Η σύγχρονη κοινωνική γεωγραφία της ελληνικής πρωτεύουσας από τη μεταπολεμική περίοδο έως το 2004,(αστικοποίηση, βιομηχάνιση-αποβιομηχάνιση, προαστική επέκταση-αυθαιρεσία, μετανάστευση, μεγάλα έργα υποδομών).
"Η σύγχρονη κοινωνική γεωγραφία της ελληνικής πρωτεύουσας από τη μεταπολεμική περίοδο έως το 2004. (Αστικοποίηση, βιομηχάνιση-αποβιομηχάνιση, προαστική επέκταση-αυθαιρεσία, μετανάστευση, μεγάλα έργα υποδομών)" - ΧΑΡ. ΚΟΥΜΑΝΑΚΟΣ, ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2019.
1. Αθήνα, η ταυτότητα του τόπου.
Οι κοινωνικοί, οικονομικοί και πολεοδομικοί μετασχηματισμοί της Αθήνας κατά την περίοδο του 20ου αιώνα συντέλεσαν στο σχηματισμό μιας νέας γεωγραφικής δομής του κοινωνικού χάρτη της ελληνικής πρωτεύουσας, εν σχέσει με εκείνη του παρελθόντος.Tο μικρασιατικό προσφυγικό κύμα του 1922, με τη μαζική συσσώρευση και, την ανάμειξη του πληθυσμού και στη συνέχεια η περίοδος του εμφυλίου πολέμου, αποτέλεσαν σημαντικούς ιστορικούς σταθμούς για την Αθήνα αλλάζοντας τον χάρτη της κοινωνικής γεωγραφίας της πόλης.
Η Αθήνα μετά τον εμφύλιο πόλεμο ήταν η πρωτεύουσα μιας αγροτικής χώρας με αρκετά προβλήματα στην οικονομία και δύσκολες συνθήκες διαβίωσης για τις οικογένειες των κλειστών κοινωνιών της υπαίθρου, οι οποίες αναζητούσαν την ασφάλεια και την ανωνυμία που προσέφερε μια μεγαλούπολη. (Μαλούτας 2008 Α, σελ. 30). Αυτή η εσωτερική μετανάστευση καθώς επίσης και ο οικονομικός και βιομηχανικός μετασχηματισμός που οδηγούσαν σε συνεχή άνοδο το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, άλλαξαν την κοινωνική δομή της μεταπολεμικής Αθήνας. Οι πυλώνες εκείνοι, οι οποίοι στήριξαν το ρεύμα της εσωτερικής μετανάστευσης και τη συγκρότηση αυτών των οικογενειών σε μεσαίο αστικό στρώμα ήταν οι εξής: α) Στον τομέα του εμπορίου και της βιοτεχνίας υπήρξε η βιωσιμότητα της μικρής οικογενειακής επιχείρησης, στα πρότυπα της αγροτικής οικογένειας, προσφέροντας νέες θέσεις εργασίας. β) Η αυτοαπασχόληση και πολλές φορές η συστέγαση σπιτιού-επαγγ. στέγης των εξευγενισμένων επαγγελμάτων, όπως εκείνα των γιατρών, των μηχανικών ή των δικηγόρων. γ) Η μαζική απασχόληση στον δημόσιο τομέα και δ) η μεταβίβαση σημαντικών ποσών στην πατρίδα από τους Έλληνες της διασποράς, ποσά τα οποία επενδύθηκαν στην εσωτερική αγορά, στις οικογενειακές επιχειρήσεις, στη εκπαιδευτική θωράκιση της νέας γενιάς και στην αγορά κατοικίας. (Μαλούτας 2008 Α, σελ. 34).
2. 1950 - 1970: Η εποχή της ανοικοδόμησης και της αστικοποίησης.
