Η Επιστημονική πρόοδος κατά τον 17ο αιώνα, η μαθηματική ανάλυση της εμπειρίας, και η εισαγωγή της αιτοκρατίας από τον Νεύτωνα.

2016-03-21 00:12

Η Επιστημονική πρόοδος κατά τον 17ο αιώνα, η μαθηματική ανάλυση της εμπειρίας, και η εισαγωγή της αιτοκρατίας από τον Νεύτωνα.

 

      Η Επιστημονική πρόοδος κατά τον 17ο αιώνα επέδρασε άμεσα στην κοινωνία και συνέβαλε στην κοινωνική πρόοδο. Η δομή της πραγματικότητας στηρίζεται στις  ιδιότητες που φέρουν τα σώματα τα οποία με τη σειρά τους απαρτίζουν τη δομή της φύσης. Οι μετρήσιμες ποσοτικά ιδιότητες των φυσικών σωμάτων, οι οποίες γίνονται αντιληπτές από τον νου, είναι οι λεγόμενες πρωτογενείς ιδιότητες (μάζα, ταχύτητα, γεωμετρικά σχήματα, διαστάσεις) και οι δευτερογενείς ιδιότητες οι οποίες είναι εκείνες που παράγονται από τις ανθρώπινες αισθήσεις και ανάγονται στην αντιληπτική εμπειρία (χρώμα, γεύση, οσμή, ήχος).[1]

      Η μαθηματική ανάλυση της εμπειρίας, κατά τον 17ο, αιώνα περνούσε μέσα από την επιστημονική διάκριση των ιδιοτήτων κατά την οποία μπορούσαν να αποτυπωθούν, μαθηματικά πλέον, οι εξηγητικές υποθέσεις οι οποίες έπονταν της μαθηματικής εξιδανίκευσης.[2] Η επιλογή των απλούστερων υποθέσεων και η υποβολή τους σε πειραματικό έλεγχο ήταν η μαθηματική προσέγγιση του Γαλιλαίου η οποία απετέλεσε τον πυρήνα της νέας επιστημονικής μεθοδολογίας. Αυτή η μεθοδολογική στροφή που επέβαλε ο Γαλιλαίος και η μαθηματική εξιδανίκευση είχε άμεσες συνέπειες επιφέροντας αλλαγές στην οντολογική αντίληψη του φυσικού κόσμου.[3] Η νέα τάση ήταν η διείσδυση στα πρωτογενή συστατικά των φυσικών σωμάτων και όχι  η άμεση παρατήρηση αναβιώνοντας έτσι την ατομική θεωρία της ύλης, η οποία είχε διατυπωθεί αρχικά από τον Δημόκριτο και τον Λεύκιππο.[4] Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής του ατομισμού κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα υπήρξε ο Giordano Bruno (1548-1600). Ο Bruno βασισμένος στις αρχές της ατομικής θεωρίας επινόησε ένα συμπαντικό σύστημα κατά το οποίο οι πλανήτες και τα άστρα βρίσκονταν στο κενό μέσα σε ένα άπειρο αριθμό κόσμων.[5] Εκείνος, όμως, που αναβίωσε τη θεωρία του ατομισμού ήταν ο Pierre Gassendi (1592-1655). Ο Γάλλος ιερέας βγάζοντας από την αφάνεια τα «άτομα» του Επίκουρου βάσισε την πίστη του στη δύναμη του Θεού σύμφωνα με την οποία η δημιουργία τους προήλθε από τον Θεό χωρίς να προϋπάρχουν.[6] Ο Gassendi υποστήριξε την ύπαρξη του κενού σύμφωνα με τα πειράματα του Ιταλού μαθηματικού Evangelista Torricelli (1608-1647)  στο οποίο οφείλονται η μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης και η εφεύρεση του βαρόμετρου και επίσης, συσχέτισε τις χημικές ιδιότητες των φυσικών σωμάτων με τα σχήματα όπως είχε κάνει ο Καρτέσιος.[7] Ο ισχυρισμός του Καρτέσιου για την ανυπαρξία κενού στη φύση ήταν μια μεγάλη διαφορά ανάμεσα στον Gassendi και τον ίδιο για την μετέπειτα πορεία της επιστήμης.[8]

