Η πολιτική γεωγραφία αποτέλεσε το ισχυρότερο τμήμα της αποικιοκρατικής και εμπορικής γεωγραφίας του 19ου αιώνα. Ο ρόλος του έθνους – κράτους και της γεωπολιτικής. Κάτω από ποιες ιστορικές συνθήκες ευδοκίμησαν.

2018-11-28 07:40
  1. Εισαγωγή στη Γεωγραφία – Γεωπολιτική.

      Η γεωγραφία έχοντας ως βάση τον χώρo και τους παράγοντές του, όπως η κατανομή, ο τόπος, η απόσταση, η κλιματολογία, η ωκεανογραφία, ο φυσικός πόρος αλλά και τον άνθρωπο μέσα σε αυτόν, αποτελεί τη ζωντανή επιστήμη η οποία μεταλλάσσεται σύμφωνα με τον μετασχηματισμό του κοινωνικού της περίγυρου.[1] Η πολιτική γεωγραφία, η οποία  προηγήθηκε ιστορικά της οικονομικής και κοινωνικής γεωγραφίας, υπήρξε το τρίτο σημαντικό επιμέρους κομμάτι της ανθρωπογεωγραφίας - κλάδου της γεωγραφίας - αποτελώντας τμήμα του αποικιοκρατικού και εμπορικού σχεδιασμού του 19ου αιώνα.[2] Από την πολιτική γεωγραφία προέκυψε η γεωπολιτική, η έρευνα δηλαδή η οποία ασχολείται με τη διακρατική διεθνή πολιτική, τη συμπεριφορά των κρατών στη διεθνή σκηνή, τη μελέτη σχετικά με τη χωρική και τη γεωγραφική τους διάσταση καθώς και με τη συμπεριφορά τους έναντι άλλων κρατών, τις συμμαχίες και τους ανταγωνισμούς τους.[3]

 

  1. Γερμανική αιτιοκρατία vs Γαλλικής πιθανοκρατίας. Κριτική.

      Η πορεία της γεωπολιτικής διακρίνεται σε τέσσερεις κύριες περιόδους. Η πρώτη, η οποία και θα μας απασχολήσει, ήταν μεταξύ 1890 -1945, όταν στη Γερμανία αναπτύχθηκε η Κλασική Γεωγραφία, η μετέπειτα Γερμανική σχολή γεωπολιτικής γνωστή ως Geopolitik. Κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου η ιδέα του γερμανικού γεωγραφικού μοντέλου που πρόβαλλε ότι η φύση καθορίζει την ανθρώπινη δραστηριότητα, συνάντησε οξύτατη κριτική στη Γαλλία. Επικεντρωμένη η Γερμανική γεωγραφική σχολή στην περιβαλλοντική αιτιοκρατία, με τον άνθρωπο θεατή εμπρός στη φυσική νομοτέλεια, δικαιολόγησε την «εκπολιτιστική» αποικιοκρατική τακτική και επέμβαση στα αποικιοκρατούμενα εδάφη.[4] Η γαλλική σχολή περισσότερο ευέλικτη και με πυρήνα τον άνθρωπο αντιτάχθηκε στη γερμανική σχολή υποστηρίζοντας ότι ανάμεσα σε μία σχέση ανθρώπου – περιβάλλοντος είναι πιθανόν όλα να συμβούν και όλα να παραμένουν ανοιχτά. Στη σχέση αυτή δεν υπάρχουν αναγκαιότητες αλλά μόνο πιθανότητες παράλληλα με άλλους παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την ανθρώπινη δραστηριότητα, όπως οι οικονομικοί ή κοινωνικοί. Έτσι, συγκρούστηκε η αιτιοκρατία της γερμανικής προσέγγισης και του περιβαλλοντικού ντετερμινισμού με τη γαλλική πιθανοκρατία, η οποία αντέτεινε μια εναλλακτική σχολή, τη θεωρία εκείνη όπου ο ανθρώπινος παράγοντας θα έπαιζε τον κύριο ρόλο στη διαμόρφωση του γεωγραφικού περιβάλλοντος.[5] Στη συνέχεια παρατηρήθηκε μία μετατόπιση από την πρωτοπόρο γερμανική γεωγραφική προσέγγιση προς τη γαλλική γεωγραφική προβληματική. 

