Η σύγχρονη αντιπαράθεση κοινωνικού φιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού.
Εισαγωγή
Αναμφισβήτητα, ο φιλελευθερισμός θεωρείται μια από τις παραδοσιακές πολιτικές φιλοσοφίες-ιδεολογίες του 19ου και του 20ου αιώνα, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο με πολλές τάσεις διαφορετικών αξιών και ιδεών, υπό μία κοινή σύγκληση, εκείνη της οπισθοχώρησης της κρατικής παρέμβασης μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον. Είναι συνδεδεμένος με την έννοια της ελεύθερης αγοράς, στην οποία ο πολίτης ελεύθερος θα πρωταγωνιστεί στη λήψη των αποφάσεων. Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να αναπτύξουμε και να διαλευκάνουμε τα χαρακτηριστικά και τις διαφορές των δύο πολιτικό-οικονομικών ιδεολογιών που θα εξετάσουμε, του κοινωνικού φιλελευθερισμού και του νεοφιλελευθερισμού. Προτού γίνει αυτό θα ήταν σκόπιμο, για την ορθότερη κατανόηση, να αναφερθούμε στην προτέρα και κεντρική, θα μπορούσαμε να πούμε, πολιτική φιλοσοφία αυτών των δύο τάσεων, στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού.
Ο Φιλελευθερισμός ως πολιτική φιλοσοφία
Ο φιλελευθερισμός έχει τις ρίζες του στην εποχή του Ύστερου Μεσαίωνα. Όπως αναφέρει ο Heywood, ξεκίνησε ως θεωρία κοινωνικής συμπεριφοράς, διαφοροποιημένης από τη μεσαιωνική φεουδαλική κοινωνία, που συνδεόταν με την ιδέα της ελευθερίας, στην προσπάθεια να προστατεύσει τον άνθρωπο από την αυθαίρετη πολιτική εξουσία (Heywood, 2007, σελ.71). Στη συνέχεια, εξελίχθηκε σε μια οικονομική θεωρία περί ελεύθερων αγορών και οικονομικών συναλλαγών. Εκφράζοντας τις απόψεις της μεσαίας τάξης του 18ου αιώνα ο φιλελευθερισμός ως κοινωνική τάση, συγκρούστηκε με την αριστοκρατία των γαιοκτημόνων και τη μοναρχία δίνοντας το έναυσμα για την κατάρρευση του φεουδαλισμού και την αντικατάστασή του από τον καπιταλισμό (Heywood, 2007, σελ.72).
Στις ζυμώσεις προς τη Νεωτερικότητα, ο φιλελευθερισμός ταυτίστηκε με το εκσυγχρονιστικό πνεύμα της Βιομηχανικής Επανάστασης αποτελώντας την ιδεολογία της βιομηχανοποιημένης Δύσης. Λίγο αργότερα, μετά το μέσο του 19ου - αρχές 20ου αι., δόθηκε έμφαση στην ατομικότητα, στην ιδεολογία δηλαδή του ατομικισμού, στην πίστη «στην υπέρτατη σπουδαιότητα του ατόμου πάνω από οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα ή συλλογικό σώμα» (Heywood, 2007, σελ.79). Με τις ιδέες περί ελευθερίας του λόγου, θρησκείας και ιδιοκτησίας, ο φιλελευθερισμός συνδέθηκε άρρηκτα με την καπιταλιστική ιδεολογία της απελευθερωμένης αγοράς από κυβερνητικές παρεμβάσεις. Σ’ ένα ατομικιστικό και ορθολογιστικό ιδεώδες πίστης στην πρωτοκαθεδρία του ατόμου και της προόδου του μέσα στο κοινωνικό σύνολο και με σημαία την ατομική ελευθερία, οι φιλελεύθεροι προσυπέγραψαν την ισότητα των ευκαιριών των πολιτών στην ανέλιξή τους και στο επιχειρείν, μην αγνοώντας αλλά προσπερνώντας το κράτος (Heywood, 2007, σελ.87).