      Ένας άλλος θεωρητικός του ατομισμού ήταν ο Ιρλανδός Robert Boyle (1627-1692). Σύμφωνα με τον Boyle η θεμελιώδης δομή της ύλης είναι η ατομική θεωρώντας τις πρωταρχικές ιδιότητες των υλικών σωμάτων ως την αντικειμενική τους υπόσταση. Ο Boyle προέκτεινε την παρατήρηση μέσω της πειραματικής μεθόδου σε υποπαρατηρησιακό επίπεδο των πρωτογενών ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων.[9] Ωστόσο η ατομική θεωρία δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί πειραματικά διότι αυτή η νέα επιστήμη έπασχε από ένα κύριο μειονέκτημα στην ευρετική της, το οποίο ήταν η παρατήρηση μη παρατηρήσιμων οντοτήτων (των ατόμων), χωρίς να είναι δυνατή η εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων παρά μόνο η εξαγωγή ενός θεωρητικού λόγου ο οποίος ήταν αδύνατον να υποβληθεί σε εμπειρική διακρίβωση.[10] Εφόσον, λοιπόν, η αλήθεια βρισκόταν πέρα από την εμβέλεια των αισθήσεων και η ατομική θεωρία ήταν αδύνατον να επιβεβαιωθεί πειραματικά δημιούργησε δυσπιστία ως προς τις «πρώτες αιτίες» και την πρωτογενή δομή της φύσης.[11] Είχε παρέλθει πλέον η εποχή της μεσαιωνικής μεταφυσικής και είχε επέλθει η εποχή της επιστημονικής μελέτης. Πάντως ο Boyle στον οποίο οφείλουμε τον όρο «μηχανοκρατία» (μηχανική φιλοσοφία), θεώρησε τον Καρτεσιανισμό και τον ατομισμό θεωρίες τις ίδιας άποψης για τη φύση, εν αντιθέσει με το εμπειρικό ρεύμα της εποχής.[12]

      Η γνωσιολογική θεώρηση της επιστήμης με βάση την εμπειρία κατά την οποία η παρατήρηση και εν συνεχεία η πειραματική επαλήθευση θα οδηγούσε στην αντικειμενική αλήθεια ξεκίνησε από τον Francis Bacon (Μπέικον 1561-1626)  και ολοκληρώθηκε σε συστηματική επιστημολογία από τον John Locke (Λοκ 1632-1704).[13] Ο Λοκ απέρριψε τον Καρτεσιανισμό ως αμφιβόλου εμβέλειας επιστήμη, υποστηρίζοντας ένθερμα την αναγκαιότητα του πειραματισμού ως τη μοναδική πρόσβαση προς την αλήθεια.[14] Η σημασία των αισθήσεων για τον Λοκ ήταν κύριας σημασίας θεωρώντας το μη αισθητό ως μη γνωστό και το όριο της γνώσης ίσο με το όριο της εμπειρίας.[15] Σύμφωνα με τον ίδιο η πρόσληψη των πληροφοριών δια των αισθητηρίων οργάνων εμπλουτίζει τον νου ο οποίος χωρίς αυτές θα ήταν μία άγραφος δέλτα (Tabula Rasa). Ο Λοκ όταν αναφέρεται στα πρωταρχικά δεδομένα εννοεί τα πρωταρχικά συστατικά των υλικών σωμάτων και όταν αναφέρεται σε ιδέες μέσα στον νου εννοεί το υλικό της γνώσης παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από την καρτεσιανή – ορθολογιστική θεωρία.[16] 

 

