Η Σχολή της Φρανκφούρτης και η συμβολή του Jürgen Habermas στην κοινωνική θεωρία
Η Σχολή της Φρανκφούρτης εμφανίστηκε την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, στη Γερμανία, ως ένα νέο φιλοσοφικό-κοινωνικό ρεύμα στις παρυφές του μαρξισμού και αμφισβήτησης των αρχών του Διαφωτισμού, οι οποίες διαμόρφωσαν την Νεωτερική εποχή. Η φιλοσοφική της παράδοση είναι αλληλένδετη με την κριτική που ασκήθηκε στον ορθολογικό και “τακτοποιημένο”, θα μπορούσαμε να πούμε, κοινωνικό χαρακτήρα. Ένας από τους κύριους εκπροσώπους της ήταν και ο Jürgen Habermas.
Όπως αναφέρει ο Elliot η «κεντρική παράμετρος της κοινωνικής θεωρίας της Σχολής της Φρανκφούρτης είναι η θεώρηση του Theodor Adorno για τη “διοικούμενη κοινωνία” και η θέση του Herbert Marcuse για τη “μονοδιάστατη κοινωνία”, στην οποία τα άτομα πάσχουν από “πλεονάζουσα απώθηση”» (Elliot 2021, σελ.75). Για πρώτη φορά υπήρξε η τάση, η οποία τόλμησε να συσχετίσει την κοινωνιολογική ανάλυση της καθημερινότητας με την φροϋδική σκέψη. Σύμφωνα με αυτή, η μετάβαση από το βίωμα της άμεσης και πραγματικής ικανοποίησης στην ενσυνείδητη καθυστέρηση της ικανοποίησης, στην εκλογίκευση θα λέγαμε, δηλαδή κατά πόσο δύναται το υποκείμενο να βιώσει την επιθυμία του ή να την συγκρατήσει, αποτελεί, όπως σημειώνει ο Φωτόπουλος «το ιστορικό άλμα από την αρχή της ηδονής στην αρχή της πραγματικότητας» (Φωτόπουλος 2010, σελ. 327). Η Σχολή της Φρανκφούρτης εγείρει αυτή τη συνάρτηση της φροϋδικής θεωρίας με τη σύγχρονη κοινωνία σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει τη συσχέτιση που υπάρχει ανάμεσα στην καταστολή, και εν προκειμένω στην απώθηση της επιθυμίας και στον καταπιεστικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Αναμφίβολα, βέβαια, αυτός ο περιορισμός της επιθυμίας και η καταστολή του ενστίκτου θεωρείται από τον Marcuse προαπαιτούμενο για την ευημερία της ανθρώπινης κοινωνίας (Φωτόπουλος 2010, σελ.327).
Ένας κορυφαίος στοχαστής της κριτικής θεωρίας, ο Jürgen Habermas με το έργο του βασισμένο επάνω στις αρχές της Σχολής της Φρανκφούρτης έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναζωπύρωση της κοινωνικής θεωρίας (Elliot 2021, σελ.250). Αν και η Σχολή είχε ως κεντρική ιδέα στην κριτική θεωρία τη διερεύνηση της σχέσης, η οποία υπάρχει ανάμεσα στον λόγο και την επικοινωνία με το status quo που υπαγορεύει η ορθολογικότητα στην επιστήμη και την τεχνολογία, ο Habermas την προώθησε ένα βήμα παραπάνω όσον αφορά τον συσχετισμό της τεχνολογικής επανάστασης, της ισχύος της εξουσίας και των θεσμικών δυνάμεων με τον εκδημοκρατισμό της κοινωνίας, την ελευθερία στην πολιτική σκέψη, καθώς και με τον μετασχηματισμό που προκαλεί στην κοινωνία η αποκαθήλωση της λογικής σκέψης‧ όχι της ορθολογιστικής σκέψης και του Λόγου, αλλά της λογικής σκέψης και της επικοινωνίας. Όπως αναφέρει ο Habermas, η τεχνολογία και η εξάπλωσή της κατά τον 20ο αιώνα, έχει φτάσει στο σημείο να χειραγωγεί τις μάζες μιλώντας πλέον για διαχείριση της κοινωνίας (Elliot 2021, σελ.250).