 

  1. Friedrich Ratzel. Η Γερμανική αιτιοκρατική γεωπολιτική θεώρηση.

      Το 1820 ιδρύθηκε στο Βερολίνο η πρώτη πανεπιστημιακή έδρα γεωγραφίας με καθηγητή τον Ρίτερ (Carl Ritter 1779 – 1859). Έκτοτε, με την ίδρυση των Γεωγραφικών Εταιρειών οι οποίες χρηματοδοτούσαν τις εξερευνήσεις, ισχυροποιήθηκε η γεωγραφία ως επιστήμη συνδέοντας το όνομά της με την αποικιοκρατική επέκταση. Εκείνος ο οποίος πρώτος διατύπωσε μια ολοκληρωμένη γεωπολιτική θεώρηση δίνοντας το έναυσμα για τον συνδυασμό της γεωγραφίας με τη διεθνή πολιτική σκηνή ήταν ο Ράτσελ (Friedrich Ratzel 1844 – 1904), ο εμπνευστής της Geopolitik.[6] Πριν τον Ράτσελ, βέβαια, είχαν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες για την ανάπτυξη της γεωγραφίας ως επιστήμη εξαιτίας της αφύπνισης του εθνικισμού στην Ευρώπη και την απαίτησή του για περαιτέρω γεωγραφική φαντασία.[7] Ο Ράτσελ έζησε σε μια ιστορική περίοδο, στο 2ο μισό του 20ου αιώνα, κατά την οποία κυριάρχησε στη διεθνή σκηνή η φρενίτιδα της αποικιοκρατικής αναμέτρησης, η παρουσία του εθνικισμού στο προσκήνιο με την ίδρυση των εθνών – κρατών, η αφοσίωση και η ταύτιση των πολιτών με το έθνος καθώς επίσης και η προσπάθεια επέκτασης της συνοριακής γραμμής των ισχυρών κρατών σε μία επίδειξη ισχύος.

      Είναι σαφές ότι ο Ράτσελ επηρεάστηκε από το έργο του Δαρβίνου (Charls Darwin 1809 – 1882) περί της εξέλιξης των ειδών και από τη θεωρία του κοινωνικού δαρβινισμού σύμφωνα με την οποία τα ζώα βρίσκονται διαρκώς σε έναν συνεχή αγώνα για την επιβίωσή τους παρομοιάζοντας το κράτος με έναν ζώντα οργανισμό, το οποίο χρειάζεται χώρο για να αναπτυχθεί και να αναπνεύσει. Σύμφωνα με τον Ράτσελ τα κράτη ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την απόκτηση «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) εφόσον η ισχύς τους είναι αλληλένδετη με τον χώρο το οποίο κατέχουν.[8] Το 1896, ο Ράτσελ, στο ογκώδες έργο του «Πολιτική Γεωγραφία» υποστήριξε ότι τα κράτη που ανταγωνίζονται για την επιβίωσή τους δεν μπορούν να περιορισθούν σε έναν χώρο. Τα επιτυχημένα κράτη θεωρούσε ότι διακρίνονται για τη συνεχή επέκτασή τους εις βάρος άλλων λιγότερων δυνατών θέτοντας την πολιτισμική τους σφραγίδα επί αυτών.[9] Το κράτος, (Reich) ως εδαφική έννοια, κατά τον Ράτσελ, θεωρείται ένας ζωντανός οργανισμός ο οποίος έχει ανάγκη όλο και περισσότερο από ευρύτητα ζωτικού χώρου για να αναπτυχθεί και μέσα από τον οποίο οφείλει να διαδώσει περαιτέρω τον πολιτισμό του και να αναπτύξει επί των άλλων έναν πληθυσμό ο οποίος θα τραφεί και θα αναπτυχθεί από το ίδιο το Reich με ταχείς ρυθμούς.[10]

 