      Ο Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός Rene Descartes (Καρτέσιος, 1596-1650)σύμφωνα με τη θεωρία του, υποστήριξε ότι κάθε έλλογη ψυχή δύναται να κατοικεί σε ένα σώμα με μη σκεπτόμενη υπόσταση, ο νους όμως, ο οποίος είναι σκεπτόμενη υπόσταση και μη εκτατή, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σώματος με σταθερά αλληλεπίδραση των δύο (σώματος και νου).[17] Το περίφημο αξίωμα του Καρτέσιου «Σκέφτομαι άρα υπάρχω» (cogito ergo sum), αποτελεί το θεμελιώδες αξίωμα της Καρτεσιανής ανθρωπολογίας. Εντός ενός τέλειου συντονισμού ανθρώπινου σώματος και νου, όταν μία σκέψη αναφύεται στο λογικό, αυτή με τη σειρά της δύναται να μεταδοθεί στο σώμα και να εκτελεσθεί ως ιδέα.[18] Ο Καρτέσιος χάρη σε αυτό το υποθετικό μοντέλο μπόρεσε να εξηγήσει τις αρχές της μηχανικής αγνοώντας τις αρχές της εμπειρικής θεωρίας καθώς τις μετέτρεψε σε μια ολοκληρωμένη φυσική φιλοσοφία.[19] Παρόλο που ο Καρτεσιανισμός κατέληξε σε έναν ορθολογικό δογματισμό λόγω της εμμονής του Καρτέσιου στη γεωμετρικότητα, απέτυχε με την υποβάθμιση του πειράματος και την καταφυγή σε αξιώματα τα οποία θα μπορούσαν να είναι εσφαλμένα εξαιτίας του κινδύνου της ψυχολογικής αυθυποβολής κατά την παραδοχή των συμπερασμάτων.[20]

      Ο Νεύτων αντιτάχθηκε στην καρτεσιανή μέθοδο σκέψης για τη φύση και επέμεινε στο γεγονός ότι ο φυσικός φιλόσοφος πρέπει να στηρίζεται στην προσεκτική εξέταση των φαινομένων.[21] Στο κοσμοϊστορικό του επίτευγμα «Philosophiae naturalis principia mathematica» (Μαθηματικές αρχές της φυσικής φιλοσοφίας) ο Νεύτων ενσωμάτωσε τις θεμελιώδεις αρχές της κοσμολογίας του επιστημονικού έργου του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Γαλιλαίου σε ένα ενιαίο κοσμολογικό θεωρητικό περίγραμμα διεπόμενο από νόμους.[22] Το καταληκτικό φιλοσόφημα των Principia Mathematica αντιμετώπιζε τη φύση ως ενιαίο σχήμα με καθολικούς κανόνες εφαρμοσμένους με μαθηματική διατύπωση. Η εμπειριστική – επαγωγική σύλληψη του φυσικού κόσμου του Νεύτωνα ήταν αποτέλεσμα της γνωσιολογικής μετριοπάθειας η οποία χαρακτήριζε τη σκέψης του. Με την πειραματική εξήγηση πολλών φαινομένων η συγκρότηση των παρατηρήσεων καθίστατο πλέον ακριβής και η προβλεψιμότητα των φυσικών φαινομένων αλάνθαστη μέσα σε αυτό το νευτώνειο εξηγητικό πλαίσιο.

