Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ. Η ΜΑΖΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ.
Η ΜΑΖΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΣΑΡΛ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ.
O Walter Benjamin (1892-1940), Γερμανός μαρξιστής φιλόσοφος, κριτικός λογοτεχνίας και δοκιμιογράφος στο βιβλίο του Κείμενα 1934-1940 αναφέρει ότι «Η μάζα είναι για τον Μπωντλαίρ τόσο εσωτερική ώστε μάταια αναζητεί κανείς την περιγραφή της στο έργο του» (Benjamim, 2019, σελ. 167). Πράγματι, η μεγάλη πόλη για τον Μπωντλαίρ ήταν σοκ. Αντιθέτως, η φύση, το μικρό χωριό ή το προάστιο ήταν “η στοργική υπηρέτρια”, “ο χυμός από τη μυστική ικμάδα που ζωντανεύει” ή ακόμα, η χαρά, ο έρωτας, ίσως και η διαμεσολάβηση για την γνώση του Είναι.
Η μάζα είναι απερίγραπτη για τον Μπωντλαίρ, όπως απερίγραπτη είναι και η τραγική ειρωνεία που ξετυλίγεται γύρω του ως ένας νέος Οιδίποδας, αφού, όσο τη μαχόταν, τόσο στο τέλος αφομοιώθηκε από αυτήν. Αν αποτελείς μέρος της, κομμάτι της, αν ανήκεις στο πλήθος δεν ονειρεύεσαι. Δεν στοχεύεις, δεν μπορείς να εμβάλεις την εικόνα που βλέπεις μέσα στη μνήμη. Στο πλήθος της μεγαλούπολης χιλιάδες προστρέχουν από κάθε κοινωνική τάξη να προσπεράσουν ορμητικά ο ένας τον άλλον. Παρόλα αυτά υπάρχει μία συμφωνία: Οι άνθρωποι προσπαθούν να βρουν την ευτυχία αλλά ο καθένας τη δική του‧ μόνος του. Νομίζουν ότι δεν έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους, διότι δεν μπορούν να σκεφτούν, δεν μπορούν να ανταλλάξουν έστω μία ματιά. Δεν περνά από το νου τους ότι αυτή η απάθεια, η μελαγχολία της ατομικότητας και η εσωτερικότητα που τους απομονώνει, πως είναι αποκρουστική για έναν χώρο τόσο μικρό στον οποίο συνωστίζονται. Για αυτή τη σιωπηρή συμφωνία των δέσμιων των μεγαλουπόλεων, για τον Παριζιάνο της Βιομηχανικής Επανάστασης του 19ου αιώνα όπου η κίνηση θεωρείται φυσιολογική, ο Χέγκελ είχε γράψει στη σύζυγό του, όταν είχε έρθει για πρώτη φορά στο Παρίσι, το εξής: «Περπατάω στους δρόμους, οι άνθρωποι φαίνονται ακριβώς όπως στο Βερολίνο – ολόιδια ντυμένοι, με περίπου τέτοια πρόσωπα – η ίδια όψη αλλά σε μια πολυάνθρωπη μάζα» (Benjamin, 2019, σελ. 166-167).
Απ’ ότι παρατηρούμε και θα δούμε στη συνέχεια, είναι σαν να μην πέρασε μια μέρα από τότε έως σήμερα. Πολλές οι ομοιότητες, ίδιες οι προσδοκίες και οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, όσο ψηλά ή χαμηλά και αν βρίσκονται στην ιεραρχία της κοινωνίας. Ο Μαρξ είχε χαρακτηρίσει τον εργατικό κόσμο ως την ατσάλινη μάζα του προλεταριάτου, ενώ ο Βίκτωρ Ουγκώ απευθυνόταν στον Παρισινό λαό με τίτλους όπως «οι Άθλιοι» ή «οι εργάτες της θάλασσας» (Benjamin, 2019, σελ. 165).
Ο Έγκελς για την εργατική τάξη της Αγγλίας αναφέρει ότι στο Λονδίνο μπορεί να περπατάει κανείς ολόκληρες ώρες χωρίς να φτάνει πουθενά, χωρίς να συναντά το παραμικρό σημάδι που θα του έδειχνε τον δρόμο για την ύπαιθρο: «Ήδη η οχλαγωγία των δρόμων έχει κάτι το αποκρουστικό, κάτι που εναντίον του εξεγείρεται η ανθρώπινη φύση. Οι Λονδρέζοι χρειάστηκε να θυσιάσουν το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής τους για να φέρουν εις πέρας όλα τα θαύματα του πολιτισμού από τα οποία βρίθει η πόλη τους, ότι εκατοντάδες δυνάμεις που φώλιαζαν μέσα τους έμειναν αδρανείς και καταπνίγηκαν» (Benjamin, 2019, σελ. 165).
