν την ακεραιότητα και την αξιοπρέπεια των γυναικών.

Διαμορφώνοντας την άποψη της υποτέλειας

      Από τότε που ο άνθρωπος συνειδητοποίησε την υπόστασή του, από τότε που “πετάχτηκε μόνος στο σύμπαν” όπως έχει πει ο Σαρτρ, αναζήτησε  την προστασία, η οποία πέρασε μέσα από την προσέγγιση με τον Θεό. Ποιον Θεό, όμως και με ποια χαρακτηριστικά;  Έναν Θεό άρρενα, ο οποίος ενίοτε συναποφασίζει ή  συνδημιουργεί, τιμωρεί, κλπ, με μια γυναίκα Θεά, στο πλάι του, υποδεέστερή του τις περισσότερες φορές. Αν ανατρέξουμε στο Δωδεκάθεο ή σε άλλες θρησκείες της αρχαιότητας αυτό παρατηρείται κατά κόρον. Ας πάμε, όμως, στη χριστιανική θρησκεία και τον Δυτικό πολιτισμό που μας ενδιαφέρει. Στη βιβλική αφήγηση η Εύα αποτέλεσε δεύτερο δημιούργημα του Θεού, ύστερα από τον πρωτόπλαστο Αδάμ και μάλιστα από το πλευρό του. Η γυναικεία φύση δεν υπήρξε ποτέ ως αυτούσιο δημιούργημα του Θεού. Η γυναίκα υπήρξε μητέρα του Θεού, ως διαμεσολαβητής, απούσα από την τριαδικότητα, ενώ ποτέ δεν υπήρξε αναφορά για κάποια  γυναίκα που αναστήθηκε. Αντιθέτως, ευθύνεται για την απόλυτη αμαρτία, την ολική καταστροφή και την εκδίωξη του ανθρώπου από τον Θεό… Μικρότερη, λοιπόν, αδύναμη, ενδιάμεση σε ρόλο μεσάζοντα και αμαρτωλή με το βάρος της ευθύνης για την καταστροφή να την βαραίνει ες αεί.  Αυτή η εικόνα, αυτή η αίσθηση για το γυναικείο φύλο έχει εντυπωθεί τόσο βαθιά μέσα μας, έχει διαποτίσει τόσο ισχυρά το DNA μας, εφάμιλλα με το προπατορικό αμάρτημα όπου κανείς δεν μπορεί να την εκριζώσει. Όταν από τη γέννηση ενός ανθρώπου  οι δομές του πολιτισμού σκιαγραφούν με αυτά τα μελανά χρώματα το “αδύνατο φύλο”, πώς είναι δυνατόν, από τη μία, να αναταθεί μια “αδύναμη” γυναίκα ως πραγματική και με ίση υπόσταση με έναν άνδρα και, από την άλλη, πώς ένας άνδρας  να θεωρήσει να θεωρήσει ίση, να σεβαστεί, να εκτιμήσει και να αγαπήσει πραγματικά μια γυναίκα ως ετερόφυλη βιολογικά και ως ομόφυλη κοινωνικά;

Πατριαρχία. Το αδιαπραγμάτευτο status της βίας

      Σχεδόν παντού στον πλανήτη η υπεροχή και η ρώμη αποτελούσαν και αποτελούν, ακόμη και σήμερα, ανδρικό χαρακτηριστικό. Όπως αναφέρει ο Heywood σχετικά με την ανδρική κυριαρχία, τελικά «Η βιολογία καθορίζει το πεπρωμένο» (Heywood, 2007, σελ.434). Δυστυχώς, θα συμπληρώναμε. Προσεγγίζοντας την έμφυλη διάκριση και την αναδυόμενη βία, η ματιά μας πέφτει επάνω σε μια αφίσα στο διαδίκτυο, του περιοδικού “Feministiqa”: «Για κάθε δολοφονημένη από πατριαρχία, σεξισμό, ματσίλα, είμαστε σε πόλεμο. Καμία ανοχή» (Feministiqa.net).