Αυτοί οι πυλώνες στήριξαν ένα συγκεκριμένο αναπτυξιακό πρότυπο για τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες. Ποιο ήταν αυτό; Κατ’ αρχάς είχε την εύνοια και την υποστήριξη ενός αυταρχικού καθεστώτος το οποίο διαχειριζόταν τους κρατικούς πόρους προς τους πολίτες με μία επιλεκτική διοχέτευση. (Μαλούτας 2008 Α, σελ. 34). Φοροαπαλλαγές στη μεταβίβαση ακινήτων, ανοχή στην αυθαίρετη δόμηση, απασχόληση στον δημόσιο τομέα, μετατροπή της αγροτικής γης σε αστική, αύξηση των συντελεστών δόμησης, διάδοση της πολυκατοικοποίησης καθώς και ελεύθερη πρόσβαση στην εκπαίδευση ήταν ορισμένα από τα μέτρα που διευκόλυναν τη διαδρομή των απλών λαϊκών και αγροτικών στρωμάτων προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό τους σε μεσαία αστική τάξη. (Μαλούτας 2008 Α, σελ. 34).
Από όλους αυτούς του παράγοντες, οι οποίοι λειτούργησαν αθροιστικά για την ανάπτυξη, εκείνος που αναδείχθηκε σε κύριο για την επιχειρηματική δραστηριότητα των μικροαστικών στρωμάτων ήταν αυτός της οικοδομής. Σε μια μετεμφυλιακή περίοδο “κομμουνιστικού κινδύνου”, ανεργίας, φτώχειας και έλλειψης κατοικίας, η απασχόληση είχε ένα ειδικό βάρος και η οικοδομή προσέφερε τη λύση. Για αυτούς τους λόγους η ανοικοδόμηση της Αθήνας, ιδιαίτερα με το φαινόμενο της αντιπαροχής, εξέφραζε τη φθηνή οικονομική κρατική παρέμβαση με την τοποθέτηση πενιχρών κρατικών κεφαλαίων, αφού το κράτος δεν διέθετε παρά μόνο ελάχιστα κονδύλια για την ανοικοδόμηση της Αθήνας. Εξαιτίας της φρενίτιδας της ιδιωτικής λαϊκής αποταμίευσης και της τοποθέτησης αυτών των κεφαλαίων στο γιαπί, η οικοδομική δραστηριότητα αναπτύχθηκε τόσο, ώστε απέκτησε κεντρική θέση στο σύνολο της Ελληνικής οικονομίας. (Μαντουβάλου 1985, σελ. 37). Η επιρροή της εργατικής τάξης, η οποία ήταν αυτή που πρωτοστατούσε και στην οικοδομή, υπήρξε πολύ σημαντική για την οικιστική εξέλιξη της Αθήνας και για την οικονομία αποτελούμενη από μια ευρεία λαϊκή συσπείρωση, η οποία έπαιζε κύριο λόγο στις εξελίξεις στα μέσα της δεκαετίας του ΄60. (Λεοντίδου 1985, σελ. 80). Η δεκαετία αυτή για την Αθήνα ήταν η δεκαετία της υπεραστικοποίησης με μια πληθυσμιακή έκρηξη ρεκόρ που άγγιζε τα 2,5 εκ. κατοίκων, από 1,8 εκ. που ήταν αμέσως μεταπολεμικά, τη στιγμή που η υπόλοιπη Ελλάδα πλήττονταν από παρακμή και μαρασμό. (Λεοντίδου 1985, σελ. 80).
3. Η Αθήνα σε περιβάλλον αποβιομηχάνισης.
Στη συνέχεια, την περίοδο της δικτατορίας και πιο συγκεκριμένα από τη δεκαετία του ΄70 και μετά, η Αθήνα, που είχε στηριχθεί στη μεγάλη ανάπτυξη μέσα από την προσέλκυση πόρων οι οποίοι διοχετεύθηκαν στην ανοικοδόμηση, βίωσε την απόλυτη κόπωση. (Μαντουβάλου 1985, σελ 37). Η περίοδος της αποβιομηχάνισης έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενός κεντρικού τραπεζο-γραφειοκρατικού υπαλληλικού τομέα απασχόλησης στην παροχή υπηρεσιών δημοσίου και ιδιωτικού χαρακτήρα, παρεμβαίνοντας έτσι στο διαμορφωμένο κοινωνικό status της πόλης και βυθίζοντάς την σε βιομηχανική στασιμότητα. Ο ρυθμός της βιομηχανικής ανάπτυξης την τετραετία 1969-1973 από 4,6% ετησίως μειώθηκε δραματικά στο 0,14% την πενταετία 1973-1978. (Λεοντίδου 1985, σελ. 80). Οι πόλεις οι οποίες υπέστησαν την έντονη αποβιομηχάνιση καθώς επίσης και την εισροή μεταναστευτικών ρευμάτων εμφάνισαν αξιόλογη μεταβολή στην αγορά εργασίας, στους δείκτες της ανεργίας και στην επαγγελματική εξέλιξη. (Μαλούτας 2008 A, σελ. 28). Σε αυτές τις πόλεις, εκ των οποίων μία ήταν και η Αθήνα, υπήρξε όχι και τόσο έντονα το φαινόμενο του στεγαστικού διαχωρισμού αλλά του κοινωνικού διαχωρισμού.