Ο Φιλήμων Παιονίδης ορμώμενος από μία μυθοπλασία του Βρετανού πολιτικού και καθηγητή κοινωνιολογίας Steven Lukes, ξεδιπλώνει, θα μπορούσαμε να πούμε, τα χαρακτηριστικά και τις καταστατικές αρχές του φιλελευθερισμού: α) Ισονομία‧ πολίτες με ίσα ατομικά, ηθικά πολιτικά δικαιώματα και ελευθερίες. β) Σεβασμός προς τους πολίτες οι οποίοι δεν θα υφίστανται όσο είναι αυτό δυνατόν, από το κράτος, οικονομικές και κοινωνικές αδικίες. γ) Ουδετερότητα των αρχών και κατεύθυνση προς μία ανταγωνιστικότητα ευγενή, αρκεί να μην θίγονται ηθικές αρχές. δ) Ενεργοί πολίτες στην λήψη των πολιτικών αποφάσεων με γνώμονα «Τις ανωτέρω καταστατικές αρχές πολιτικής και κοινωνικής δικαιοσύνης» (Παιονίδης, 2007, 148).
Κοινωνικός Φιλελευθερισμός
Ο φιλελευθερισμός του 19ου αι. ήταν υπέρ ενός μη παρεμβατικού κράτους ενώ από τον 20ο αι. υποστήριξε το κράτος πρόνοιας. Αυτή η ρήξη με την πρώιμη φιλελεύθερη σκέψη, όπως αναφέρει ο Heywood, «Συντελέστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα με το έργο του Βρετανού φιλοσόφου T.H. Green, 1836-1882» (Heywood, 2007, σελ.126). Ο Green μέσα από το έργο του συντάχθηκε με τις ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού διαβλέποντας, όμως, και τις αρνητικές επιπτώσεις που θα είχε μια ενδεχόμενη κερδοφορία, χωρίς ηθικούς φραγμούς, σε μια ελεύθερη αγορά. Μία τέτοια κατάσταση θα μπορούσε κάλλιστα να επιφέρει συνθήκες εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης από την εργοδοσία μπροστά στο δίλλημα: επιβίωση με άνευ όρων παράδοση των εργατικών δικαιωμάτων ή ολική καταστροφή. Αυτή η πολιτικό-οικονομική φιλοσοφία του Green, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι άνοιξε τον δρόμο προς μια διαφορετική έως τότε κατεύθυνση στην ιδεολογία του φιλελευθερισμού, την κατεύθυνση της κρατικής παρέμβασης με εγγύηση της ατομικής ελευθερίας και την υποστήριξη των πολιτών με γνώμονα το κράτος. Συνεπώς, η εφαρμογή της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού θα ήταν δυνατόν να πραγματωθεί μέσα από ένα κράτος πρόνοιας σε έναν κοινωνικού τύπου φιλελευθερισμό. Ως εκ τούτου, όπως σχολιάζει ο Heywood «Η κεντρική ώθηση του σύγχρονου φιλελευθερισμού επομένως είναι να βοηθά τα άτομα να βοηθήσουν τον εαυτό τους» (Heywood, 2007, σελ.128).
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός και το κράτος πρόνοιας, όπως θα δούμε, επικράτησαν στο μεγαλύτερο μέρος του 20ου αιώνα διαφοροποιώντας την φιλελεύθερη ιδεολογία που γνώριζε η αγορά και η κοινωνία έως τότε. Ο Παιονίδης αναφέρει ότι ο φιλελευθερισμός μπορεί και μετακινείται‧ έχει αυτή την ικανότητα της εξέλιξης διαφοροποιούμενος, ακόμη και επηρεαζόμενος από τις θέσεις των αντιπάλων του (Παιονίδης, 2007, σελ.173). Οι ιστορικές και ιδεολογικές συγκυρίες που συντελέστηκαν στις αρχές του 20ου αιώνα κλόνισαν ανεπανόρθωτα την ανθρωπότητα δίνοντας το έναυσμα για αυτή την φιλελεύθερη μετατόπιση. « Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους που προκάλεσαν τα μεγάλα δυτικά έθνη, μετά το Άουσβιτς, την ατομική βόμβα, τους ολοκληρωτισμούς, την απομυθοποίηση της αποικιοκρατίας, την καταστροφή του περιβάλλοντος και την οικονομική υποδούλωση του Τρίτου Κόσμου, η αγιοποίηση της Δύσης δεν ήταν εφικτή, τουλάχιστον με τους όρους των φιλελεύθερων του 19ου αιώνα» (Παιονίδης, 2007, σελ.174).
