Η κοινωνική θεώρηση του Μαξ Βέμπερ και του Γκέοργκ Ζίμελ για τον καπιταλισμό και το χρήμα.

2023-01-15 21:14

Εισαγωγή

      Στην παρούσα εργασία θα γίνει μια προσπάθεια να παρουσιάσουμε την κοινωνική θεωρία του Μαξ Βέμπερ και τον εξορθολογισμό ως τον βασικό ιδεότυπο της κοινωνιολογικής του προσέγγισης και τη διαδικασία εξορθολογισμού στον πολιτισμό και την κοινωνία. Επίσης, θα εστιάσουμε στην φιλοσοφική κοινωνιολογία του Γκέοργκ Ζίμελ και στον ρόλο που αυτή διαδραμάτισε όσον αφορά την αρχή της διαντίδρασης και το πνεύμα του χρήματος. Τέλος, θα αναφερθούμε στα πεσιμιστικά στοιχεία, τόσο της βεμπεριανής κοινωνιολογίας για την επίτευξη ή όχι της εξορθολογισμένης κοινωνίας, όσο και στην “τραγωδία του πολιτισμού” μέσα από τη ματιά του Ζίμελ.

 

Μαξ Βέμπερ και ο ιδεότυπος του ορθολογισμού

Ο Μαξ Βέμπερ μπορεί να θεωρηθεί ως μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες των κοινωνικών επιστημών. Σε αυτό το νέο πεδίο για την εποχή του προσπάθησε να ορίσει τη σχέση της κοινωνιολογίας με την ιστορία (Ritzer-Stepnisky 2020,σελ. 443). Θεωρούσε ότι το ένα επιστημονικό πεδίο εξαρτιόνταν από το άλλο, και ότι αυτή η σχέση κοινωνιολογίας-ιστορίας ήταν μεν αλληλένδετη, αλλά η κοινωνιολογία όφειλε να παρέχει τις υπηρεσίες της στην ιστορία (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 395). Εξηγώντας αυτή τη σχέση, ο Βέμπερ, δήλωνε ότι «Η κοινωνιολογία αποζητά να διαμορφώσει τυπικές έννοιες και γενικευμένα ομοιόμορφα σύνολα εμπειρικών διαδικασιών. Αυτό τη διαχωρίζει από την ιστορία, η οποία προσανατολίζεται προς την αιτιακή ανάλυση και εξήγηση των ατομικών ενεργειών, των δομών και των προσωπικοτήτων που παρουσιάζουν πολιτισμική σημασία (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 395).

Σύμφωνα με την Αντωνοπούλου η έννοια της ορθολογικότητας στον Βέμπερ αποτελεί ένα από τα πιο ακανθώδη ζητήματα, όσο αφορά το   “ορθολογικό πράττειν” και την “ορθολογική κατανόηση”, την έννοια δηλαδή του “verstehen” (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 403). Όπως αναφέρει ο Ritzerαυτοί οι τύποι ορθολογικότητας ήταν «Τα βασικά ευρετικά εργαλεία που χρησιμοποίηση [ο Βέμπερ] για να εξετάσει τις ιστορικές τύχες του εξορθολογισμού ως κοινωνικο-πολιτισμικές διαδικασίες» (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 430).

