"Η Πνευματική κληρονομιά της Λατινικής και Ελληνικής αρχαιότητας στα Αναγενησιακά περιβάλλοντα του Ιταλικού χώρου"

2020-11-24 18:42

Εισαγωγή

       Στη μεσαιωνική κοσμοθεωρία κυριαρχούσε ο Θεός ως μοναδικός Πλάστης, από τη μία, και ο αμαρτωλός άνθρωπος, από την άλλη. Η κοινωνία ήταν ενοχική‧ μια κοινωνία δακρύων και φόβου λόγω του προπατορικού αμαρτήματος, η οποία σε κάθε ευκαιρία υπενθύμιζε στον άνθρωπο τη ματαιότητα της ζωής εμπρός στον επικείμενο θάνατο. Ο άνθρωπος ζούσε για να αναζητά τη συγχώρεση και την ανταμοιβή της αιωνιότητας, με αποστροφή στην επίγεια ευτυχία, αφού εκείνη είχε στιγματιστεί με την εκδίωξη των πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο. Η Αναγέννηση εμφανίστηκε στον Ύστερο Μεσαίωνα ως κίνημα πολιτιστικό  και, εν τέλει, ανέδειξε τις εγγενείς δυνάμεις του ανθρώπου και την ατομικότητά του. Ο άνθρωπος της Αναγέννησης κατανόησε τον εαυτό του ως “μοναδικό άνθρωπο”, (Homo singolare), κυριάρχησε στη φύση και διαμόρφωσε ο ίδιος τη ζωή του. Παρακάτω, στην παρούσα εργασία, θα προσεγγίσουμε την κοσμοθεωρία της Ιταλικής Αναγέννησης και θα δούμε, παράλληλα, πώς το κίνημα του Ουμανισμού και η στροφή προς την αρχαιότητα, μέσα από την αρχαιοελληνική γραμματεία, αποκαθήλωσε την έως τότε μεσαιωνική πνευματική αγκύλωση.

 

Η πνευματική κληρονομιά της ελληνικής και λατινικής Αρχαιότητας στα αναγεννησιακά περιβάλλοντα του ιταλικού χώρου.

      Η Αναγέννηση προήγαγε, κατά μία έννοια, τον άνθρωπο στον βασικό πυρήνα της ενέργειας‧ σε έναν ενάρετο δημιουργό που φαντασιώνεται, ονειρεύεται, ερευνά και ερμηνεύει το δημιούργημα, δηλαδή τη φύση και την ίδια τη ζωή. Αν και η ενοχή, ως επί το πλείστον,  είχε ριζώσει βαθιά στην ανθρώπινη συνείδηση σε όλη τη μεσαιωνική περίοδο, παρόλα αυτά ο άνθρωπος προσπάθησε και  κατάφερε να αποτινάξει, εν μέρει, αυτό το συνειδησιακό βάρος που είχε εμποτιστεί στο DNA του. Ο Αναγεννησιακός άνθρωπος της περιόδου (1350-1550) έγινε ο άνθρωπος -δημιουργός και συνδέθηκε με την αρχαιοελληνική αντίληψη περί αρετής‧ εγκατέλειψε την παθητικότητα και την άρνηση και στράφηκε στην πνευματική καλλιέργεια και στη διερεύνηση των δεξιοτήτων του. Θα μπορούσαμε να πούμε, ότι αυτή η σύνδεση, αυτή η αναβίωση της κλασικής αρχαιότητας απετέλεσε το εχέγγυο μέσο για την ιχνηλάτηση του Αναγεννησιακού πνεύματος μέσα από τον αρχαίο πολιτισμό. Έτσι δόθηκε το εφαλτήριο για την άνθηση της λογοτεχνίας, των εικαστικών τεχνών, της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής και που είχε ως αποτέλεσμα τα αριστουργήματα που μας κληροδότησε η Αναγέννηση.