  1. Karl Haushofer. Η γεωπολιτική του 3ου Ράιχ.

      Οι ιδέες του Ράτσελ χρησιμοποιήθηκαν από έναν μεταγενέστερό του, (της γερμανικής σχολής) τον Χάουσχοφερ (Karl Haushofer 1869-1946) καθηγητή της γεωγραφίας στο πανεπιστήμιο του Μονάχου και πρώην στρατηγό. Ο καθηγητής Χάουσχοφερ, προχωρώντας ακόμη περισσότερο και από τον Ράτσελ, θεωρούσε ότι το κράτος είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αγωνίζεται για την επιβίωσή του αποτελούμενο από τη γη που κατέχει, τον λαό και τον στρατό του όπου ανά πάσα στιγμή λαός και στρατός δύνανται να το υπερασπίσουν μέχρις εσχάτων∙ και αυτό, όπως υποστήριζε, διότι το φυσικό σύνορο δεν κατοχυρώνεται νομικά από κάποια διαδικασία οριοθέτησης αλλά αποτελεί μία συνεχή «ζώνη μάχης» μεταξύ των κρατών, απορρίπτοντας τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου περί εδαφικής ακεραιότητας, ανεξαρτησίας και εθνικής κυριαρχίας.[11] Ο Χάουσχοφερ θεωρούσε τα σύνορα ενός κράτους κινητά και εναλλασσόμενα ανάλογα με την ισχύ τους, ως ζωντανοί οργανισμοί που θα έπρεπε να είναι.

      Η Γερμανία, λόγω του υπερπληθυσμού της είχε ένα ζήτημα έλλειψης ως προς τον «ζωτικό χώρο» του Ράτσελ και για αυτόν τον λόγο έπρεπε να επεκταθεί προς ανατολάς. Στα πλαίσια αυτής της ανάγκης για επέκταση ο Χάουσχοφερ θεωρούσε ότι η Γερμανία θα μπορούσε να επιτύχει αυτόν τον στόχο μόνο εάν θα συμμαχούσε με τη Σοβιετική Ένωση  ούτως ώστε να κυριαρχήσει στην Ευρασία.[12] Θεωρώντας μεγάλο εχθρό όχι τον «κλέφτη της στέπας», όπως αποκαλούσε τη Σοβιετική  Ένωση, αλλά τους «λύκους των θαλασσών», δηλαδή την Αμερική και τη Μεγάλη Βρετανία, ο Χάουσχοφερ συμβούλευε το καθεστώς των ναζί να κινηθεί προς μία τέτοια προσέγγιση η οποία, βέβαια, έπεσε στο κενό καθώς η Γερμανία αντί να συμμαχήσει με τους Ρώσους, τους επετέθη με τη γνωστή «Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα» στις 22 Ιουνίου 1941.[13]

      Ο Χάουσχοφερ χαρακτηρίστηκε ως μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες. Οι γεωπολιτκές του βλέψεις, σχετικά με την επεκτατική πολιτική, χρησιμοποιήθηκαν από την προπαγάνδα του Γ΄Ράιχ μέσω του Ρούντολφ Ες, υπαρχηγού του Χίτλερ. Ο Ες υπήρξε φοιτητής του Χάουσχοφερ και αργότερα έγιναν επιστήθιοι φίλοι. Από την άλλη ο Χάουσχοφερ δεν υπήρξε ποτέ μέλος του ναζιστικού μορφώματος. Είχε τεθεί αρκετές φορές υπό κράτηση από το καθεστώς, ενώ ο ίδιος υποστήριζε ότι η θεωρία του, σχετικά με την ψυχολογική επέκταση της Lebensraum (του Ζωτικού χώρου), παρερμηνεύθηκε από τη ναζιστική Γερμανία.[14] Όπως και να έχει πάντως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι η γεωπολιτική, είτε ως επιστήμη είτε ως θεωρία, η οποία είχε έναν εθνοκεντρικό χαρακτήρα μέσα από την οπτική της ισχυροποίησης, επέκτασης ή της μεγιστοποίησης ενός κράτους, ίσως να παρερμηνεύθηκε και από τον ίδιο τον Χάουσχοφερ. Είναι σαφές ότι οι ιδέες του, οι οποίες βρίσκονταν στις παρυφές της θεωρίας του Ράτσελ, επηρέασαν την ναζιστική επεκτατική γεωπολιτική με τις γνωστές συνέπειες για την ανθρωπότητα.

 

  1. Άλλες γεωγραφικές προσεγγίσεις.