      Ο Βέμπερ διέκρινε στην ορθολογικότητα τέσσερεις τύπους: 1) Την πρακτική ορθολογικότητα, η οποία έχει να κάνει με την ανθρώπινη δραστηριότητα και εν γένει με τον τρόπο ζωής. 2) Την θεωρητική ορθολογικότητα, η οποία εδράζεται στην αντιληπτική ικανότητα της πραγματικότητας, εν αντιθέσει με την διαδραστική πρακτική ορθολογικότητα. 3) Ο τρίτος τύπος είναι η ουσιαστική ορθολογικότητα, όπου προσομοιάζει μεν στην πρακτική, αλλά διαφοροποιείται από την θεωρητική περιλαμβάνοντας τα μέσα εκείνα τα οποία χρησιμοποιούνται από την κοινωνία στο πλαίσιο του συστήματος αξιών για την επίτευξη του τελικού σκοπού. 4)Τέλος, ο τύπος της τυπικής ορθολογικότητας, την οποία χαρακτηρίζουν οι μετρήσεις και οι υπολογισμοί για την έκβαση ή τον έλεγχο μιας κατάστασης και η οποία σχετίζεται με τους κανόνες, τους νόμους και τις ρυθμίσεις με καθολική εφαρμογή (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 430-431).  Σύμφωνα με τον Ritzer«Παρότι όλοι οι άλλοι τύποι ορθολογικότητας δεν περιορίζονται σε έναν πολιτισμό ή μια εποχή, η τυπική ορθολογικότητα αναδύθηκε μόνο στη Δύση, με τον ερχομό της εκβιομηχάνισης. Οι κανόνες, οι νόμοικαι οι ρυθμίσεις καθολικής εφαρμογής που χαρακτηρίζουν την τυπική ορθολογικότητα  στη Δύση εντοπίζονται ιδιαίτερα στους οικονομικούς, νομικούς και επιστημονικούς θεσμούς, όπως και στη γραφειοκρατική μορφή εξουσίας (Ritzer-Stepnisky 202, σελ. 432).

      Η ορθολογικότητα ως έννοια κοινωνιολογικού χαρακτήρα ταυτίστηκε στην εποχή της Νεωτερικότητας κυρίως με τον Δυτικό πολιτισμό, τις δομές της εξουσίας και της οικονομίας σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον. Αυτός ο εντοπισμός της στη Δύση, θα μπορούσαμε να πούμε ότι συσχετίζεται και με την υποχώρηση του μεταφυσικού συναισθήματος και την απομάγευση του κόσμου σε μια νέα εποχή για την Ευρώπη. Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν στην δημιουργία ενός κράτους δομημένου στις αρχές του εξορθολογισμού, μέσα από τη γραφειοκρατία υπηρετώντας τον τυπικό καπιταλισμό, της Δυτικής υπό ανάπτυξη, για εκείνη την εποχή, εκβιομηχανοποιημένης πόλης, εν κατακλειδι, στη δημιουργία της ορθολογικής καπιταλιστικής οικονομίας, η οποία έμελλε να διαμορφώσει το έως τότε κοινωνικό status.Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο εξορθολογισμός του κράτους και της εξουσίας συνδέθηκε με τον εξορθολογισμό της κοινωνίας (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 443).

      Ο Ritzerέκανε μια προσπάθεια να καθορίσει τα βασικά χαρακτηριστικά της τυπικής ορθολογικής πρακτικής. Μέσα από αυτή μπορούμε να διακρίνουμε έξι βασικά χαρακτηριστικά: 1) Την έμφαση στην υπολογισιμότητα. Τα πράγματα μπορούν πλέον να ορισθούν και να μετρηθούν. 2) Την εστίαση στην αποδοτικότητα , δηλαδή στην καλύτερη δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού. 3)Τη δυνατότητα στην πρόβλεψη γεγονότων μέσα από τον ορθολογισμό, ιδιαίτερα εάν υπάρχει σαφήνεια και σταθερή επαναληπτικότητα σε συγκεκριμένες περιόδους. 4) Την αντικατάσταση του ανθρώπου ως έμψυχο ον που είναι, με τις γνωστές ανθρώπινες αδυναμίες και συναισθηματικές διακυμάνσεις, από τις “ψυχρές”, “αλάνθαστες” και σταθερά αποδοτικές μηχανές παραγωγής ή υπολογισμού (κομπιούτερ). 5)Την χειραγώγηση της “εξορθολογισμένης κοινωνίας” από το ίδιο το σύστημα της καθεστηκυίας ορθολογικότητας και τέλος, 6) Την απομάγευση του κόσμου. Μια απομάγευση που όπως σχολιάσαμε είναι το επίτευγμα της Νεωτερικότητας και της εκβιομηχάνισης. Από τη μία μπορεί να απομυθοποιήθηκε το φαντασιακό και το μεταφυσικό, παρόλα αυτά όμως αυτή η απομυθοποίηση σύμφωνα με τον Βέμπερ είχε ο συνέπεια ο κόσμος « Να γίνεται λιγότερο μαγευτικός, λιγότερο μαγικός και τελικά να χάνει το νόημά του για τους ανθρώπους» (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 434).