4. Η κοινωνική διαστρωμάτωση και το νέο αστικό τοπίο.
Στην Αθήνα εντάθηκε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα υψηλά και μεσαία στρώματα της κοινωνίας με αποτέλεσμα τη δημιουργία, από νωρίς, ενός σχολικού διαχωρισμού, με τους νέους των εύπορων οικογενειών να συγχρωτίζονται μόνο με ομοίους τους ενώ στη συνέχεια καλλιεργούνταν παράλληλα και μία δυναμική κοινωνικού διαχωρισμού. (Μαλούτας 2008 A, σελ. 50). Αυτή η κοινωνική διαφοροποίηση του αστικού τοπίου αντικατοπτρίστηκε στις γειτονιές των πολυκατοικιών με τους φτωχότερους να κατοικούν στα ισόγεια και τα υπόγεια ενώ οι πλουσιότεροι να βρίσκονται στους υψηλότερους ορόφους και τα ρετιρέ. (Λεοντίδου 2011, σελ. 187).
Η κοινωνική γεωγραφία της πρωτεύουσας άλλαζε. Έτσι, το Κολωνάκι και η Πλάκα αποτέλεσαν τον πυρήνα ζωής για την αστική τάξη των μέσων και υψηλών επαγγελματικών κατηγοριών με βόρεια επέκταση προς το Ψυχικό , τη Φιλοθέη και την Κηφισιά ή την Εκάλη με τις πολυτελείς κατοικίες, ως κηπουπόλεις των επιφανών Αθηναίων.(Λεοντίδου 2011, σελ. 186). Πυρήνας ζωής της αστικής τάξης αποτέλεσε επίσης και το νότιο παραλιακό τόξο της Αττικής συμπεριλαμβανομένου του Παλαιού Φαλήρου, της Γλυφάδας, της Βούλας, Βουλιαγμένης έως και τη Σαρωνίδα. Αντιθέτως το δυτικό-νοτιοδυτικό τόξο της πρωτεύουσας αποτέλεσε το κομμάτι των βιομηχανικών εργατουπόλεων και των προσφυγικών γειτονιών (Ταύρος, Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Δραπετσώνα, Κερατσίνι), συνοικίες οι οποίες στήριξαν παραδοσιακά την παραγωγική δραστηριότητα. (Λεοντίδου 2011, σελ. 186). Αν και η κοινωνική πόλωση δεν ήταν τόσο εμφανής, όπως στις Βορειοαμερικανικές πόλεις, με τον έντονα ιδιαίτερο εθνοφυλετικό διαχωρισμό, ωστόσο αυτή η χωροταξική επαγγελματική ανισοκατανομή δεν υπήρξε μόνο φαινόμενο της Αθήνας ούτε υστερούσε εν σχέσει με τις άλλες Ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις. (Μαλούτας 2000, σελ. 47).
5. Μεταβολές της τελευταίας 20ετίας.