      Το Ουμανιστικό κίνημα επαναπροσανατόλισε τη σκέψη και διαμόρφωσε τις κατάλληλες συνθήκες για την παιδευτική και πνευματική καλλιέργεια πάνω στα αρχαιοελληνικά πρότυπα. Χρησιμοποιούμε τον όρο “επαναπροσανατολισμός”, διότι όπως αναφέρει και ο Βαλλιάνος «ο Μεσαίωνας δεν είχε απολέσει κάθε επαφή με την κλασική παιδεία» (Βαλλιάνος 2008, σελ. 49). Διδάσκονταν, λοιπόν, μέρη και της αρχαιοελληνικής γραμματείας στη μεσαιωνική περίοδο, πιθανόν επιλεκτικά. Ενώ στη συνέχεια αναφέρει ότι «με την λατινική κατάκτηση της βυζαντινής Ελλάδας μετά το 1204 ο δυτικός κόσμος ανακαλύπτει τα πρώτα πρωτότυπα αριστοτελικά κείμενα» (Βαλλιάνος 2008, σελ. 49). Έτσι, ο αριστοτελισμός καθιερώθηκε, έκτοτε, και διδάχτηκε στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια, ενώ χρησιμοποιήθηκε και ως μέσον για τον συγκερασμό της φιλοσοφίας με τη θεολογία θέτοντας την πρώτη ως θεραπαινίδα της δεύτερης.

      Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Αριστοτέλη τέθηκε υπό την κηδεμονία της παπικής εκκλησίας και απομονώθηκε από την υπόλοιπη αρχαιοελληνική φιλοσοφική σκέψη, όπως απομονώθηκαν και μέρη από το ίδιο του το έργο. Τα στοιχεία εκείνα που διατήρησε η εκκλησία, και γύρω από τα οποία στράφηκε για την απόδειξη της χριστιανικής αλήθειας, ήταν η τελεολογική αντίληψη που πρέσβευε ότι όλα τα πράγματα στον κόσμο, έμψυχα και άψυχα, είναι σχεδιασμένα από μια ανώτερη δύναμη και έχουν έναν τελικό σκοπό και στη γεωκεντρική κοσμολογία σύμφωνα με την οποία η γη αποτελεί το κέντρο του σύμπαντος. Με αυτόν τον τρόπο κάθε απόπειρα εμπειρικής παρατήρησης του φυσικού κόσμου και κάθε ελεύθερη διατύπωση συμπερασμάτων, πέρα από αυτά τα δύο βασικά de facto αξιώματα, βραχυκυκλώθηκε (Βαλλιάνος 2008, σελ. 49). Επίσης, κάθε καχύποπτη σκέψη προς τη χριστιανική κοσμοθεωρία θα έμενε εκτεθειμένη, αφού μια τέτοια θεολογική παρουσίαση του σύμπαντος και του σκοπού της δημιουργίας ήταν σχεδόν ταυτόσημη με την κλασική αριστοτελική θεώρηση, η οποία αποτελούσε έναν ευρύτερα αποδεκτό φιλοσοφικό πυλώνα πολλούς αιώνες πρωτύτερα.  

     Σε αυτή τη μεσαιωνική αγκύλωση του αποστεωμένου χαρακτήρα του σχολαστικισμού, δηλαδή, της μηχανιστικής αποστήθισης και τυπολατρίας της μελέτης της διαλεκτικής, αντιτάχθηκε το κίνημα του Ουμανισμού και ένας κύκλος λογίων. Εκείνος ο οποίος πρωτοστάτησε ήταν ο Φραντσέσκο Πετράρκα (Πετράρχης 1304-1374), (Βαλλιάνος 2008, σελ. 50). Ο Πετράρχης θεωρούσε τη δύναμη του νου ως το μέσον διαφυγής του ανθρώπου από τον φόβο και από κάθε ηθικό τέλμα. Επίσης, προήγαγε τον πατριωτισμό καθώς μαζί με τον Δάντη, ήταν εκείνοι οι οποίοι έγραψαν τα έργα τους σε δημώδεις, τοπικές, διαλέκτους.