 

Γκέοργκ Ζίμελ. Η μορφή διαντίδρασης και το πνεύμα του χρήματος

      Ο Γκέοργκ Ζίμελ αν και διαφοροποιήθηκε της κοινωνιολογικής θεωρίας τόσο του Μαξ Βέμπερ όσο και του Μαρξ και Ντιρκέμ, εν τέλει υποσκελίστηκε και από τους τρεις Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 468). Ο Ζίμελ, κατά κύριο λόγο φιλόσοφος και λιγότερο κοινωνιολόγος, επικεντρώθηκε κυρίως στη μικροσκοπική μέτη της ψυχολογίας των μαζών, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στις δομές του πολιτισμού, ενώ τον απασχόλησε επίσης, η μεταφυσική αρχή της ζωής , αλλά και η φιλοσοφία του χρήματος. Κυρίως όμως, τον ενδιέφερε η μορφή διαντίδρασης, δηλαδή η αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων και οι συμμετέχοντες σε αυτή (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 469-472).

         Το ενδιαφέρον του Ζίμελ ήταν εμφανές για τη μορφή που λάμβανε η αλληλεπίδραση μεταξύ των ατόμων, αφού για τον ίδιο οι άνθρωποι και η μεταξύ τους σχέση αποτελούσε μια βασική έννοια, ενώ πίστευε «ότι τα άτομα είναι “οι φορείς” της διαδικασίας της ζωής» (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 468). Όπως αναφέρει η Αντωνοπούλου «Για τον Ζίμελ η κοινωνία είναι μια διάταξη, ένα δίκτυο κοινωνικών σχέσεων που συγκροτείται από αλλεπάλληλες και διαρκώς συμβαίνουσες και επαναλαμβανόμενες διαντιδράσεις μεταξύ των ατόμων» (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 486). Η αντίληψη αυτή του Ζίμελ εκτός από την κοινωνίωση, όπως χαρακτηρίζει την διαντίδραση η Αντωνοπούλου, αντικατοπτρίζεται και στη σημασία, χρήση και αξία του χρήματος.

Τον Ζίμελ δεν τον ενδιέφερε το χρηματοοικονομικό φάσμα, ή τόσο η κοινωνιολογική ανάλυση της σημασίας του χρήματος στο αυστηρό πλαίσιο της οικονομίας και των συνεπειών φτώχιας-πλουτισμού εξαιτίας του, αλλά κυρίως η σημασία της ύπαρξης του ανταλλακτικού του χαρακτήρα στην κοινωνία, ως  μία μορφή συνδεσιμότητάς της (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 493).Δεν τον απασχόλησε σαν μια έννοια μέσα στις κοινωνικές σχέσεις, αλλά ο ρόλος του ως σύμβολο σε αυτές. Στράφηκε ιδίως στο πνεύμα του χρήματος. Για ποιους λόγους και από ποια αίτια εμφορούνταν αυτή η εμφύσηση ισχύος που έδωσε ο άνθρωπος στο χρήμα θεωρώντας την ανταλλαγή την πιο ανεπτυγμένη μορφή διαντίδρασης καθιστά το χρήμα σύμβολο της ανταλλαγής (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 495). Ο Ζίμελ θέτει πολύ ψηλά το ζήτημα της ανταλλακτικότητας θεωρώντας το ένα από τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της κοινωνικής ζωής. Υπεισέρχεται και αγγίζει μέσα από την ανταλλαγή ζητήματα όπως της απώλειας ή της υποδοχής ενέργειας, απώλειας ή απόκτησης αγαθών, ενώ την ίδια την εγχρήματη οικονομία τη θεωρεί μία ειδική περίπτωση ανταλλαγής (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 495-496).