Από τη δεκαετία του 1980 υποχώρησε ραγδαία η εργατική τάξη. Η Αθήνα υποβαθμίστηκε, όντας πρωτεύουσα του Νέφους, ενώ από το 1990 οι εισροές των οικονομικών μεταναστών κυρίως από τις γειτονικές χώρες έφεραν αλλαγές τόσο στην αγορά εργασίας όσο και στην αθηναϊκή κοινωνία. Οι μετανάστες εγκαταστάθηκαν γύρω από το κέντρο της πόλης επιταχύνοντας την υποβάθμιση αυτών των περιοχών. (Μαλούτας 2003, σελ. 72). Παρόλα αυτά δεν αναπτύχθηκε η γκετοποίηση ούτε υπήρξαν ιδιαίτερα φαινόμενα όσο αφορά τον στεγαστικό διαχωρισμό. (Μαλούτας 2008 A, σελ. 50). Η μικρομεσαία τάξη, οι οικογένειες των μικρών και χαμηλών ορόφων, έδωσε τη θέση της στους νεοεισερχόμενους μετανάστες. (Μαλούτας 2003, σελ. 72). Τα φαινόμενα κοινωνικής διαστρωμάτωσης στην εργασία, την κατοικία και στην οικονομία έκαναν έντονη την παρουσία τους αλλάζοντας τον χάρτη της κοινωνικής γεωγραφίας της πρωτεύουσας. Η μετατόπιση και η εγκατάσταση των μεσαίων και υψηλών στρωμάτων στα προάστια της Αθήνας έλαβε μαζικές διαστάσεις και σχετίστηκε κυρίως με τα κυκλοφοριακά προβλήματα και τη ρύπανση του κέντρου. (Μαλούτας 2000, σελ. 65). Η στεγαστική δανειοδότηση η οποία γινόταν ολοένα και περισσότερο προσιτή και δελεαστική στα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, με τη σημαντική μείωση των επιτοκίων τη δεκαετία του ΄90, έδωσε την ευκαιρία της ιδιοκατοίκησης σε αυτά τα νοικοκυριά. (Μαλούτας 2008 A, σελ. 51). Οι μετακινήσεις τόσο στον αστικό όσο και στον προαστιακό χώρο της Αθήνας, με την παράλληλα αναπτυσσόμενη στεγαστική πίστη, οδήγησε στην περαιτέρω αύξηση της ιδιοκατοίκησης αλλά και στην κοινωνική διαφοροποίηση. (Μαλούτας 2000, σελ. 67).
Η εγκατάσταση των μεταναστών περιορίστηκε αποκλειστικά σε ενοικιαζόμενες κατοικίες και η χωροθέτησή τους παρατηρήθηκε κυρίως κοντά στην εργασία τους. (Μαλούτας 2008 Β, σελ. 131). Το ποσοστό των μεταναστών το οποίο κατοικούσε στον δήμο της Αθήνας στο τέλος του αιώνα ανήλθε στο 37,3% επί του συνολικού ποσοστού τους, τη στιγμή που το ανάλογο ποσοστό των γηγενών κατοίκων της Αθήνας έφθανε μετά βίας το 17,8%. (Μαλούτας 2008 Β, σελ. 131).
Η μετανάστευση μετασχημάτισε τον κοινωνικό χάρτη της πόλης. (Λεοντίδου 2011, σελ. 185). Κάθε εθνική μεταναστευτική ομάδα είχε έναν ιδιαίτερο χωροθετικό σχηματισμό με τη μεγαλύτερη ομάδα, εκείνη των Αλβανών, να κατέχει το 60% του συνολικού μεταναστευτικού πληθυσμού με έμφαση κυρίως στην περιφέρεια. (Μαλούτας 2008 Β, σελ. 131). Ακολουθούν οι Βούλγαροι με παρουσία κυρίως στις πυκνοκατοικημένες περιοχές του κέντρου, οι Φιλιπινέζοι στα βορειοανατολικά προάστια της πόλης και πλησίον του κέντρου (Αμπελόκηποι) και τέλος οι Πακιστανοί, οι οποίοι σε μεγάλο αριθμό είναι απόντες από το κέντρο, ευρισκόμενοι κυρίως κοντά στον τόπο της εργασίας τους. (Μαλούτας 2008 Β, σελ. 131-133). Γίνεται αμέσως λοιπόν αντιληπτός ο χαμηλός βαθμός του στεγαστικού διαχωρισμού παρόλο που διαμένουν σε περιοχές κάθετης κοινωνικής διαφοροποίησης, είτε επειδή βρίσκονται κοντά στον τόπο εργασίας τους, είτε επειδή απασχολούνται σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις ή νοικοκυριά∙ το σίγουρο πάντως είναι ότι εμπλέκονται και αναμειγνύονται με τον τοπικό πληθυσμό ή με τους εργοδότες τους. (Μαλούτας 2008 Β, σελ. 131).
6. Τα μεγάλα έργα υποδομής.