Η εποχή της Ύστερης Νεωτερικότητας έως και σήμερα, την εποχή της μεταμοντέρνας κοινωνίας, δημιουργεί ανάγκες για τον άνθρωπο‧ πολλές φορές, θα λέγαμε, υποτιθέμενες ανάγκες. Ανάγκες όπως η ευχαρίστηση, η συσσώρευση πραγμάτων και εμπειριών και γενικότερα η ίδια η κατανάλωση. Ο άνθρωπος χειραγωγούμενος “πρέπει” να ικανοποιηθεί, “πρέπει” να καταναλώσει. Μέσω της κατανάλωσης θα σαγηνευθεί θεωρώντας ότι εκπληρώνει τις επιθυμίες του. Πρέπει να οργανωθεί γύρω από αυτόν τον άξονα διότι μέσα από αυτόν θεωρεί ότι αυτοϊκανοποιείται και ολοκληρώνεται. Δεν γνωρίζουμε, βέβαια, εάν η σημερινή κοινωνία μέσα σε αυτή την καταναλωτική εποχή, εκπληρώνει όντως τον αυτοσκοπό της ή εάν καταναλώνει την ίδια της την ελευθερία (Elliot 2021, σελ.75). Όπως διερωτάται ο Elliot «τα λεγόμενα lifestyle statements – Apple iPods, ρολόγια Gucci, πένες Mont Blanc – ικανοποιούν πράγματι τις βαθύτερες προσωπικές μας επιδιώξεις ή είναι απλώς ένα ακόμη ερέθισμα για μια κοινωνία που δεν μπορεί να σταματήσει να επιθυμεί να επιθυμεί;» (Elliot 2021, σελ.75).
Για τους μεγάλους στοχαστές της 1ης περιόδου της Σχολής της Φρανκφούρτης (Adorno, Marcuse και Horkheimer) η ανθρωπότητα έχει περιέλθει σε μέγιστο τέλμα, όπου ο άνθρωπος ως έκπτωτος των αξιών του αντανακλάται σε ένα κοινωνικό γίγνεσθαι, απόρροια ή απόληξη της εποχής της Νεωτερικότητας και του εξορθολογισμού. Οι Adorno και Horkheimer μέσα από το κορυφαίο έργο Η Διαλεκτική του Διαφωτισμού επιχειρούν να ρίξουν φως στη σκοτεινή πλευρά της σύγχρονης εποχής, τουλάχιστον της δικής τους (της περιόδου, θα λέγαμε, των μέσων του 20ου αιώνα ή του Σύντομου 20ου αιώνα σύμφωνα με τον Hobsbaum). Οι ίδιοι ορίζουν το έργο τους ως την «ανακάλυψη του λόγου για τον οποίο η ανθρωπότητα, αντί να εισέλθει σε μία πραγματική ανθρώπινη κατάσταση, βυθίζεται σε ένα νέο είδος βαρβαρότητας. Οι συγγραφείς εδώ εστιάζουν κυρίως στην εργαλειακή λογική που σάρωσε τις σύγχρονες κοινωνίες της εποχής τους (Elliot 2021, σελ.76).
Η νεωτερικότητα για τον Habermas, έχοντας ως αποτέλεσμα τον εκτεταμένο κατακερματισμό της κοινωνικής συνείδησης, «ήταν ένας κόσμος ο οποίος συνδύαζε τη θανατερή ορθολογικοποίηση με τον σαγηνευτικό καπιταλισμό» (Elliot 2021, σελ.259). Παρόλα αυτά ποτέ ο Habermas δεν αφόρισε την νεωτερικότητα όπως οι προκάτοχοί του της Σχολής της Φρανκφούρτης‧ απλώς υπέδειξε μία νέα αναλυτική μέθοδο, η οποία θα αντιμετώπιζε τα πιεστικά ζητήματα της εποχής του ύστερου καπιταλισμού, θα μπορούσαμε να πούμε του καπιταλισμού της μοντέρνας και της μεταμοντέρνας εποχής, που διανύουμε σήμερα. Αυτή ήταν η επιστροφή στη «Μεγάλη Θεωρία» η οποία συγκεντρώνει, αναδιαμορφώνει και επαναξιολογεί εννοιολογικές παραδόσεις όπως η διαντίδραση και ο λειτουργισμός.