Το κράτος πρόνοιας και ο κρατικός παρεμβατισμός ακολουθήθηκε ως μονόδρομος. Σχεδόν όλες οι Δυτικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν παρεμβατική οικονομική πολιτική βάζοντας φρένο στην αχαλίνωτη ιδιωτική επιχειρηματικότητα και την ασυγκράτητη κερδοφορία χωρίς όρους, ενώ παράλληλα έλαβαν μέτρα κυρίως για την αντιμετώπιση της ανεργίας ενόψει του φόβου μιας νέας πιθανής εκτίναξής της σε προπολεμικά επίπεδα (Heywood, 2007, σελ.133). Για την ιστορία, να πούμε ότι οι βάσεις για ένα κοινωνικό κράτος τέθηκαν πρώτη φορά πριν το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου στο Ηνωμένο Βασίλειο με την καθιέρωση συντάξεων στην Τρίτη ηλικία και με ένα πρόγραμμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και ασφάλισης για τους ανέργους (Heywood, 2007, σελ.130). Επίσης, προπολεμικά στη δεκαετία του ΄30 αναπτύχθηκε και στις ΗΠΑ ένα φιλελεύθερο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας επί προεδρίας F.D. Roosevelt, ενώ μέσα από το “New Deal” «Εγκαινιάστηκαν μέτρα για την ανακούφιση των ανέργων, των γέρων, των παιδιών, των χηρών και των τυφλών» (Heywood, 2007, σελ.130-131).
Νεοφιλελευθερισμός.
Οι αγορές ανώτερες της διακυβέρνησης.
Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πολιτικό-οικονομική ιδεολογία όπου ανώτερη μορφή διακυβέρνησης και κάθε μορφή πολιτικού ελέγχου είναι οι αγορές. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μια απόληξη του φιλελευθερισμού στην ακραία μορφή του κάνοντας την εμφάνισή του τη δεκαετία του 1970. Σήμερα, ο νεοφιλελευθερισμός είναι ταυτισμένος με την παγκοσμιοποίηση και με το έντονο ανταγωνιστικό πνεύμα. Ο Pierre Rosanvallon αναφέρει ότι η ιδέα του νεοφιλελευθερισμού επιτάσσει έναν γενικευμένο ανταγωνισμό με το πρόσχημα των ίσων ευκαιριών, ο οποίος δεν ταυτίζεται μόνο με την οικονομία της αγοράς. Ο νεοφιλελευθερισμός αποτελεί «Μία κοινωνική μορφή που ορίζει ένα γενικό τρόπο οργάνωσης του δεσμού μεταξύ των ανθρώπων» (Rosanvallon, 2014, σελ.259). Μέσα σε αυτό το περιβάλλον του γενικευμένου ανταγωνισμού αποσαθρώνονται βασικές κοινωνικές αξίες, όπως η αλληλεγγύη, η ανεξαρτησία, η ανεκτικότητα, καθώς και πολιτικές αξίες σαν την ελευθερία και την ισότητα. Σύμφωνα με τις αρχές του νεοφιλελευθερισμού το μεταπολεμικό κράτος εδραιωμένο σε πρακτικές του παρελθόντος και σπάταλο ως προς τις κοινωνικές παροχές, υπερχρεωμένο με το να συντηρεί μια πληθώρα δημοσίων υπαλλήλων, δεν δύναται να ανταπεξέλθει σε μια έντονη ανταγωνιστική αγορά, λόγω αδυναμίας και αναποτελεσματικότητας.
Θα τολμούσαμε να πούμε ότι μέσα από τον νεοφιλελευθερισμό αποσαθρώνεται ο ίδιος ο φιλελευθερισμός. Ο Rosanvallon αναφέρει, επίσης, ότι ο γενικευμένος ανταγωνισμός διακυβεύει την αυτονομία του πολίτη. Μπορεί να “αγιοποιεί” τον καταναλωτή, όμως αυτό επιτελείται μέσα από την καθιέρωσή του σε ένα ακόμη γρανάζι της μηχανής του κέρδους των επιχειρήσεων δια της άκρατης και κατευθυνόμενης καταναλωτικής φρενίτιδας, ενώ στο τέλος «Καθιστά τον ανταγωνισμό την κοινωνική μορφή που ορίζει μια αληθινή σχέση μεταξύ των ανθρώπων» (Rosanvallon, 2014, σελ.262).