      Ο Ουμανισμός σηματοδότησε τη ρήξη με τον Μεσαίωνα. Η βαρύτητα που έδωσαν οι ουμανιστές λόγιοι στην πρωτότυπη αρχαιοελληνική και λατινική γραμματεία, με ιδιαίτερη έμφαση στην Πλάτωνα και στον Κικέρωνα, άνοιξε τους πνευματικούς ορίζοντες στον αναγεννησιακό άνθρωπο. Οι λόγιοι αυτοί θέλησαν, μέσα από τα αρχαία κείμενα, να προάγουν την αξία της εμπειρικής επιχειρηματολογίας και της πειθούς στη φιλοσοφική σκέψη, έναντι της ασάλευτης μηχανιστικής επανάληψης του σχολαστικισμού και της οριοθέτησης του νου που επέβαλλε η δυτική εκκλησία. Οι ουμανιστές θεωρώντας υψίστης σημασίας την αναζήτηση της αλήθειας, μέσα από την πνευματική ευρύτητα, καταπιάστηκαν με τις συλλογές χειρογράφων κειμένων της αρχαιοελληνικής και λατινικής γραμματείας. Άνοιξαν, έτσι, καλύτερα το δρόμο προς τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Για την υλοποίηση μιας τέτοιας προσπάθειας, χρειάστηκε να ταξιδέψουν σε Δύση και Ανατολή, τόσο σε μονές, όσο και σε αυλές ηγεμόνων. Πολλές φορές αυτές οι προσπάθειες απέδιδαν καρπούς‧ σαν εκείνη του λόγιου Τζιοβάνι Αουρίστα (1376-1479), ο οποίος ταξιδεύοντας στη βυζαντινή επικράτεια το 1423, έφερε πίσω στη Δύση 240 χειρόγραφα, ανάμεσά τους του Θουκυδίδη και του Σοφοκλή, τα οποία έβγαιναν για πρώτη φορά από το σκοτάδι στο φως (Βαλλιάνος 2008, σελ. 53).

      Όπως αναφέρει ο Βαλλιάνος «η αναβάπτιση στον πλατωνισμό σαλπίστηκε από τη Φλωρεντία» (Βαλλιάνος 2008, σελ. 58). Η ίδρυση της “Πλατωνικής Ακαδημίας” το 1462 στη Φλωρεντία σηματοδότησε την προσπάθεια ανασύστασης της φιλοσοφικής σχολής που είχε ιδρύσει ο Πλάτωνας. Επικεφαλής της νέας πλατωνικής ακαδημίας στη Φλωρεντία και σχολάρχης της ήταν ο Μαρσίλιο Φιτσίνο, (1433-1499), ουμανιστής φιλόσοφος. Κατά την επανίδρυση της πλατωνικής ακαδημίας προήχθη ο νεοπλατωνισμός σαν κύριο φιλοσοφικό ρεύμα και ως το αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του χριστιανισμού με την αρχαία ελληνική φιλοσοφία. Ο νεοπλατωνισμός στηρίχθηκε στη μεταφυσική θεώρηση της πλατωνικής φιλοσοφίας και ιδιαίτερα με τη σχέση της ηθικής και τη σημασία της ανθρώπινης ύπαρξης στον κόσμο. Έτσι, κατευθύνθηκε προς μία σύμφυση του χριστιανισμού με τον αρχαιοελληνικό λόγο, γεγονός το οποίο προέκριναν οι λόγιοι ουμανιστές λόγιοι. Όπως σημειώνει ο Βαλλιάνος «Ο πλατωνισμός του Φιτσίνο υπήρξε ακριβέστερα ένας νεοπλατωνισμός, που αντιλαμβάνεται τον αισθητό κόσμο ως το πεδίο όπου εμφαίνεται η δημιουργική δραστηριότητα του υπέρτατου νου» (Βαλλιάνος 2008, σελ. 58)

      Η πλατωνική μεταφυσική φιλοσοφία περί αθανασίας της ψυχής θα μπορούσε να αποτελέσει τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε δύο αντιφατικές θεωρήσεις‧ την πίστη στο υπέρτατο ον και την πίστη της ανθρώπινης αυτενέργειας και αυτοβουλίας του Αναγεννησιακού ανθρώπου (Βαλλιάνος 2008, σελ. 94). Οι αρχές του Ουμανιστικού κινήματος κατέστησαν τον άνθρωπο ικανό να κάνει την ενδοσκόπηση του Εγώ του και να θεωρήσει τη θέωση ως μια κατάσταση ενεργητική και όχι παθητική. Η Θεία Χάρις δεν έρχεται άνωθεν αλλά ο άνθρωπος είναι εκείνος, όπου σε μια πράξη αυτοκαθορισμού προσανατολίζεται ο ίδιος, για πρώτη φορά, προς τη θέωση.