      Τόσο ο Νεύτων όσο και ο Καρτέσιος υπήρξαν έξοχοι επιστήμονες. Η επικράτηση όμως του Νεύτωνα ήταν καθοριστικής σημασίας διότι προκάλεσε τη σύγκλιση της γεωμετρίας με την πειραματική μέθοδο, απέναντι σε ένα περίτεχνο παραγωγικό καρτεσιανό σύστημα.[23] Ο Καρτέσιος θεωρώντας ότι το αντικείμενο της φιλοσοφικής μεθόδου είναι η αναζήτηση της αλήθειας μέσω του νου και της νοητικής ανάλυσης ανέπτυξε το μεγαλύτερο μέρος της κοσμολογίας του έξω από το μαθηματικό πλαίσιο, προσεγγίζοντας τη φυσική επιστήμη ως φιλόσοφος.[24] Η γνωσιολογική αισιοδοξία του Καρτέσιου έγκειται στη διανοητική ενόραση, δηλαδή στην ανεπηρέαστη παρεμβολή του νου από τις ψυχολογικές και αισθητηριακές εμπειρίες πάνω σε ένα αντικείμενο, προσπαθώντας ανεπηρέαστος ( ο νους) να δει και να μάθει την αλήθεια από την οποία πηγάζουν όλες οι υπόλοιπες γνώσεις.[25] Όμως μία τέτοια νοησιαρχική παραγωγική σύλληψη εγκυμονούσε κινδύνους λανθασμένων συμπερασμάτων από τη στιγμή που κυρίαρχο ρόλο σε κάτι τέτοιο θα έπαιζε ο υποκειμενικός παράγοντας δηλαδή η ψυχοσύνθεση του ερευνητή. Ο φόβος, λοιπόν, προς καταφυγή εσφαλμένων αξιωμάτων υποτάχθηκε στη θεωρία της πειραματικής επιβεβαίωσης ίσως από τον κορυφαίο νου όλων των εποχών, τον Ισαάκ Νεύτωνα, όπου η σκέψη του απέρριψε μια επιστήμη βασισμένη σε μεταφυσικές υποθέσεις.[26]

 

Επίλογος

      Η επιστήμη κατά την περίοδο του 17ου αιώνα πέτυχε οριστικά την κατάκτηση της μεθοδολογικής και θεσμικής της αυτοτέλειας και αναδείχθηκε η ηγεμονική της υπεροχή έναντι της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Η θεωρία του ατομισμού που είχε περάσει στο περιθώριο κατά τον μεσαίωνα, με την επικράτηση της αριστοτελικής φιλοσοφίας, ήρθε πάλι στο προσκήνιο την περίοδο της Αναγέννησης με τα συγγράμματα των ατομικών φιλοσόφων επικαιροποιημένα. Το ενδιαφέρον στην ατομική θεωρία προκλήθηκε από την επικράτηση της μηχανιστικής φιλοσοφίας, με τη φυσική Αλήθεια να επαληθεύεται μέσω της παρατήρησης και του πειράματος. Η αποδέσμευση της ανθρώπινης διάνοιας από τη θρησκεία, η αμφιβολία, ο ορθός λόγος, η επιστροφή στους προσωκρατικούς και τους πυθαγόρειους φιλοσόφους, η επανεμφάνιση της ατομικής θεωρίας οι έμφυτες ιδέες των στωικών και οι τελεολογικές θεωρήσεις μέσω της μεταφυσικής, ήταν ο τρόπος εκείνος όπου ο άνθρωπος θα μπορούσε να συλλάβει μέσω του νου τις «πρώτες ιδέες» χωρίς περιορισμό στη γνώση. Όπως είδαμε, οι υποστηρικτές του ατομισμού θεωρούσαν ότι έπρεπε να αφιερωθούν στο πείραμα και την έρευνα αφήνοντας την εμπειρική παρατήρηση. Άλλοι εμπειριστές πάλι, όπως ο Bacon, θεώρησαν τον ατομισμό κατά πολύ υποδεέστερο της επιστημονικής εγκυρότητας ενώ άλλο όπως ο Gottfried Wilhelm Leibniz (Λάιμπνιτς 1646-1716), τον απέρριψαν υπέρ άλλων μεταφυσικών υποθέσεων. Ο Καρτέσιος, ο οποίος τήρησε μία ενδιάμεση θέση ανέπτυξε την ορθολογική επιστημολογία κατά την οποία η γνώση κατακτάται μόνο μέσω της σκέψης. Με την αναζωπύρωση του σκεπτικισμού, επικράτησε τον 17ο η ανίχνευση του ορίου της ανθρώπινης δυνατότητας και κατανόησης. Ο Καρτέσιος επεδίωξε την παραγωγή των φυσικών νόμων βασισμένους σε μεταφυσικές αρχές. Εκείνος όμως ο οποίος απέρριψε το καρτεσιανό πρόγραμμα της παραγωγής νόμων με τέτοια χαρακτηριστικά ήταν ο Sir Isaac Newton (Νεύτων 1642-1727). Η εισαγωγή της Αιτιοκρατίας από τον Νεύτωνα, της θεωρίας ότι τίποτε δεν έγινε τυχαία ή ανεξήγητα ως γεγονός, διαμόρφωσε την επιστημονική σκέψη της νεωτερικότητας. Οι νόμοι πλέον περιγράφουν τα φαινόμενα, τα φαινόμενα έχουν δεδομένα, άρα αναλύοντας τα δεδομένα των φαινομένων με τους νόμους, μπορείς να προβλέψεις. Όπως είχε διακηρύξει ο ιδρυτής του θετικισμού, ο Αύγουστος Κομτ, παρήλθε η εποχή της μεταφυσικής και άρχισε εκείνη της επιστημονικής μελέτης.