Όπως αναφέρει ο Kymlicka, αυτή η νέα οικονομία μπορεί να πρωτοεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1970, όμως εφαρμόστηκε μέσα από τις πολιτικές του Ρέηγκαν στις ΗΠΑ με τις μαζικές περικοπές στο κοινωνικό κράτος και της Θάτσερ στο Ηνωμένο Βασίλειο με την απαξίωση των συνδικάτων. Πρόκειται για πολιτικές οι οποίες υποστήριξαν ότι το κράτος πρόνοιας περιορίζει τη δημιουργικότητα, την αποδοτικότητα και σε γενικές γραμμές την άρνηση της ατομικής ευθύνης (Kymlicka, 2005, σελ.190). Αυτό το γεγονός αναφέρεται από τον Kymlicka, ως η μεγάλη αντεπίθεση «κατά του κράτους πρόνοιας εκ μέρους της Νέας Δεξιάς τη δεκαετία του 1980» (Kymlicka, 2005, σελ.190).
Η σύγχρονη ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού επικρίνει τον κρατικό μηχανισμό για υπερκατανάλωση χρήματος καθώς και για προστασία της κυβερνητικής νομενκλατούρας. Στηλιτεύει την κλασική μισθωτή δημόσια εργασία του λίγου αλλά σίγουρου χρήματος εμπρός σε ένα γενναίο επιχειρηματικό ρίσκο του “όλα ή τίποτα”, το οποίο θαυμάζει και προάγει. Επίσης, η νέα οικονομία παρήγαγε όλο και περισσότερες εισοδηματικές ανισότητες αυξάνοντας π.χ, το χάσμα ανάμεσα στα διευθυντικά στελέχη και τους απλούς εργαζόμενους (Kymlicka, 2005, σελ.190). Έτσι, η εισοδηματική ανισότητα θεωρείται μια κατάσταση απολύτως φυσιολογική. Κατατάσσεται δε ως δευτερευούσης σημασίας στο νεοφιλελεύθερο κοινωνικό υπόβαθρο, ενώ στην πραγματικότητα αυτή η κατάσταση είναι το απότοκο της αδυσώπητης ανταγωνιστικής κουλτούρας, η οποία μετακυλίεται στον κοινωνικό δεσμό.
Ωστόσο, θα λέγαμε ότι επί της ουσίας οι διαφορές των τάσεων στην φιλελεύθερη οικονομία εντός μιας καπιταλιστικής πραγματικότητας δεν είναι τόσο διακριτές. Ίσως ακόμη και να μην υπάρχουν, αλλά να έγκειται στις κυβερνήσεις η λήψη των αποφάσεων με μια μορφή διαφορετικότητας ως προς τη διακυβέρνηση σε τοπικό επίπεδο, σύμφωνα με τις αρχές του φιλελευθερισμού σε κάποια ήπια ή ακραία μορφή του. Π.χ., ρόλο μπορεί να παίζουν το κατά κεφαλήν εισόδημα, ενδεχομένως το δημοσιονομικό πρόβλημα, ή η διαχρονική εξέλιξη του δημόσιου χρέους, η αίσθηση εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς, η ύπαρξη ή όχι ενός χαρισματικού ηγέτη και η ίδια η γεωπολιτική τοποθέτηση της χώρας. Έτσι, μπορεί στις φιλελεύθερες δημοκρατίες να επικρατεί ένα θεσμικό πλαίσιο συμβατό με τις αρχές του κοινωνικού φιλελευθερισμού, όμως, παρόλα αυτά, οι ίδιες αυτές δημοκρατίες δεν μπορούν να θεωρηθούν ως κοινωνίες μιας φιλελεύθερης κοινότητας (Παιονίδης, 2007, σελ.163).