      Ας δούμε επιγραμματικά αυτές τις έννοιες, οι οποίες είναι συνυφασμένες με την έμφυλη βία, την ομοφοβία, ακόμη και τη δολοφονία. Όταν αναφερόμαστε στην πατριαρχία το πρώτο πράγμα που έρχεται στον νου αντανακλαστικά είναι η εξουσία του πατρός‧ η υπεροχή και η δύναμη στην οικογένεια και κατά συνέπεια η υποταγή των υπολοίπων. Εκτός αυτού, όμως, ο όρος έχει και ένα βαθύτερο νόημα, θα μπορούσαμε να εκφράσουμε την άποψη, αρχέγονο και νοσηρό. Εκφράζει την υποταγή του νεότερου άνδρα στον μεγαλύτερο ασκώντας καταπίεση όχι μόνο ως προς το φύλο, αλλά και ως προς τη γενιά (Heywood, 2007, σελ.433). Η ματσίλα (αργκό) στη συνέχεια, δηλαδή η τοξική αρρενωπότητα  (κάποιοι την έχουν χαρακτηρίσει και νεατερνταλική αρρενωπότητα) αυτός που τραμπουκίζει, που κάνει μπούλινγκ, ο σεξισμός, η σεξουαλική παρενόχληση και ο βιασμός, θα λέγαμε ότι αποτελούν χαρακτηριστικά όχι μόνο του υπό ανάπτυξη κόσμου αλλά και του ανεπτυγμένου‧ πρόκειται για χαρακτηριστικά της έμφυλης ανισότητας, τα οποία αναδύονται ως απόρροια της εξωτερίκευσης, της απελευθέρωσης και της χειραφέτησης της γυναίκας στην κοινωνία, μετά το φεμινιστικό κίνημα του 20ου αι., και παράλληλα με την αποδοχή της διαφορετικότητας ως μιας νέας εν δυνάμει κατάστασης. Αυτές οι ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες και οι σύγχρονες φεμινίστριες αγωνίζονται για την επίτευξη της ισότητας των φύλων, για τον τερματισμό της σεξιστικής καταπίεσης για τις συμμετρικές και διευρυμένες οικογένειες και για την ανατροπή του πατριαρχικού μοντέλου (Heywood, 2007, σελ.436-437). Αυτή η δράση εγείρει την αντίδραση του στερεότυπου ανδρισμού, ενώ η βαθιά συντηρητική και πατριαρχική ιδέα προσπαθεί διακαώς να διαφυλάξει τα κεκτημένα θεωρώντας ότι βάλλεται η παραδοσιακή οικογένεια.

Φεμινισμός. Τα πρώτα κελεύσματα ισότητας

      Είναι αξιοσημείωτη η αναφορά του Heywood για τον φεμινισμό, όπου λέει ότι «Η λέξη “φεμινιστής” πρωτοχρησιμοποιήθηκε τον 19ο αι. ως ιατρικός όρος για να περιγράψει είτε τη γυναικοποίηση των αντρών, είτε την αρρενοποίηση  των γυναικών» (Heywood, 2007, σελ.423). Ως πολιτικός όρος ο φεμινισμός (feminism) χρησιμοποιήθηκε στα μέσα του 20ου αι. (το 1960 περίπου) και συνδέθηκε σταθερά με την προσπάθεια των γυναικών, μέσα από ένα οργανωμένο γυναικείο κίνημα, για την προώθηση του κοινωνικού τους ρόλου. Ο φεμινισμός στόχευσε στην καταγγελία της έμφυλης ανισότητας, στη δήλωση της απελευθερωμένης γυναικείας ταυτότητας, στα γυναικεία δικαιώματα, στη σεξουαλική απελευθέρωση, στην εξύμνηση της διαφορετικότητας και γενικότερα στην καταγγελία της απαξίωσης και της βίας.

      Το πρώτο οργανωμένο γυναικείο κίνημα εμφανίστηκε τον 19ο αι. με στόχο τη γυναικεία χειραφέτηση. Το δεύτερο κύμα εμφανίστηκε το 1960, ως φεμινιστικό κίνημα, και ως στόχο είχε την απελευθέρωση. Πέρασε μέσα από τρεις πολιτικές παραδόσεις με διαφορετικές τάσεις, τον μαρξιστικό φεμινισμό, τον φιλελεύθερο και τον ριζοσπαστικό αλλά με ένα κοινό παρονομαστή, σε γενικές γραμμές, την καταγγελία της αντρικής καταπίεσης. Στον 21ο αι., στην εποχή του μεταφεμινισμού, όπως αναφέρεται, το φεμινιστικό κίνημα του προηγούμενου αιώνα θα λέγαμε ότι έχει ατονήσει εν όψει μιας ψευδαίσθησης υποχώρησης της σεξιστικής καταπίεσης και του πατριαρχικού οικογενειακού μοντέλου (Heywood, 2007, σελ.464). Όλο και περισσότερες γυναίκες πλέον στον αναπτυγμένο κόσμο εργάζονται και αναλαμβάνουν την ευθύνη που έως τώρα αναλάμβανε ένας άνδρας. Αυτό το γεγονός τις κάνει να θεωρούν ότι έχουν τα πάντα εγκαταλείποντας τον φεμινιστικό στόχο της πραγματικής απελευθέρωσης ενώ, το χειρότερο, συμβιβάζονται ολοένα και περισσότερο με την ιδέα την αφομοίωσης του ανδρικού φύλου, να νομίζουν δηλαδή ότι λειτουργούν σαν άνδρες και αυτό το γεγονός να καλύπτει την ανάγκη αναγνώρισης της ισότητας‧ μιας αναγνώρισης, όμως, πλαστής (Heywood, 2007, σελ.464). Θα συμφωνήσουμε με τον Heywood, ο οποίος αναφέρει ότι μέσα από μια τέτοια συνθήκη η «πατριαρχία αυτοαναπαράγεται γενιά με γενιά υποτάσσοντας τις γυναίκες μέσα από τη δημιουργία πλαστών μορφών χειραφέτησης» (Heywood, 2007, σελ.464).