      Για τον Ζίμελ ο κόσμος της αξίας είναι η ζήτηση και όχι η παραγωγή, αφού σύμφωνα με τον ίδιο η αξία ενός γαθούσυχσετίζεται με τη ζήτησή του και κατ επέκταση με την ανταλλακτική του δύναμη (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 496). Τα αγαθά δεν καθίστανται απλώς μέσα μιας δημιουργικής έμπνευσης που παράγονται, ζητούνται και καταναλώνονται, αλλά μέσα και μορφές διαντίδρασης της ίδιας ανθρώπινης αλληλεπίδρασης της κοινωνίας. Για τον Ζίμελ «Το χρήμα εκφράζει επίσης την “αφηρημένη αξία γενικά”. Συμπυκνώνει δηλαδή και καταγράφει τόσο την κίνηση και τη μεταλλαγή όσο και το “νόημα”, τις σημασίες και τα περιεχόμενα των κοινωνικών σχέσεων στη σύγχρονη κοινωνία» (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 497). Συνεπώς, κάθε συμβάν στη ζωή και τις ανθρώπινες σχέσεις διαμορφώνονται μέσω του χρήματος. Εν κατακλείδι, σύμφωνα με τον Ζίμελ, αυτός είναι ο ρόλος του και αυτό είναι το πνεύμα του χρήματος. Να μπορεί να διαμορφώνει την ανθρώπινη βούληση, να μορφοποιεί τη ζωή και το πνεύμα και να μεταποιεί τη λειτουργία των κοινωνικών σχέσεων μέσω της ψυχικής επενέργειας και της αλληλοσύγκρουσης των συναισθημάτων, τα οποία χαρακτηρίζουν τις ανθρώπινες σχέσεις μεταμορφώνοντας τη σύγχρονη ζωή (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 498).

 

Ο πεσιμισμός στον Βέμπερ και στον Ζίμελ

Στη βεμπεριανή σκέψη, όπως είδαμε, κυριαρχεί η πρόσληψη της ορθολογικότητας. Θεωρώντας την γραφειοκρατία απότοκο της ορθολογικής πρακτικής, ο Βέμπερ πίστευε πως μέσα από τις γραφειοκρατικές πρακτικές ότι θα μπορούσε να επιτευχθεί το μέγιστο αποτέλεσμα στην κρατική οργάνωση, τον έλεγχο της εξουσίας και γενικότερα στην οργάνωση πρότυπο της Δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας‧ μιας κοινωνίας άρρητα συνδεδεμένης με τον ορθολογισμό.

Ο ιδεότυπος της γραφειοκρατίας που κατασκεύασε ο Βέμπερ [«Κατά τον Βέμπερ, η κοινωνιολογία επιχειρεί να “κατασκευάσει ιδεατούς τύπους” των κοινωνικών φαινομένων, των κοινωνικών πράξεων, των κοινωνικών σχέσεων και των κοινωνικών θεσμών, όπως η πολιτική, η εξουσία, το κράτος, η γραφειοκρατία κ.λ.π.» (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 379)], θα μπορούσαμε να πούμε ότι εμπίπτει σε αντιφάσεις σχέσεως θεωρητικής θέσπισης του ιδεότυπου και της πρακτικής εφαρμογής του. Όπως αναφέρει η Αντωνοπούλου «Ο Βέμπερ ονόμαζε τον ιδεατό τύπο “ουτοπία”, με την έννοια ότι ο ιδεατός τύπος είναι κάτι απομακρυσμένο από την πραγματικότητα στην πληρότητα και στην καθημερινότητά της» (Αντωνοπούλου 2008, σελ. 385).