Τα σχεδιασμένα συγκροτήματα της Αττικής, εμπορικά πάρκα, χώροι περιπάτου, αίθουσες συνεδρίων και κυρίως οι υποδομές για τις αθλητικές εγκαταστάσεις, δημιουργήθηκαν για την προετοιμασία της πόλης ώστε να φιλοξενήσει την 28η Ολυμπιάδα του 2004. (Γοσποδίνη 2008, σελ. 59). Χωροθετικά αυτά τα έργα αποπερατώθηκαν διάσπαρτα σε όλο το νομό Αττικής τόσο σε περιφερειακές περιοχές ή προαστιακές, όπως το ολυμπιακό κέντρο σκοποβολής στο Μαρκόπουλο ή της ιστιοπλοΐας στον Άγιο Κοσμά, ή σε περιοχές υποβαθμισμένες, όπως το ολυμπιακό κέντρο κλειστού στίβου στα Άνω Λιόσια, όσο και σε αστικές περιοχές στις οποίες εκτός του ολυμπιακού σταδίου έχουμε το ολυμπιακό κέντρο πυγμαχίας στο Περιστέρι ή το συγκρότημα του πεντάθλου στο Γουδή. (Γοσποδίνη 2008, σελ. 59-61).
Ο νέος πολεοδομικός σχεδιασμός με την αύξηση των δημοσίων επενδύσεων και προσαρμοσμένος στην ολυμπιακή απαίτηση του 2004 ήταν ιδιαίτερα εμφανής στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας διαμορφώνοντας τη φυσιογνωμία της πόλης. Τα μεγάλα έργα στον τομέα των συγκοινωνιών όπως η Αττική Οδός, το μετρό, το τραμ και ο προαστιακός σιδηρόδρομος θεωρήθηκαν έργα υποδομής τα οποία άλλαξαν τη διαχείριση του χρόνου αμβλύνοντας τις αποστάσεις, αναζωογονώντας την αγορά και αναπλάθοντας περιοχές της Αττικής οι οποίες έως τότε ήταν υποβαθμισμένες και αποκομμένες. Ωστόσο, τέσσερα χρόνια μετά το πέρας της Ολυμπιάδας δεν είχε υπάρξει κάποιο σχέδιο αξιοποίησης και συντήρησης των αθλητικών και πολιτιστικών κέντρων. (Γοσποδίνη 2008, σελ. 85). Τα περισσότερα από τα αθλητικά κέντρα, με εξαίρεση το ολυμπιακό στάδιο, λειτουργούν ακόμη και σήμερα περιστασιακά ή βρίσκονται υπό το καθεστώς της απόλυτης παρακμής και εγκατάλειψης, εφόσον ο προϋπολογισμός τους για την ετήσια συντήρηση κοστίζει 122 εκ.€. (Γοσποδίνη 2008, σελ. 85). Κάποιες εξαιρέσεις αποτελούν το πρώην κέντρο τύπου το οποίο φιλοξενεί το υπουργείο παιδείας και το πρώην ραδιοτηλεοπτικό κέντρο το οποίο λειτουργεί σήμερα ως εμπορικό κέντρο – Τhe Mall. (Γοσποδίνη 2008, σελ. 85).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η Αθήνα έγινε ουσιαστικά η νέα μητρόπολη, η οποία χτίστηκε μέσα σε 25 χρόνια πάνω στα ερείπια που άφησε ο πόλεμος και ο εμφύλιος. (Μαντουβάλου 1985, σελ. 36). Η επιλογή της ανάπτυξής της βασίστηκε στην εσωτερική ζήτηση πρωταρχικά για ασφάλεια και δευτερευόντως για εργασία, αυτοστέγαση-ανοικοδόμηση και επιχειρηματικό ενδιαφέρον από το μεταπολεμικό κύμα της εσωτερικής μετανάστευσης το οποίο άλλαξε τον κοινωνικό χάρτη της πόλης. Η Αθήνα μορφοποιήθηκε λόγω των νέων συνθηκών ενώ η ταξική διαφοροποίηση, ο στεγαστικός διαχωρισμός και η κοινωνική διαστρωμάτωση ήταν εμφανείς. Η μεταπολεμική Αθήνα έφτασε στην ολοκλήρωση της αστικοποίησής της και της οικονομικής ανόδου τη δεκαετία του ΄60. Από τη δεκαετία του ΄70 και μετά η Αθήνα γνώρισε μια περίοδο αποβιομηχάνισης και αναπτυξιακής ύφεσης. Στα χρόνια της δικτατορίας η χώρα χωρίστηκε σε ζώνες κινήτρων και η νέα επενδυτική τάση ανάπτυξης κατευθύνθηκε στους οδικούς άξονες των εθνικών οδών παρακάμπτοντας την Αθήνα.