Λέγοντας διαντίδραση και λειτουργισμό αναφερόμαστε στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση, από τη μία μεριά, και στα μέρη του κοινωνικού συστήματος, από την άλλη, όπως οι κοινωνικές δομές και οι θεσμοί και η μεταξύ τους λειτουργία (Elliot 2021, σελ.259). Επίσης, μέσα από το έργο του, ο λόγος προάγεται ως θεμελιώδης έννοια όχι μόνο για την επίτευξη μιας “καλής” κοινωνίας, αλλά και για τη διαδικασία της ορθολογικοποίησης σε άλλη βάση, καθώς σήμερα η ορθολογικοποίηση είναι αναπόφευκτη (Elliot 2021, σελ.259). Μεγάλης κλίμακας συστήματα όπως το συνταξιοδοτικό ή το τραπεζικό σύστημα καθίστανται απαραίτητα για τη λειτουργία της σημερινής κοινωνίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Habermas τέτοια συστήματα πρέπει να συντονίζουν και να συμβαδίζουν με τις ανάγκες της κοινωνίας. Αυτό επιτυγχάνεται με τη γλώσσα, την επικοινωνία και τις πολιτισμικές σχέσεις. Άρα, όχι στον αφορισμό της νεωτερικής και μετανεωτερικής αλληλεπίδρασης, αλλά επικοινωνιακό διάλογο και συγκεκριμένη αλληλεπίδραση μέσω του λόγου. Ο Habermas μέσα από το έργο του Theorie des Kommunikativen Handelns (1987) περιγράφει τις σχέσεις ορθολογικότητας και επικοινωνίας ασκώντας κριτική διαφοροποιούμενος κατά πολύ από την 1η γενιά της Σχολής της Φρανκφούρτης (Elliot 2021, σελ.260).
"Τα προ απαιτούμενα κατά Habermas και ο “αποκηρυγμένος” βιόκοσμος".
Η συμβολή του Habermas ήταν πολύ σημαντική στην κοινωνική θεωρία και οι ιδέες του εστίασαν κυρίως στην αμφισβήτηση της κοινωνικής πολιτικής και της άσκησης της εξουσίας, παράλληλα με την προσέγγιση στην επικοινωνία και την ηθική της καθ’ ημέρα πράξης. Επιδίωξή του ήταν να ανασκευάσει την επικοινωνία μέσω της ιδιαιτερότητας της γλώσσας. Πολύ σημαντική υπήρξε η ερμηνεία του Habermas σε αυτό που η Σχολή της Φρανκφούρτης αποκαλούσε εργαλειακός λόγος, πράγμα προαπαιτούμενο για τον ίδιο όπως άλλωστε και η ερμηνεία της γλώσσας (Φωτόπουλος 2010, σελ.333). Ο εργαλειακός λόγος συσχετίζεται με τη γλώσσα και τη δημιουργία ανταλλαγής μηνυμάτων (επικοινωνία) για την απόκτηση της γνώσης προκειμένου να υπάρξει ισοτιμία στη λήψη των αποφάσεων (Φωτόπουλος 2010, σελ.334). Μέσω της γλώσσας, του λόγου και της επικοινωνίας μπορεί να επιτευχθεί η συναίνεση και η κατανόηση στη λήψη των αποφάσεων στην κοινωνία, αντί της επιβολής και της κυριαρχίας. Συναίνεση μεν, αλλά με κανονιστικό τρόπο δε.
Κατά τον Habermas η κρίση του νεωτερικού κόσμου δεν αμφισβητείται, αλλά ούτε αφορίζεται. Ο Habermas αναγνωρίζει την επικράτηση του εργαλειακού λόγου και του εξορθολογισμού. Επίσης, αναγνωρίζει ότι ο βιόκοσμος, δηλ. ο κόσμος της καθημερινής ζωής, της καθημερινής εμπειρίας, ο ρυθμός της καθημερινότητας θα λέγαμε, ότι είναι αποικιοποιημένος. Με άλλα λόγια βρίσκεται εντός ενός πολύ σκληρού και περιχαρακωμένου γραφειοκρατικού πλαισίου καπιταλιστικού μοντέλου. Ο βιόκοσκος ασθμαίνει μέσα στην καπιταλιστική ολοκλήρωση σε μια συστημική ολοκλήρωση δίχως αύριο, αφού αυτή η καπιταλιστική επέκταση δεν έχει αφήσει σπιθαμή ελεύθερου χώρου.