      Αυτή η “ασυμφωνία”, θα λέγαμε, θεωρίας και πρακτικής εφαρμογής του Βεμπεριανούιδεότυπου ορθολογισμός-γραφειοκρατία, την απαντούμε στη διάταση μεταξύ της αντικειμενικής και ατομικής κουλτούρας, στην “τραγωδία του πολιτισμού” μέσα από τη σκέψη του Γκέοργκ Ζίμελ (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 503). Η κριτική που ασκεί Ο Ζίμελ στον ιδεότυπο του νεωτερικού πολιτισμού έχει να κάνει με την εξιδείκευση, η οποία κυριάρχησε στην πολιτισμική κουλτούρα της Νεωτερικότητας, εν αντιθέσει με την απώλεια της ατομικής κουλτούρας. Αυτό το φαινόμενο αναφέρεται στον Ritzerως “τραγωδία του πολιτισμού” αφού «Η αυξημένη εξειδίκευση οδηγεί στη βελτίωση της ικανότητας δημιουργίας των διάφορων στοιχείων του πολιτισμικού κόσμου. Ωστόσο, την ίδια στιγμή, το έντονα εξιδεικευμένο άτομο χάνει την αίσθηση της συνολικής κουλτούρας, καθώς και την ικανότητα να την ελέγχει» (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 503). Για να γίνει καλύτερα κατανοητό, ο Ritzerεπικαλείται το παράδειγμα της γλώσσας (πολυμάθεια, πολυγλωσσία, πνευματική καλλιέργεια, νέοι τρόποι έκφρασης μέσα από τις σπουδές), ένα φαινόμενο το οποίο ενώ έχει σαφώς επεκταθεί, παρόλα αυτά παρατηρούμε ότι η γλωσσική ικανότητα παρακμάζει (Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 503).

      Για τον Ζίμελ η εξάπλωση του πολιτισμού επιδρά αρνητικά στη ζωή. Αυτή η νέα πολιτισμική κουλτούρα είναι επίπεδη και ίδια σε όλους και για όλους ισοπεδώνοντας το φαινόμενο της ανομοιογένειας που υπήρχε στην κοινωνία τις προηγούμενες γενιές. Ο Ζίμελ θεωρεί ότι αυτό το συνεκτικό μοτίβο της σύγχρονης κοινωνίας πως ισοπεδώνει τη σύγχρονη κουλτούρα. Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέψουμε και τη θετική πλευρά αυτής της πολιτιστικής κουλτούρας αφού ερχόμαστε σε επαφή με περισσότερους ανθρώπους σε μια σύγχρονη οικονομία, η οποία ανοίγει διαύλους και δίνει ευκαιρίες. Μπορεί να νιώθει ο άνθρωπος περισσότερο ελεύθερος, και αυτό είναι το θετικό πρόσημο της νέας εποχής. όμως ηδιαντίδραση καταργείται. Ο άνθρωπος απομονώνεται και παρακολουθεί απαθής και χωρίς ενδιαφέρον το είδωλό του ως κοινωνός σε μια “αυτάρκη κοινωνία” χωρίς να σκέπτεται για το τι θα καταναλώσει,εάν θα βρει να καταναλώσει, για το πώς θα επικοινωνήσει, ποιος θα σκεφθεί για τον ίδιο, πώς θα κυκλοφορήσει και πώς θα μεταβεί από το ένα μέρος στο άλλο μέσα σε ελάχιστο χρόνο,πώς θα πληροφορηθεί άμεσα, κ.ο.κ. Κάποτε υπήρχε ο τηλέγραφος, αναφέρει ο Ritzer, τώρα το κινητό τηλέφωνο‧ κάποτε υπήρχε η αλληλογραφία, τώρα τα e-mails, ενώ η  πραγματική επικοινωνία αντικαταστάθηκε από την εικονική(Ritzer-Stepnisky 2020, σελ. 504).