Βιολογικό και Κοινωνικό φύλο

      Όπως αναφέρει ο Heywood, μπορεί η θέση της γυναίκας να βελτιώθηκε αρκετά κατά τη διάρκεια του 20ου αι., όμως στον υπό ανάπτυξη κόσμο, π.χ. στην Αφρική 80 εκατομμύρια γυναίκες υποβάλλονται σε κλειτοριδεκτομή και στην Ινδία σε πολλές των περιπτώσεων τα κορίτσια που γεννιούνται θεωρούνται ανεπιθύμητα αφήνοντάς τα στη μοίρα τους (Heywood, 2007, σελ.433). Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο νόμος του ισχυρού έναντι του αδυνάτου επικρατεί εκτός από το ζωικό βασίλειο και στον άνθρωπο. Παρόλο που η φύση έχει προβλέψει και καθορίσει έναν συγκεκριμένο ρόλο στα έμβια όντα, στον άνθρωπο η κοινωνία είναι εκείνη που έρχεται να αναθέσει διαφοροποιημένους ρόλους ανάλογα με το φύλο, διακρίνοντάς το κατ’ αυτόν τον τρόπο όχι μόνο σε βιολογικό αλλά και σε κοινωνικό φύλο (Heywood, 2007, σελ.436). Το βιολογικό φύλο αναφέρεται στις βιολογικές διαφορές ενώ το κοινωνικό φύλο στους διαφορετικούς ρόλους ανδρών και γυναικών μέσα στην κοινωνία‧ ως εκ τούτου είναι δυνατόν πολύ εύκολα να καθιερωθεί και να επιβληθεί μια έμφυλη διάκριση μέσα από το στερεότυπο ανδρισμός και θηλυκότητα (Heywood, 207, σελ.436).

Η Φονική βία κατά των γυναικών. Τα αίτια

      Ακόμη και η επιλογή του όρου γυναικοκτονία αποκαλύπτει και αναδεικνύει τον σκληρό πυρήνα της έμφυλης ανισότητας που έχει να κάνει με το δικαίωμα στη ζωή νοηματοδοτώντας έτσι το τελικό στάδιο της έμφυλης βίας και του μισογυνισμού (https://Feministiqa.net). Ο όρος ο ίδιος είναι έμφυλος αφού πολλές φορές στοχοποιεί τα θύματά του εμμέσως, με τη βοήθεια της μιντιακής ετυμηγορίας. Ένας θύτης-άνδρας “που θόλωσε το μυαλό του” ή που “δεν ήξερε τι έκανε εκείνη τη στιγμή και αμέσως μετάνιωσε” για να μην κάνουμε αναφορά στην ισόβια κάθειρξη που μετατρέπεται σε 5ετή ή το πολύ 10ετή τιμωρία, λόγω μεταμέλειας ή πρότερου έντιμου βίου και καλής συμπεριφοράς στη φυλακή. Ανοχή, λοιπόν, ή όχι; Ανοχή είναι η απάντηση και θα τολμούσαμε να πούμε ανοχή με ασυνείδητη κοινωνική καθυπαγόρευση, αν όχι συνειδητή, η οποία εισάγεται σε έναν φαύλο κύκλο ατιμωρησίας και πρόκλησης φονικής βίας.