      Σύμφωνα με τον Βαλλιάνο «ο πλατωνισμός λοιπόν του Φιτσίνο αποκαθιστά την υποκειμενική ελευθερία ως οντολογική πραγματικότητα. Το λογικό Εγώ αναδύεται τώρα ως ενεργός πυρήνας αυτόνομων βουλήσεων μέσα στο παγκόσμιο σύστημα που διευθύνεται από έναν υπερβατικό Θεό» (Βαλλιάνος 2008, σελ. 96).

      Ένας διανοητής ο οποίος συνέβαλλε στην ανάπτυξη μιας βαθύτερης αντιφατικότητας ως προς την έννοια της ελευθερίας, ήταν ο Λορέντζο Βάλλα (1405;-1457). Κατά τον Πλάτωνα, “η ενεργός δύναμη” είναι εκείνη που διαμορφώνει τη ζωή και την πραγματικότητα, σύμφωνα με το ωραίο και την αρετή που πηγάζουν από την ψυχή του ανθρώπου. Όταν συναντήθηκε μέσω του Ουμανισμού ο αρχαιοελληνικός στοχασμός με τη χριστιανοσύνη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συναντήθηκε και η Θεία Χάρις με τον άνθρωπο. Στον στοχασμό του Βάλλα τα αιτιώδη κίνητρα της ανθρώπινης πράξης και το τελικό αποτέλεσμα αυτής είναι απόρροια της ελεύθερης βούλησής του, την οποία όμως ο Θεός a priori γνωρίζει και επιτρέπει.  Το συγκλονιστικό ερώτημα που ανακίνησε ο στοχασμός του, και το οποίο απασχόλησε τη χριστιανοσύνη της Αναγέννησης, ήταν πώς είναι δυνατόν ο Θεός να επιτρέπει την ύπαρξη της παρέκκλισης και του  κακού (Βαλλιάνος 2008, σελ. 100). Ο στοχασμός του Βάλλα “επιστρέφει” στον Ουμανισμό, θα μπορούσαμε να πούμε, κατά μία έννοια, με το ερώτημα, κατά πόσο η ηθική και η αξιοπρέπεια του ανθρώπου σχετίζεται με την ελευθερία και το αυτόβουλό του.

      Παρόλα αυτά, υπήρξαν παραδείγματα σύγκλισης βυζαντινών φιλοσόφων και λογίων με το κίνημα του Ουμανισμού, οι οποίοι κατέφυγαν στη Δύση τον 15ο αιώνα προσφέροντας τα μέγιστα στην πνευματική καλλιέργεια της Δυτικής κοινωνίας. Μεταξύ αυτών των διανοουμένων Ελλήνων της διασποράς, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στη συλλογή πρωτότυπων αρχαίων χειρόγραφων κειμένων ξεχωρίζουμε δύο σημαντικές μορφές, τον Γεώργιο-Πλήθωνα Γεμιστό (1355-1450;) και τον Ιωάννη Βησσαρίωνα (1403-1472). Ήταν εκείνοι που έφεραν έναν νέο φιλοσοφικό και θεολογικό αέρα στη Δύση και οι οποίοι συμμετείχαν στην εκκλησιαστική σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας το 1438, όπου επετεύχθη η βραχύβια ένωση της Δυτικής και Ανατολικής εκκλησίας (Βαλλιάνος 2008, σελ. 61).