Αυτή η αποικιοποίηση του βιόκοσμου κατέλαβε βασικές σφαίρες της ανθρώπινης δράσης και διάβρωσε τις ανθρώπινες σχέσεις. Μέσα από αυτήν ενδυναμώθηκαν οι τεχνοκράτες, ενώ ταυτόχρονα θρυμματίστηκε η κοινωνική συνείδηση (Φωτόπουλος 2010, σελ.339). Παρόλα αυτά όμως, ο Habermas από τη “Μεγάλη Άρνηση” του Marcuse περνά στην κριτική κατάφαση, δηλαδή στην τροποποίηση της νεωτερικότητας και στην αισιόδοξη βελτίωση του υπάρχοντος και όχι στην επαναστατική ορμή των αρχών της Σχολής της Φρανκφούρτης της 1ης γενιάς (Φωτόπουλος 2010, σελ.340). Υπάρχουν άραγε ελπίδες, ακόμη και μέσα από αυτή την επικράτηση του εξορθολογισμού, του εργαλειακού λόγου και της καπιταλιστικής λαίλαπας, να αναπτυχθεί μια νέα ηθική μέσα από ιδεώδεις συνθήκες και αν ναι ποια είναι αυτή; Ο Habermas δίνει την απάντηση. Είναι η γλώσσα (το σκέπτεσθαι και το ομιλείν), η επικοινωνία (το πράττειν) και η ιστορική εξέλιξη (Φωτόπουλος 343). Αν δεν προαχθεί αυτό το τρίπτυχο, ο βιόκοσμος παρακάμπτεται αποκηρυγμένος, καθηλωμένος και εκτοπισμένος στον νεωτερικό πολιτισμό της μεταμοντέρνας κοινωνίας. Και δεν φτάνει μόνο αυτό. Η λογική του σύγχρονου καπιταλισμού έχει διαποτίσει τόσο ισχυρά τις συνειδήσεις και τη λειτουργική λογική, ώστε κάποιες κοινωνικές πρακτικές, σαν την κράτηση μιας διαδικτυακή θέσης ή ενός ηλεκτρονικού check in, να είναι τόσο βαθιά ποτισμένες που είναι αδύνατον ο άνθρωπος του σύγχρονου καπιταλισμού να σκεφθεί τη ζωή του έξω από αυτό το πλαίσιο. (Elliot 2021, σελ. 274) Το πλαίσιο αυτό είναι εκείνο το οποίο υπονομεύει την προτεραιότητα του δίνει ο Habermas στη γλώσσα και την επικοινωνία, διότι επί της ουσίας δεν είναι ακόμη έτοιμο να λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο.
"Οι αντιδράσεις στην αλλαγή σκέψης".
Η αλλαγή στη σκέψη της κριτική θεωρία, η οποία προκλήθηκε μέσα από το έργο του Habermas ήταν αναπόφευκτο να μην εγείρει αντιδράσεις και κριτικές. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Ian Craib (1945-2002), η θεωρία του Habermas έχει δεχθεί δύο γραμμές κριτικής. Η πρώτη σχετίζεται με την προτεραιότητα που έδωσε στην επικοινωνία έναντι της πράξης και η δεύτερη σχετίζεται μεταξύ της διάκρισης συστήματος και βιόκοσμου (Graib 2011, σελ. 360-361). Σύμφωνα με τον Craib η προσέγγιση που κάνει ο Habermas φαίνεται ότι υπηρετεί δύο αλληλοαναιρούμενους σκοπούς και αυτό διότι αν ισχύει πράγματι η προτεραιότητα που δίνει στη γλώσσα και την επικοινωνία «η προτεραιότητα της επικοινωνίας στη φιλοσοφία της γλώσσας υπονομεύεται από την ίδια τη διάκριση μεταξύ συστήματος και βιοκόσμου» (Craib 2011, σελ. 361). Η διάκριση δηλαδή να δοθεί προβάδισμα σε έναν από τους δύο όρους του δίπολου σύστημα-βιόκοσμος ή δομή-δράση, αναπόφευκτα υπονομεύεται από το ίδιο το εγχείρημα (Craib 2011, σελ. 361).