      Έτσι, η φονική βία κατά των γυναικών είναι εδώ, αταλάντευτη και “εύκολη υπόθεση”. Ο θύτης χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, μπορούμε να σκεφτούμε, μπορεί να οδηγηθεί στο έγκλημα για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την βιολογία και τη διαφορά ως προς τη ρώμη, που έχει ένας άνδρας εν σχέσει με μια γυναίκα. Ο δεύτερος ανάγεται στην κοινωνία και στην οικογένεια και στο πώς αυτές οι δύο συνθήκες έχουν διαμορφώσει τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλων. Πιο συγκεκριμένα, σε έναν εν δυνάμει θύτη έχει διαποτιστεί η ίδια του η φύση και η συνείδησή του, με τον αέρα της επί αδίκω και δικαίω επικράτησής του, απέναντι σε μια γυναίκα. Κάθε άνδρας γαλουχείται παιδιόθεν σε μια δυνατή σχέση με την πρώτη γυναίκα της ζωής του‧ τη μητέρα του. Όλες οι άλλες γυναίκες είναι υποδεέστερες της μητέρας. Σε ορισμένες οικογένειες και πολιτισμούς αυτή η ιδέα ανατροφοδοτείται και από τους δύο, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, μέχρι μια άλλη γυναίκα να αποτραβήξει τον υιό και να σπάσει αυτόν τον σύνδεσμο μεταξύ των δύο. Παράλληλα μπορεί να υπάρξουν και τα ομοφοβικά μηνύματα, όπου εκεί πάλι κινδυνεύει ο επόμενος άνδρας της πατριαρχικής οικογένειας, όχι μόνο από μία γυναίκα, αλλά αυτή τη φορά να ταυτιστεί ο ίδιος, φύσει, με μία γυναίκα. Αυτός ο νέος, λοιπόν, όταν γίνει άνδρας και αναπτύξει μια ερωτική σχέση χωρίς να έχει αποκτήσει ισορροπίες, πιθανόν εύκολα με την πρώτη ευκαιρία να προβεί σε βίαιες συμπεριφορές ακόμη και ακρότητες κατά της συντρόφου του θεωρώντας ασυνείδητα απόλυτα δικαιολογημένη μια τέτοια στάση, εξαιτίας της αγωγής και των βιωμάτων που τον ακολουθούν.

Το ζήτημα της ισότητας. Η γυναίκα στη σύγχρονη εποχή

      Όπως αναφέρει ο Rosanvallon, το ζήτημα της ισότητας των δύο φύλων είναι το κλειδί της ιστορίας σε ένα σταυροδρόμι σχέσεων ανάμεσα στη μοναδικότητα και τη διαφορά (Rosanvallon, 2014, σελ.292). Από τους προηγούμενους αιώνες για να καθοριστούν τα δικαιώματα των γυναικών καθορίστηκε και ο ρόλος τους. Κατ’ επέκταση, το γεγονός αυτό, δημιούργησε τη βάση για την άρνηση στην ομοιότητα και στην ισότητα‧ και όπως έλεγε τον 18ο αι. ο Retif de La Bretonne (1734-1806), πολυγραφότατος Γάλλος συγγραφέας την περίοδο του Διαφωτισμού, «Τα δύο φύλα δεν είναι ίσα, η εξίσωσή τους διαστρέφει τη φύση» (Rosanvallon, 2014, σελ.293). Οι περισσότεροι θεωρητικοί στοχαστές της Νεωτερικότητας διακήρυτταν ότι ο ρόλος της γυναίκας είναι άρρητα συνδεδεμένος με την οικογένεια όσο κανενός άλλου,  περιορίζεται αποκλειστικά μέσα σε αυτήν με αποκλειστικό σκοπό την ανατροφή των παιδιών, ενώ ο σύζυγός δικαιωματικά απαιτεί την υποταγή της (Kymlicka, 2021, σελ.594). O Kymlicka αναφέρει ότι «Η υποταγή των γυναικών δεν είναι ζήτημα ανορθολογικής διαφοροποίησης στη βάση του φύλου, αλλά αντρικής κυριαρχίας, υπό το κράτος της οποίας οι διαφορές του φύλου σχετίζονται με τέτοιο τρόπο με τη διανομή των οφελών, ώστε οι γυναίκες να τίθενται  συστηματικά σε μειονεκτική θέση» (Kymlicka, 2021, σελ.511). Το ζήτημα δεν είναι μόνο η αντρική κυριαρχία, η οποία θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε ότι υπερτερεί, αλλά οι συνθήκες του πολιτισμού μας που την επιβάλλουν. Όταν ο πολιτισμός μας μεροληπτεί υπέρ οποιασδήποτε μορφής φυλετικής ανισότητας και η νομοθεσία υποθάλπει κάθε μορφή διάκρισης υπέρ του ισχυρού και της ανδροκρατούμενης σε αξιώματα κοινωνίας, πώς θα ήταν δυνατόν να υπάρξουν υπό αυτές τις συνθήκες πολιτικά και αστικά δικαιώματα για μια γυναίκα; 