      Ο Γεώργιος-Πλήθων Γεμιστός υπήρξε βαθύς γνώστης της Πλατωνικής φιλοσοφίας και δάσκαλος του Φιτσίνο στη φιλοσοφική σχολή της Φλωρεντίας, με τον οποίο συνδεόταν με δεσμούς φιλίας. Εισήγαγε την πλατωνική σκέψη στη Δύση και με τη διδαχή του έδωσε μεγάλη ώθηση στην πλατωνική φιλοσοφία επηρεάζοντας την Ιταλική διανόηση (Βαλλιάνος 2008, σελ. 61). Στην ηλικία των 80 ετών, συνόδευσε τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγο στη Βυζαντινή αποστολή για τη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας μαζί με τον Βησσαρίωνα που υπήρξε μαθητής του. Ο Βησσαρίωνας, ωστόσο, δραστηριοποιήθηκε τόσο στο φιλοσοφικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Αρχικά, υπήρξε επίσκοπος Νίκαιας, ενώ, μετά τη σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας ασπάστηκε τον καθολικισμό και ανακηρύχθηκε καρδινάλιος. Όπως αναφέρει ο Βαλλιάνος για αυτόν, «σφράγισε με τη μακρά και πολυσχιδή δραστηριότητα την πνευματική ζωή της Αναγέννησης» (Βαλλιάνος 2008, σελ. 61). Σε φιλοσοφικό επίπεδο, ο  Βησσαρίωνας θεωρούσε ότι ο Μεσαιωνικός σχολαστικισμός ευθύνονταν για την αντιπαράθεση της πλατωνικής με την αριστοτελική φιλοσοφία. Κύριο μέλημά του ήταν η συμφιλίωση των δύο φιλοσοφικών θεωριών και η ανάδειξη της έδρασης της αριστοτελικής στην πλατωνική προβληματική (Βαλλιάνος 2008, σελ. 62). Σε πολιτικό επίπεδο ανέδειξε το μεγάλο πρόβλημα της οθωμανικής επέκτασης προς τη Δυτική χριστιανοσύνη ευαισθητοποιώντας τους ηγεμόνες της Δύσης. Προσπάθησε για μια ευρεία  σταυροφορική απόκρουση της οθωμανικής διείσδυσης αλλά αυτή η προσπάθεια δεν καρποφόρησε. Όπως αναφέρει ο Βαλλιάνος, «ο Λορέντζο Βάλλα τον αποκαλούσε “latinorum grecissimus, graecorum latinissimus” (“ο πιο Έλληνας από τους Λατίνους και ο πιο Λατίνος από τους Έλληνες”)» (Βαλλιάνος 2008, σελ. 61).

Συμπεράσματα

      Την περίοδο του Ύστερου Μεσαίωνα οι νεοσύστατες δημοκρατίες της Ιταλικής χερσονήσου και οι ηγεμόνες τους ήταν εκείνες οι οποίες ανέδειξαν, κατά κύριο λόγο, την νέα δυναμική που βίωνε η Δυτική χριστιανοσύνη μέσα από το Αναγεννησιακό πνεύμα. Η αναζωπύρωση της κλασικής φιλοσοφίας και των ελληνικών σπουδών, μέσω της μελέτης πρωτότυπων κειμένων αρχαίων συγγραφέων και φιλοσόφων, δεν συνέβαλε καταλυτικά μόνο στην αλλαγή του τρόπου σκέψης αλλά και στη μίμηση του κλασικού τρόπου ζωής. Η Αναγέννηση κλήθηκε, με τους αισθητικούς κανόνες που άντλησε από το παρελθόν, να οδηγήσει σε μια καλλιτεχνική και δημιουργική έκρηξη όμοια με εκείνη της κλασικής αρχαιότητας. Παράλληλα, το κίνημα του Ουμανισμού διέγειρε και κέντρισε τον ανθρώπινο νου διαπλάθοντας τον άνθρωπο και καλλιεργώντας το πνεύμα του. Ο Αναγεννησιακός άνθρωπος, μέσα από την ανασυγκρότηση της αρχαιότητας, συνειδητοποίησε τη μοναδικότητα των αρετών του. Σπουδαία υπήρξε και η αρωγή σημαντικών Ελλήνων λόγιων της υπό κατάλυση Βυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και την περίοδο μετά την Άλωση, όπως ο Γεώργιος-Πλήθων Γεμιστός και ο Βησσαρίωνας. Η Δυτική διανόηση σε μια αποστροφή της προς το Μεσαιωνικό και Βυζαντινό κοσμοείδωλο, τα οποία ήταν άρρητα συνδεδεμένα μεταξύ τους, προσπάθησε και, εν τέλει, κατάφερε να τα αποσείσει και να απαλλαγεί οριστικά από αυτά.

 

Βιβλιογραφία

 

Mango Cyril,  Βυζάντιο, η αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Δημήτρης Τσουγκαράκης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2017.

 

Nicol M. Donald, Βυζάντιο και Βενετία, μτφρ. Χριστίνα-Αντωνία Μουτσοπούλου, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2015.