Πολλές είναι εκείνες οι φιλελεύθερες διακυβερνήσεις, οι οποίες παρεισφρέοντας από πολύ νωρίς στο μαλακό υπογάστριο της κοινωνίας, δηλαδή την παιδεία, υποτιμούν τα εκπαιδευτικά συστήματα και την προαγωγή της δημοκρατικής πολιτικής αγωγής ανάγοντας σε ύψιστο ιδεώδες την απόκτηση της τεχνικής κατάρτισης. Στο όνομα, λοιπόν, της ατομικής επιτυχίας στοχεύουν στην καλλιέργεια όλο και περισσότερων επιχειρησιακών δράσεων, με κατάληξη τη συμμετοχή τους στη σφοδρή αναμέτρηση των αγορών σαν σύγχρονοι μονομάχοι. Ο Παιονίδης αναφέρει ότι με αυτόν τον τρόπο εκτροχιάζουν τις αρχές του φιλελευθερισμού που ήδη γνωρίζουμε οδηγώντας τις σε έναν ανελέητο οικονομικό ανταγωνισμό, σε έναν αγώνα επικράτησης με αντιδημοκρατικές αρχές και ανισότητες όπου «Δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η καπιταλιστική οικονομία στην παρούσα μορφή της, υπηρετεί τις αρχές της φιλελεύθερης κοινότητας» (Παιονίδης, 2007, σελ.164).
Κοινωνικός φιλελευθερισμός ή νεοφιλελευθερισμός;
Η οικονομική θεωρία του νεοφιλελευθερισμού έρχεται να αντικαταστήσει τη σχέση κράτους-πολίτη με τη σχέση μεταξύ των ίδιων των πολιτών. Τόσο ο κοινωνικός φιλελευθερισμός όσο και ο νεοφιλελευθερισμός ενστερνίζονται την αρχή της ελευθερίας του ατόμου και το ατομικό συμφέρον που απορρέει από αυτήν ως μια θεμελιώδη αρχή της ιδεολογίας του φιλελευθερισμού. Όμως, για ποια ελευθερία μιλούν αυτές οι δύο εκδοχές του φιλελευθερισμού; Πού τοποθετούν την ατομική ελευθερία και ποιο είναι το ωφελιμιστικό τους όριο; Ποιος είναι ο βαθμός της ατομικότητάς τους και ποια η εμπλοκή τους στο κράτος;
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ότι είναι εκείνος ο οποίος δείχνει ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο και ένα πιο συμβατό μοντέλο με τις ηθικές αρχές της κοινωνίας. Ορθώς δίνεται σημασία στην ανεξαρτησία και στην αυτάρκεια. Ορθώς, επίσης, προάγεται το ατομικό συμφέρον σε συγκεκριμένα πλαίσια και με κρατική συμμετοχή. Αντιθέτως, το ακραίο φαινόμενο του νεοφιλελευθερισμού, του αδυσώπητου και αθέμιτου ανταγωνισμού αναδεικνύει τον ακραίο ατομικισμό έναντι του συλλογικού συμφέροντος. Το γεγονός αυτό, θα λέγαμε, ότι προκαλεί την κοινωνική ηθική. Όπως επίσης, πρόκληση είναι και η σμίκρυνση, και εάν ήταν δυνατόν η κατακρήμνιση, του κράτους. Ο νεοφιλελευθερισμός εγείρει κοινωνικές αντιθέσεις μέσα από την οικονομική ανισότητα. Παρατηρεί την άνοδο της ανεργίας και την αύξηση της φτώχειας αφού σύμφωνα με τη θεωρία του, ο φτωχός επέλεξε να είναι φτωχός επειδή δεν μπορεί να γίνει πλούσιος. Το ενδιαφέρον του νεοφιλελευθερισμού περιορίζεται μόνο στις αγορές και στην ανταπόκρισή τους. Από τη μία, προβαίνει σε ιδιωτικοποιήσεις και εκχώρηση κρατικών πεδίων σε ιδιώτες με περικοπή κοινωνικών δαπανών και προσωπικού, με αποτέλεσμα την κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων στο όνομα της πολιτικής των ίσων ευκαιριών για όλους. Από την άλλη, ναρκοθετώντας τη μικρή ιδιωτική επιχειρηματικότητα, που παρότρυνε, προχωρεί στην επανίδρυση μονοπωλιακών πρακτικών μέσω κολοσσιαίων διαστάσεων πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίες είναι προϊόντα συγχώνευσης επί συγχωνεύσεων, με τις ίδιες τιμολογιακές πολιτικές για τον καταναλωτή (βλ. εταιρείες ενέργειας, τηλεφωνίας, πετρελαιοειδών, φαρμάκων, κλπ).