      Από την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης και του κοινωνικού μετασχηματισμού, μέχρι και σήμερα, ο ρόλος της γυναίκας άλλαξε. Με την κάθοδό της στο εργασιακό ανταγωνιστικό περιβάλλον, της φρενίτιδας της εκβιομηχάνισης, βγήκε από τα οικογενειακά στεγανά αποτελώντας φθηνό και άφθονο εργατικό δυναμικό. Ο Kymlicka αναφέρει: «Σε μια πρόσφατη διακήρυξη για τη “Δεκαετία των γυναικών”, τα Ηνωμένα Έθνη επισήμαναν ότι: οι γυναίκες αποτελούν το μισό πληθυσμό της γης‧ επιτελούν σχεδόν τα δύο τρίτα των ωρών εργασίας‧ λαμβάνουν το ένα δέκατο του παγκοσμίου εισοδήματος‧ και έχουν ιδιοκτησία σε ποσοστό λιγότερο από το ένα εκατοστό της παγκόσμιας ιδιοκτησίας» (Kymlicka, 2021, σελ.604). Αν και στην εποχή μας έχει επιτευχθεί μια σχετική ισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα με ίσα δικαιώματα και απαιτήσεις (οι γυναίκες καταλαμβάνουν πλέον υψηλόβαθμες διευθυντικές θέσεις τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, στα σώματα ασφαλείας, στο στράτευμα, στην πολιτική και στην διακυβέρνηση των χωρών), παρόλα αυτά παραμένει ασαφές το στοιχείο εκείνο που θεμελιώνει αυτή την ισότητα.

 

Συμπεράσματα

            Η προκατάληψη και η έμφυλη διάκριση, μπορούμε να πούμε ότι, αποτελεί ένα από τα θεμελιώδη συστατικά του σεξισμού ορίζοντάς τον σαν έννοια. Πέραν αυτού, μπορεί να πυροδοτήσει τη σκληρή βία με απροσδόκητα αποτελέσματα για το θύμα, τόσο ως προς την ψυχική επιβάρυνσή του, όσο και ως προς την απειλή για την ίδια του τη ζωή. Μπορούμε να εκφράσουμε την άποψη ότι το απώτερο αποτέλεσμα της βίας και της φονικής βίας κατά των γυναικών υφίσταται με την ανοχή της κοινωνίας. Παρόλα τα φεμινιστικά κελεύσματα του 20ου αι., η κοινωνική αμφιταλάντευση μεταξύ του παλαιού τύπου της πατριαρχικής οικογενειακής δομής και της απελευθερωμένης από αυτήν γυναικείας ταυτότητας, καλά κρατεί και γεννά την ανοχή που επιτρέπει αυτή την κτηνώδη και θλιβερή παρεκτροπή, βολή στον πολιτισμό μας. Ο 19ος  και αργότερα ο 20ος αι., η εποχή του φεμινιστικού κινήματος βρήκε παγιωμένη αυτή την κατάσταση και αμετακίνητη σαν παγόβουνο, με τη θέση των γυναικών να είναι υποδεέστερη των ανδρών.

       Εν κατακλείδι, οι διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένουν πολλές και είναι εμφανείς. Τις περισσότερες φορές, παρόλη την πολιτιστική και κοινωνική πρόοδο που έχει σημειωθεί οι γυναίκες επιβαρύνονται αποδεικνύοντας ότι το ζήτημα αυτό δεν έχει ακόμη επιλυθεί. Για μια γυναικοκτονία η κοινωνία συνήθως θα δώσει άλλοθι, διότι η ίδια, δυστυχώς, δεν είναι ακόμη ώριμη να δεχθεί μια προσδιορισμένη και θεμελιωμένη ισότητα μεταξύ γυναικών και ανδρών.

 

Βιβλιογραφία

 

Heywood Andrew, Πολιτικές ιδεολογίες, μτφρ. Χαρίδημος Κουτρής, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2007

Kymlicka Will, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, μτφρ. Γρηγόρης Μολύβας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2021

Rosanvallon Pierre, Η κοινωνία των ίσων, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014

https://feministiqa.net/gunaikoktonia-lingua-feminista/