 

Βιβλιογραφία

 

Βαλλιάνος Περικλής, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β΄, Η επιστημονική επανάσταση και η φιλοσοφική θεωρία της επιστήμης. Ακμή και υπέρβαση του θετικισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

 

 

Butterfield Herbert, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου - Αντώνης Χριστοδουλίδης, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2010.

 

 

Crombie A.C.,  Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, τόμος Β΄, Η επιστήμη στον Ύστερο Μεσαίωνα και στις αρχές των νέων χρόνων (13ος-17ος αιώνας), μτφρ. Μαριλέννα Ιατρίδου – Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2006.

 

 

Losee John, Φιλοσοφία της επιστήμης, μια ιστορική εισαγωγή, εκ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993.

 

 

Wesfall Richard, Η συγκρότηση της σύγχρονης επιστήμης. Μηχανισμοί και μηχανική, μτφρ. Κρινώ Ζήση, εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995.

 



[1] Περικλής Βαλλιάνος, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β΄, Η επιστημονική επανάσταση και η φιλοσοφική θεωρία της επιστήμης. Ακμή και υπέρβαση του θετικισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 45.

[2] Π. Βαλλιάνος, στο ίδιο.

[3] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 66.

[4] Π. Βαλλιάνος, στο ίδιο.

[5] Herbert Butterfield, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου - Αντώνης Χριστοδουλίδης, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2010, σελ. 65.

[6] A.C. CrombieΑπό τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, τόμος Β΄, Η επιστήμη στον Ύστερο Μεσαίωνα και στις αρχές των νέων χρόνων (13ος-17ος αιώνας), μτφρ. Μαριλέννα Ιατρίδου – Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2006, σελ. 259.

[7] A.C. Crombie,  στο ίδιο.

[8] Richard Wesfall, Η συγκρότηση της σύγχρονης επιστήμης. Μηχανισμοί και μηχανική, μτφρ. Κρινώ Ζήση, εκδ. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1995, σελ. 56.

[9] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 70.

[10] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 71.

[11] Π. Βαλλιάνος, στο ίδιο.

[12] [12] R. Wesfall, ο.π., σελ. 58.

[13] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 122.

[14] Π. Βαλλιάνος, στο ίδιο.

[15] Π. Βαλλιάνος, στο ίδιο.

[16] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 123-124.

[17]A.C. Crombie,ο.π., σελ. 239.

[18] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 82.

[19] A.C. Crombie,  ο.π., σελ. 241.

[20] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 88.

[21] John Losee, Φιλοσοφία της επιστήμης, μια ιστορική εισαγωγή, εκ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 119.

[22] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 105.

[23] H. Butterfield, ο.π., σελ. 156.

[24] A.C. Crombie,  ο.π., 163-164.

[25] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 83.

[26] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 88.