       Παράλληλα με αυτή την εξέλιξη αναπτύχθηκαν και άλλες  γεωγραφικές προσεγγίσεις. Εκείνος ο οποίος επηρέασε κατά πολύ τη γεωπολιτική σκέψη του 20ου αιώνα ήταν ο Άγγλος Μακίντερ (Sir Halford Mackinder 1861-1947). Σύμφωνα με τον Βρετανό γεωγράφο ο κίνδυνος εμπρός στον γερμανικό ή τον ρωσικό επεκτατισμό ήταν εμφανής και αυτό το οποίο συνιστούσε ήταν η περαιτέρω ενδυνάμωση της Μεγάλης Βρετανίας και η μεταστροφή της από ναυτική σε χερσαία δύναμη, διότι το παιγνίδι θα παιζόταν στη συνέχεια στη χερσαία γεωπολιτική σκακιέρα.[15] Ο Μακίντερ είχε πεισθεί ότι η ναυτική υπεροχή της Μεγάλης Βρετανίας ήταν πλέον παρωχημένη και ότι έμελλε στη νέα εποχή, εκείνη μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, να υπάρξει μία μετατόπιση στη σχέση ναυτικών και χερσαίων δυνάμεων υπέρ των δεύτερων. Αυτή η θα επιτυγχάνονταν με τη συνδρομή της νέας τεχνολογίας και ιδιαίτερα με τη συμβολή της επέκτασης του σιδηροδρομικού δικτύου.[16]

      Η Μεγάλη Βρετανία όφειλε ως ναυτική δύναμη να μεταλλαχθεί και να είναι σε εγρήγορση, διότι αν και προστατευόταν από το φυσικό θαλάσσιο σύνορο, κάποια στιγμή θα βρισκόταν εκτεθειμένη εμπρός στο απροσπέλαστο φρούριο της μεγάλης χερσαίας δύναμης, της κεντρικής Ευρασίας, στην οποία θα επικρατούσαν δυνητικά η Γερμανία με τη Ρωσία.[17] Στην περίφημη ομιλία του στο Royal Geographical Society το 1904 στο Λονδίνο είπε ότι όποιος κυριαρχεί στην Ανατολική Ευρώπη ελέγχει την Κεντρική Γη, όποιος κυριαρχεί στην Κεντρική Γη ελέγχει την Παγκόσμια Νήσο (την Ευρασία) και όποιος κυριαρχεί στην Παγκόσμια Νήσο ελέγχει ολόκληρο τον κόσμο.[18] Έτσι η Μεγάλη Βρετανία όφειλε να μεταλλαχθεί από ναυτική σε χερσαία δύναμη και να είναι πάντοτε σε εγρήγορση για να αντιμετωπίσει μία ενδεχόμενη αναμέτρηση με τις δυνάμεις τις οποίες έλεγχαν από τη θέση τους την Κεντρική Γη (Ευρασία), δηλαδή τη Γερμανία και τη Ρωσία.

 

Συμπέρασμα.

      Οι αναδιαρθρώσεις της γεωγραφίας ακολούθησαν την ιστορική πορεία της Ευρώπης κάθε φορά που τα ιστορικά γεγονότα διαφοροποιούσαν τη χωρικότητα. Αυτή η διαφοροποίηση με τη σειρά της διαμόρφωνε και άλλαζε τη γεωγραφική σκέψη, αποτελώντας ένα μέρος του πάζλ το οποίο συνέθετε τη γεωγραφία ως επιστήμη.[19]  Η Γερμανία, θα μπορούσαμε να πούμε, ήταν η πρώτη χώρα η οποία «αγκάλιασε» την γεωγραφία ως επιστήμη, συνδέοντας τη διοίκηση και την άσκηση της πολιτικής με τη διαχείριση του γεωγραφικού χώρου, δηλαδή με το περιβάλλον.[20] Συνδέοντας το κράτος με τον χώρο υποστηρίχθηκε ο άμεσος συσχετισμός του φυσικού περιβάλλοντος με την ανθρώπινη εξέλιξη και την ανθρώπινη δράση.[21] Ο πρώτος που συνδύασε τη γεωγραφία με τη γεωπολιτική, αλλάζοντας τη γεωγραφική σκέψη και επηρεάζοντας τους μεταγενέστερούς του, ήταν ο Γερμανός Φρίντριχ Ράτσελ. Σύμφωνα με τη θεωρία του, στην Πολιτική Γεωγραφία, το κύριο χαρακτηριστικό ενός μεγάλου κράτους είναι η ισχύς (Macht), με την οποία επιτυγχάνει να κυριαρχήσει έναντι των άλλων στην περιοχή του ενώ αντιθέτως, ένα κράτος δίχως επεκτατικές βλέψεις κινδυνεύει με αποδυνάμωση και αφανισμό εφόσον οι άλλοι νομοτελειακά θα του επιβληθούν. [22] Πάνω στον δρόμο που χάραξε ο Ράτσελ, βάδισε ένας άλλος ιθύνων νους της γερμανικής γεωπολιτικής, ο Καρλ Χάουσχοφερ. Ο κανόνας για τον Χάουσχοφερ ήταν ότι ένα κράτος θα έπρεπε να διευρύνει την επιρροή του στους γείτονές του ακόμη και σε άλλες περιοχές ή και ηπείρους προκειμένου να παραμείνει ισχυρό, επηρεάζοντας τη ναζιστική γεωπολιτική σκέψη.