Συμπεράσματα
Ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, ως θεωρία και ως ιδεολογία που εφαρμόστηκε στην κοινωνία, χαρακτηρίστηκε έτσι εκ του αποτελέσματος. Διαμόρφωσε τους νόμους της αγοράς με νέους κανόνες και θετικό πρόσημο για τον πολίτη που βγήκε από τον όλεθρο που είχε βιώσει η ανθρωπότητα και η Ευρώπη στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, και ο οποίος υπέδειξε το κράτος πρόνοιας. Όπως συμβαίνει σε κάθε ιστορική περίοδο, όταν κάποιος συμπορεύεται μαζί της βιώνοντάς την, δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί το εύρος, την απήχηση και την κατεύθυνση προς μία άλλη, μία νέα, θα μπορούσαμε να πούμε, επικείμενη Αλλαγή Παραδείγματος. Πολλώ δε μάλλον, όταν η ανθρωπότητα που βίωσε την απόρροια αυτού του κοινωνικού κράτους, δεν μπόρεσε να προβλέψει ότι στα τέλη του 20ου αιώνα θα συντελούνταν η εκ νέου μεταστροφή του φιλελευθερισμού. Η μεταστροφή προς μια νέα τάση, με ένα νέο πρόσωπο παγκοσμιοποιημένο και υπερεθνικό, με γνώμονα τις αγορές και τις καθυπαγορεύσεις της στην πολιτική εξουσία, εντός ενός πλαισίου άκρατου ανταγωνισμού χωρίς ηθικούς φραγμούς‧ στην πολιτικό-οικονομική ιδεολογία του νεοφιλελευθερισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός έδειξε τον δρόμο προς ένα νέο πολιτικό-οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο, το οποίο αναπτύχθηκε ραγδαία στα τέλη του 20ου αιώνα. Άρχισε να προάγει τις ανισότητες στην αγορά οι οποίες μετακυλίστηκαν στον τομέα της εργασίας και στην κοινωνία ευρύτερα. Τα προγράμματα του κράτους πρόνοιας όσο αφορά την υγεία, την παιδεία και τις συντάξεις της Τρίτης ηλικίας αναπροσαρμόστηκαν, ενώ κρατικοί πόροι ιδιωτικοποιήθηκαν από τεχνοκράτες κυβερνητικούς αξιωματούχους οι οποίοι υπόκειντο στις αγορές. Η χρηματοοικονομική κρίση του 1929 αναθεώρησε την άποψη περί του άκρατου φιλελευθερισμού. Οι αγορές που θεωρήθηκαν τότε αυτορυθμιζόμενες, επαρκείς και παραγωγικές, διαψεύστηκαν οικτρά.
Εν κατακλείδι, οι αγορές παραμένουν αποδεδειγμένα το βασικό κίνητρο για εργασία δίνοντας την ευκαιρία σε όλους, προσκολλημένες στις αρχές του φιλελευθερισμού, επαρκείς και παραγωγικές, με διεθνοποιημένη παραγωγή και ροή κεφαλαίων, σε ανταγωνιστική δράση με επίκεντρο τον καταναλωτή. Παρόλα αυτά η ιδεολογία η οποία τις εκφράζει, ο φιλελευθερισμός, δύναται πολύ πιο εύκολα να εντοπίσει και να διαχειριστεί τα ελαττώματα του αντίπαλου δέους, του σοσιαλισμού, παρά να εκφράσει ικανοποιητικά ο ίδιος τα προτερήματα του καπιταλισμού.
Βιβλιογραφία
Παιονίδης Φιλήμων, Υπέρ του δέοντος, εκδ. Εκκρεμές, Θεσσαλονίκη 2007
Heywood Andrew, Πολιτικές ιδεολογίες, μτφρ. Χαρίδημος Κουτρής, εκδ. Επίκεντρο, Αθήνα 2007
Kymlicka Will, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, μτφρ. Γρηγόρης Μολύβας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2005
Rosanvallon Pierre, Η κοινωνία των ίσων, μτφρ. Αλέξανδρος Κιουπκιολής, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014