Τις δεκαετίες του 1980-1990 η εργατική τάξη αποδυναμώθηκε και η ανεργία αυξήθηκε. Στη διαδρομή προς το 2004 έργα υποδομής έδωσαν πνοή στην Αθήνα ενώ η είσοδος των μεταναστών διάρθρωσε τις κοινωνικές και επαγγελματικές σχέσεις και αναδιαμόρφωσε τη χωρική δομή της πόλης. Στη συνέχεια πολλά από αυτά τα έργα εγκαταλείφθηκαν στο έλεος της δυσλειτουργίας του ελληνικού κράτους, ενός κράτους το οποίο στήριξε την υπερ-αστικοποίηση της πρωτεύουσας. Κοστίζοντας πολλά δις ευρώ χωρίς να εκπληρώσουν το σκοπό τους, πολλά από αυτά τα έργα οδηγήθηκαν στην απόλυτη παρακμή. Εν κατακλείδι, η Αθήνα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα του φαινομένου της αστικοποίησης, ενός φαινομένου το οποίο παρατηρείται παγκοσμίως, ασχέτως πολιτικών συστημάτων και πολεοδομικής οργάνωσης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γοσποδίνη Άσπα, 2008. «Μεταβιομηχανικές οικονομίες και χωρικοί μετασχηματισμοί των πόλεων: Αναλύοντας τη μετα-ολυμπιακή Αθήνα», στο: Διάλογοι για το σχεδιασμό του χώρου και την ανάπτυξη, επιμ: Α. Γοσποδίνη, εκδ. Κριτική, Αθήνα.
Λεοντίδου Λίλα, 1985. «Πολεοδομική οργάνωση και κοινωνικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα, 1914-1984», στο: Η Αθήνα όπως (δεν) φαίνεται, 1940-1985, επιμ: Α. Δανός, Ι. Σουλάκου, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού & σύλλογος αρχιτεκτόνων: ΔΑΣ, Αθήνα.
Λεοντίδου Λίλα, 2011. Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά είδωλα στους επιστημολογικούς αναστοχασμούς της ευρωπαϊκής γεωγραφίας, εκδ. Προπομπός, Αθήνα.
Μαλούτας Θωμάς, 2008 Α. «Κοινωνική κινητικότητα και στεγαστικός διαχωρισμός στην Αθήνα: Μορφές διαχωρισμού σε συνθήκες περιορισμένης κοινωνικής κινητικότητας», στο: Κοινωνικοί και χωρικοί μετασχηματισμοί στην Αθήνα του 21ου αιώνα, επιμ: Δ. Εμμανουήλ, Ε. Ζακοπούλου, Ρ. Καυταντζόγλου, Θ. Μαλούτας, Α. Χατζηγιάννη, εκδ. ΕΚΚΕ, Αθήνα.
Μαλούτας Θωμάς, 2008 Β. «Στεγαστικός διαχωρισμός, κοινωνική πόλωση και μετανάστευση στην Αθήνα τη δεκαετία του 1990», στο: Διάλογοι για το σχεδιασμό του χώρου και την ανάπτυξη, επιμ: Α. Γοσποδίνη, εκδ. Κριτική, Αθήνα.
Μαλούτας Θωμάς (επιμ), 2000. Κοινωνικός και Οικονομικός Άτλας της Ελλάδας, τόμος 1 Οι πόλεις, εκδ. ΕΚΚΕ-Πανεπιστημιακές εκδόσεις Θεσσαλίας, Αθήνα-Βόλος.
Μαντουβάλου Μαρία, 1985. «Η οικοδομή στην Αθήνα: Οικονομικές και κοινωνικές απόψεις μιας ευκαιριακής ανάπτυξης», στο: Η Αθήνα όπως (δεν) φαίνεται, 1940-1985, επιμ: Α. Δανός, Ι. Σουλάκου, εκδ. Υπουργείο Πολιτισμού & σύλλογος αρχιτεκτόνων: ΔΑΣ, Αθήνα.