      Στη γερμανική σχολή ασκήθηκαν έντονες κριτικές, ενώ η Γαλλία αντέτεινε τη δική της γεωγραφική σχολή βασισμένη στον άνθρωπο και την πιθανοκρατία αντικρούοντας τον γερμανικό ντετερμινισμό. Στη συνέχεια η γερμανική επεκτατική πολιτική, εστιασμένη στη Geopolitik, προκάλεσε κατά την περίοδο του Β΄ παγκοσμίου πολέμου τις αντιδράσεις των γεωγράφων οι οποίοι ανήκαν στον συμμαχικό συνασπισμό, και μετά το τέλος του πολέμου επηρεασμένοι από τον Άγγλο Σερ Χάλφορντ Μακίντερ, αποδέχθηκαν τη γεωστρατηγική παράδοση την οποία ο ίδιος εμπνεύστηκε.[23] Στη νέα εποχή του 20ου αιώνα η δύναμη η οποία θα επικρατούσε στη γεωπολιτική σκηνή θα ήταν αυτή που θα άλλαζε τον συσχετισμό της υπάρχουσας έως τότε ναυτικής υπεροχής υπέρ της χερσαίας δύναμης. Η μεγάλη πρόκληση στη μεταπολεμική Ευρώπη ήταν μπροστά προ των πυλών, επαναπροσδιορίζοντας με τον Μακίντερ τον συσχετισμό των δυνάμεων σε παγκόσμια κλίμακα.

 

 

Βιβλιογραφία

 

Ηρακλείδη Αλέξη, Διεθνείς Σχέσεις και Διεθνής Πολιτική, εκδ. Κάλλιπος, Αθήνα 2005.

 

Λεοντίδου Λίλα, «Η γεωγραφία στον κόσμο: Από τις «εθνικές σχολές» στην παγκοσμιοποίηση», στο Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης -  Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2013.

 

Λεοντίδου Λίλα, Αγεωγράφητος Χώρα, Ελληνικά είδωλα στους επιστημολογικούς αναστοχασμούς της ευρωπαϊκής γεωγραφίας, εκδ. Προπομπός, Αθήνα 2011.

 
 
                                                                                                    ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ

[1]Λίλα Λεοντίδου, Αγεωγράφητος Χώρα, Ελληνικά είδωλα στους επιστημολογικούς αναστοχασμούς της ευρωπαϊκής γεωγραφίας, εκδ. Προπομπός (8η πλήρως αναθεωρημένη έκδοση), Αθήνα 2011, σελ. 53.

[2] Στο ίδιο, σελ. 108.

[3] Αλέξη Ηρακλείδη, Διεθνείς Σχέσεις και Διεθνής Πολιτική, εκδ. Κάλλιπος, Αθήνα 2005, σελ. 286.

[4]Λίλα Λεοντίδου, Η γεωγραφία στον κόσμο: Από τις «εθνικές σχολές» στην παγκοσμιοποίηση, στο Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης -  Ευρωπαϊκές Γεωγραφίες, Τεχνολογία και Υλικός Πολιτισμός, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2013, σελ. 58.

[5] Στο ίδιο.

[6] Ηρακλείδης, ο.π., σελ. 289.

[7] Λεοντίδου, Η γεωγραφία στον κόσμο, ο.π.,σελ. 58.

[8] Στο ίδιο, σελ. 46.

[9] Ηρακλείδης, ο.π., σελ. 289.

[10]Στο ίδιο.

[11] Στο ίδιο, σελ. 291.

[12]Στο ίδιο, σελ. 292.

[13] Στο ίδιο.

[14] Στο ίδιο.

[15] Στο ίδιο, σελ. 295.

[16] Στο ίδιο.

[17] Στο ίδιο.

[18] Στο ίδιο.

[19] Λεοντίδου, Η γεωγραφία στον κόσμο, ο.π., σελ. 54.

[20] Στο ίδιο, σελ. 58.

[21] Λεοντίδου, Αγεωγράφητος Χώρα, ο.π., σελ. 72.

[22] Ηρακλείδης, ο.π., σελ. 289.

[23] Λεοντίδου, Αγεωγράφητος Χώρα, ο.π., σελ. 109.