Σύμφωνα με τον Elliot οι αδυναμίες που έχουν εντοπίσει οι επικριτές του Habermas στο έργο του είναι τρεις: «η πρώτη αφορά την ανάλυσή του για τις μοντέρνες κοινωνίες, δεύτερη το μοντέλο της γλώσσας που προτείνει για την κοινωνική κριτική και η τρίτη την έννοια της δημοκρατικής διαβούλευσης και της ηθικής της επικοινωνίας» (Elliot 2021, σελ. 272). Παρόλα αυτά όμως, κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η σκέψη του Habermas περιστρέφεται γύρω από το ερώτημα: γιατί οι “δρώντες” δεν δρουν. Γιατί δεν αντιλαμβάνονται την απειλή από την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των δομών; Γιατί ο βιόκοσμος δεν μπορεί να περάσει στην αντεπίθεση;
Αντί επιλόγου
Η Σχολή της Φρανκφούρτης άσκησε δριμεία κριτική στις αρχές της ορθολογιστικής σκέψης θεωρώντας την θεμέλιο λίθο του Διαφωτισμού και η οποία κυριάρχησε από την εποχή της Νεωτερικότητας έως σήμερα. Καθώς οι ιδέες των Adorno, Marcuse και Horkheimer εστιάζουν στην “Μεγάλη Άρνηση”, δηλαδή στην ανατροπή της ορθολογικά δομημένης κοινωνίας η οποία, εν τέλει, διέψευσε τις προσδοκίες τους, ο Habermas έρχεται να διαφοροποιηθεί προτάσσοντας την ανακατασκευή αυτής της κοινωνίας υπό προϋποθέσεις και όχι την ανατροπή της. Για τον Habermas δεν νοείται σύγκρουση. Δεν ενστερνίζεται τη “Μεγάλη Άρνηση” με “τις ομάδες προσδοκίας” (περιθωριακοί, φοιτητές κλπ)‧ δηλαδή το όραμα του Μαρκούζε. Δεν υπάρχει ολιστική υπέρβαση και επαναστατικό υποκείμενο, αλλά εναλλακτική λύση μέσω της οικολογίας, του φεμινισμού και άλλων παρόμοιων κινημάτων. Ενώ για τον Μαρκούζε και τους εκπροσώπους της Σχολής της Φρανκφούρτης της 1ης γενιάς το όραμα διαψεύστηκε, για τον Habermas δεν ολοκληρώθηκε ποτ, διότι παρεκτράπει. Οφείλουμε να δράσουμε μέσω της γλώσσας, της επικοινωνίας και της δράσης (σκέπτεσθαι, ομιλείν, πράττειν). Θα μπορούσαμε να το εκφράσουμε διαφορετικά λέγοντας ότι οφείλουμε να “εκπαιδεύσουμε” τον αποκηρυγμένο βιόκοσμο στο σκέπτεσθαι, ομιλείν και πράττειν για να σκεφθεί, να ομιλήσει και να πράξει, επιτέλους. Για να “μετακινηθεί”, θα λέγαμε, χρησιμοποιώντας έναν λακανικό όρο.
Βιβλιογραφία
Φωτόπουλος Νίκος «Από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο στην Αποικιοποίηση του Βιοκόσμου: Χέρμπερτ Μαρκούζε και Γιούργκεν Χάμπερμας απέναντι στη Νεωτερικότητα» στο Κονιόρδος Σωκράτης, Κοινωνική σκέψη και Νεωτερικότητα, εκδ. GUTENBERG, Αθήνα 2010.
Craib Ian, Σύγχρονη κοινωνική θεωρία, από τον Πάρσονς στον Χάμπερμας, επιμ. Μαρία Αποστολοπούλου, εκδ, Τόπος, Αθήνα 2011.
Elliot Anthony, Σύγχρονη κοινωνική θεωρία, μια εισαγωγή, μτφρ. Κατερίνα Γούλα, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2021.