 

Αντί επιλόγου

 Το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της βεμπεριανής κοινωνιολογίας σχετίζεταιι με τον εξορθολογισμό του κόσμου και ιδιαίτερα εκείνον που επικράτησε στον Δυτικό πολιτισμό ως ένα φαινόμενο μοναδικής προέλευσης και ανάπτυξης, εν σχέσει με τον υπόλοιπο κόσμο.Αν και ενέχει κάποιες δυσκολίες ο ορισμός του όρου εξορθολογισμός, παρόλα αυτά ο Βέμπερ διέκρινε την ορθολογικότητα μεταξύ του σκοπού της κοινωνικής πράξης και της αξίας με τους δύο αυτούς όρους να αποτελούν την έννοια του εξορθολογισμού στη Νεώτερη Ευρώπη. Η Δύση σε αυτή τη νέα εποχή διαφοροποιήθηκε από τον υπόλοιπο κόσμο θεμελιώνοντας τον πολιτισμό της επάνω στις αρχές του εξορθολογισμού, της διάδοσης και της ανάπτυξης των επιστημών, των τεχνών και της απομυθοποίησης του μεσαιωνικού φαντασιακού μεταφυσικού γνώμονα της εσωστρέφειας, της καθήλωσης και του φόβου.

      Αντίθετα από τον Βέμπερ, ο οποίος υπήρξε ο θεωρητικός του μεθοδολογικού ατομικισμού (αρχέγονη κατάσταση του εξορθολογισμού θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε), η κοινωνιολογική θεώρηση του Γκέοργκ Ζίμελ εστίαζε στην αμοιβαία ανθρώπινη σχέση και στις μορφές τις οποίες ελάμβανε αυτή στις συσταθείσεςμικροκοινωνίες. Ο Ζίμελ θεωρούσε ότι η δημιουργικότητα αναδεικνύονταν μέσα από την αλληλεπίδραση των δρώντων, τόσο ως προς την ικανότητά τους για δημιουργία των κοινωνικών δομών όσο και για τις συνθήκες κατάρρευσής τους. Οι αρχές αυτής της μικροκοινωνιολογικής του θεώρησης βασίζονταν στην εννοιολογική σύλληψη της ικανότητας του ανθρώπου να μπορεί, από τη μία να θεμελιώσει και να αναπτύξει μια κοινωνική ή μια πολιτισμική δομή και παράλληλα από την άλλη, να μετέχει στη νομοτελειακή έλευση σύγκρουσης με την ίδια, δική του “αναπαράσταση”, της οποίας ως δέσμιος τελικά υποτάσσεται και παραδίδεται.

Oεξορθολογισμός που οραματίστηκε ο Βέμπερ θα λέγαμε ότι υποτάχθηκε,κατά κάποιο τρόπο, στον ανορθολογισμό της σύγχρονης “ορθολογικής κοινωνίας” του κέρδους και του άκρατου ανταγωνισμού. Μιας κοινωνίας κενής αξιακού περιεχομένου με ένα γραφειοκρατικό-εργαλειακόπρόσημο, διαφορετικό από εκείνο του βεμπεριανούιδεότυπου. Αυτός ο αντικειμενικός πολιτισμός, μέσα από την προσέγγιση του Ζίμελ, αυτή η πολιτισμική πραγματικότητα, η κουλτούρα της σύγχρονης κοινωνίας μπορεί να έκανε άλμα προς τα εμπρός, όμως, εν τέλει, υποσκέλισε την ατομικότητα και την ατομική κουλτούρα. Σε τελική ανάλυση δεν μπορούμε να πούμε εάν όντως βιώνουμε την “τραγωδία του πολιτισμού” ή όχι.

 

Βιβλιογραφία

 

Αντωνοπούλου Μ., Οι Κλασσικοί της Κοινωνιολογίας. Κοινωνική θεωρία και Νεότερη κοινωνία, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2008.

 

RitzerG. &StepniskyJ., Κλασική Κοινωνιολογική Θεωρία, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2020.