Το παρισινό πλήθος για τον Μπωντλαίρ έμοιαζε σαν κινούμενο πέπλο. Το Παρίσι… την πόλη στην εποχή του κοινωνικού μετασχηματισμού που προκάλεσε η Βιομηχανική Επανάσταση. Το Παρίσι… μια από τις πόλεις της αποκοπής του εαυτού μας, από το “παλιό”, από το “γνωστό” περιβάλλον, εκείνο προ της Βιομηχανικής Επανάστασης. Εκεί που η εμπειρία και η μνήμη σταματούν μέσα σε ένα περιβάλλον όπου ο άνθρωπος μετέχει σε μία συνεχή αλλαγή παραστάσεων και τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα για να προλάβει και να ακολουθήσει την επικαιρότητα και τις εξελίξεις χειραγωγούμενος αυτού του θλιβερού κοινωνικού μετασχηματισμού αρνούμενος και να “δει” τον εαυτό του. Το Παρίσι της φρενίτιδας των σιδηροδρόμων, της παιδικής εργασίας, του Κεφαλαίου και της οικονομικής ανάπτυξης. Των ατελείωτων εργατοωρών των ανθρώπων της εργατικής τάξης. Αυτές ήταν οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις της εποχής, όπως είναι και οι σύγχρονες, όπου ο άνθρωπος αρχικά σαγηνεύεται αλλά στη συνέχεια καταστρέφεται, χωρίς έρωτα, κενός από συναισθήματα μην έχοντας τη δύναμη να εγκαταλείψει αυτή την πόλη, σαν ένας νέος Οδυσσέας στο παλάτι της Κίρκης, αιχμάλωτος πεθαίνει.
Ο Thibaudet, Γάλλος δοκιμιογράφος, κριτικός της λογοτεχνίας και μαθητής του Μπερξόν αναφέρει για ένα απόσπασμα από Τα Άνθη του Κακού ότι «Οι παρακάτω στοίχοι δεν μπορούν να εκκολαφθούν παρά στο περιβάλλον μιας μεγάλης πρωτεύουσας» (Benjamin, 2019, σελ. 171).
Του δρόμου τ’ οχλαλοητό ξεκούφαινε τριγύρα.
Ψηλή, λιγνή, στα μαύρα της αρχοντολυπημένη,
Κάποια γυναίκα διάβηκε κρατώντας σηκωμένη
μ’ επίδειξη της ρόμπας της την νταντελένια γύρα.
Ευγενικιά και λυγερή με πόδι ως αγαλμάτου.
Κ’ εγώ ρουφούσα, όπως αυτός που τρέλα τον χτυπάει,
Στα μάτια της τεφρό ουρανό που θύελλες γεννάει,
Μια γλύκα σαγηνευτική και μια ηδονή θανάτου.
Κάποια αστραπή… νύχτα μετά! – Διαβάτισσά μου ωραία
Που ξαφνικά στο βλέμμα σου ξανάνιωσα, για πε μου
Αλλού πια μόνο θα σε δω, σε κάποια ζωή νέα;
Αλλού πολύ μακριά από δω! Αργά! Κ’ ίσως ποτέ μου!
Γιατί δεν ξέρω αν πουθενά θέλω πια σ’ ανταμώσει.
Ω εσένα που θ’ αγάπαγα, ω εσύ που το ’χες νιώσει!
Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ
Η εμπειρία από μία μεγαλούπολη προκαλεί στίγματα όχι μόνο στον έρωτα, αλλά και στον ίδιο τον άνθρωπο. Ένας αποχωρισμός, ή ένα νέο ξεκίνημα, παραμένει πάντοτε μία μεγάλη πρόκληση, πόσο μάλλον όταν συντελείται σε ένα χαώδες και άγνωστο περιβάλλον όπως εκείνο της μεγάλης πόλης. Τα γεγονότα, τα οποία χαρακτηρίζουν τον άνθρωπο και αφήνουν ανεξίτηλο το σημάδι τους ως άγνωστη ανάμνηση, μένουν βαθιά ριζωμένα στο ασυνείδητό του απροσπέλαστα, όσα χρόνια και εάν περάσουν. Ο Προυστ (1871-1922), Γάλλος συγγραφέας και δοκιμιογράφος, θεωρούσε ότι ο άνθρωπος αποκτά την εικόνα του εαυτού του μόνο όταν γίνεται κύριος της εμπειρίας του ενώ μίλησε επίσης, για την εκούσια και την ακούσια μνήμη στον άνθρωπο. Για την mémoire volontaire, την εκούσια ανάμνηση, ισχυρίστηκε, πως όσες πληροφορίες και να δώσουμε για την ανάκληση του παρελθόντος είναι μάταιο και χαμένος κόπος, διότι το παρελθόν δεν συγκρατεί ποτέ τίποτα, «άρα αυτές οι προσπάθειες της νόησης είναι άσκοπες» (Benjamin, 2019, σελ. 153). Για την ακούσια μνήμη, τη mémoire involontaire υποστήριξε, ότι είναι εκείνη που τελεί αυστηρά υπό τον έλεγχο της νόησης. Αρκεί ένα γεγονός, για το οποίο δεν κάνουμε εμείς καμιά προσπάθεια να το ανακαλέσουμε στην ανάμνηση. Εκείνο ανακαλείται μόνο του, αυτόματα, εξαιτίας κάποιου τυχαίου ερεθίσματος. Ακούμε ή βλέπουμε τυχαία κάτι, το οποίο δεν έχουμε ανακαλέσει εκούσια και τελικά αυτό είναι που μας θυμίζει κάτι! Π.χ. ο Προυστ, αναφέρει ότι για πολλά χρόνια δεν είχε καμιά ανάμνηση από την πόλη Κομπραί, στην οποία είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος από την παιδική του ηλικία. Παρόλα αυτά, όταν δοκίμασε ένα μπισκότο με γεύση μαντλέν, αυτό ήταν αρκετό να του επαναφέρει μνήμες της παιδικότητάς του. Αυτό σήμανε ότι χωρίς να το αξιολογήσει ποτέ, τελικά, η γεύση ήταν το σημαντικό γεγονός για τον ίδιο που είχε καταγραφεί στην μνήμη. (Benjamin, 2019, σελ. 153). Με άλλα λόγια, ως συστατικό της ακούσιας ανάμνησης μπορεί να θεωρηθεί κάτι το οποίο δεν έχει βιωθεί ποτέ. Ο Προυστ, μέσα από αυτό τον συλλογισμό κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το παρελθόν βρίσκεται «έξω από την περιοχή της εκούσια ανάμνησης, μέσα σε κάποιο υλικό αντικείμενο… που δεν υποπτευόμαστε» (Benjamin, 2019, σελ. 153).
Ο Φρόυντ πάλι, σε μια συσχέτιση μνήμης και συνείδησης θεωρούσε δεδομένο ότι πάνω απ’ όλα πρέπει πρώτα να συνειδητοποιηθεί η διαδικασία που δημιούργησε τα μνημονικά κατάλοιπα, ασχέτως του πότε και γιατί αυτά ανακλήθηκαν. Στο παράδειγμα με το μπισκότο του Προυστ, δεν αρκεί η ανάκληση της μνήμης, ότι η γεύση μαντλέν ήταν εκείνη που έφερε στην επιφάνεια το γεγονός, αλλά γιατί του άρεσε τόσο πολύ η γεύση μαντλέν; Όσο αυτό δεν δύναται να συμβεί, εκείνα (τα μνημονικά κατάλοιπα) παραμένουν ισχυρά και ανθεκτικά, δίνοντας την ψευδαίσθηση ότι κατακτήθηκαν από μία διαδικασία ανάκλησης εξαιτίας ενός τυχαίου συμβάντος (Benjamin, 2019, σελ. 157).
Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΠΛΗΘΟΥΣ
Ο Έντγκαρτ Πόε (1809-1849), ποιητής, πεζογράφος και κύριος εκπρόσωπος του Αμερικανικού Ρομαντισμού, κάνει μια εκπληκτική περιγραφή του πλήθους και του τρόπου κατά τον οποίο κινείται: «Είχαν όλοι ελαφρώς φαλάκρα στα κεφάλια, από τα οποία από τα δεξιά αυτιά, ασκημένα από καιρό να κουβαλάνε την πένα, είχαν την περίεργη συνήθεια να πετάγονται στητά προς τα έξω. Παρατήρησα ότι πάντα έβγαζαν ή διόρθωναν τα καπέλα τους με τα δύο χέρια και φορούσαν ρολόγια με κοντές χρυσές αλυσίδες με βαρύ και παλιό σχέδιο. Οι περισσότεροι περαστικοί παρουσίαζαν μια ικανοποιημένη, πολυάσχολη συμπεριφορά κι έμοιαζαν να σκέφτονται μονάχα πώς θα ανοίξουν δρόμο μέσα στο πλήθος. Σούφρωναν τα φρύδια και κουνούσαν γρήγορα τα μάτια τους‧ όταν σπρώχνονταν από τους συνοδοιπόρους τους δεν φανέρωναν κανένα σύμπτωμα δυσανασχέτησης, αλλά τακτοποιούσαν τα ρούχα τους και συνέχιζαν βιαστικά. Άλλοι, που δεν έπαυαν να αποτελούν μια πολυάριθμη κατηγορία, ήταν αεικίνητοι, είχαν ξαναμμένα πρόσωπα και μιλούσαν και χειρονομούσαν προς τον εαυτό τους, λες και ένιωθαν μόνοι λόγω ακριβώς της πυκνότητας» (Benjamin, 2019, σελ. 173-174).
Αυτή η εικόνα του πλήθους υπήρξε καθοριστική για τον Μπωντλαίρ. Σαν πίσω από τις κουρτίνες κρυμμένος, με το βλέμμα του να πέφτει επάνω στο κινούμενο πλήθος, γράφει αποσβολωμένος από την απρόσωπη μάζα στο «Un jour de pluie»:
Στο γλιστερό λιθόστρωτο σκουντώντας ο καθένας,
Εγωιστικά και βάναυσα περνά και πιτσιλίζει,
Ή για να πάει πιο γρήγορα, ξεφεύγοντας μας σπρώχνει.
Βούρκος παντού, κατακλυσμός και σκοτεινοί ουρανοί.
Εικόνα μαύρη απ’ όνειρο του μαύρου Εζεκιήλ».[1]
ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΗ Ή ΛΥΤΡΩΣΗ;
Τελικά ο Μπωντλαίρ υπέκυψε στη μάζα‧ υπέκυψε στη βία του πλήθους. Τον τράβηξε κοντά του με μια μοναδική ικανότητα, και σαν ετερώνυμοι πόλοι ενώθηκαν. Ο Μπωντλαίρ έγινε ένα με αυτούς. Έγινε δικός τους. Αναγνωρίζοντας ότι η φύση του είναι απάνθρωπη, ως συνεργός της διαστροφής το μάχεται, όπως υποστηρίζει ο Benjamin, και ξάφνου εκσφενδονίζει ένα περιφρονητικό βλέμμα στη μάζα, μέσα σε μια τρομερή αμφιθυμία προσπαθώντας να τονίσει ότι ο ίδιος είναι αλλού, διαφορετικός. Όμως είναι; Η ανεξερεύνητη σαγήνη που προσφέρει το Λυκόφως του Δειλινού είναι συνάρτηση αυτού του αναπάντητου ερωτήματος.
«Το Λυκόφως του Δειλινού»
Να το γοητευτικό βραδινό, φίλος του εγκληματία‧
Έρχεται σα συνένοχος, αθόρυβα‧ ο ουρανός
Κλείνεται σιγαλά σα μεγάλη ερωτική φωλιά
Ο ανυπόμονος άνθρωπος μεταμορφώνεται σε άγριο κτήνος.
Ω δειλινό, αγαπητό δειλινό, ποθητό από κείνον
Που τα χέρια του δίχως να εξαπατήσουν, να ειπούν μπορούν:
Σήμερα δουλέψαμε! Είναι το βράδυ που αναπαύει
Τα πνεύματα που ο άγριος πόνος κατατρώει
Τον επίμονο σοφό που το μέτωπό του βαραίνει
Το σκυφτό εργάτη που στο κρεβάτι του ξαναπηγαίνει.
Την ίδια στιγμή οι δαίμονες βλαβεροί στον αιθέρα
Σαν πολυάσχολοι άνθρωποι ξυπνούν βαριεστημένα,
Προσκρούουν πετώντας στα παραθυρόφυλλα και στα στέγαστρα,
Μες απ’ τα φώτα που στροβιλίζει ο άνεμος
Η πορνεία στους δρόμους ανάβει‧
Σα μυρμηγκοφωλιά ανοίγει τις εξόδους της
Παντού ανοίγει δρόμο κρυφό,
Σαν τον εχθρό που έφοδο κάνει‧
Κινείται μες στην καρδιά της αμαρτωλής πόλης
Σαν το σκουλήκι που κλέβει την τροφή του ανθρώπου.
Ακούς εδώ κι εκεί τις κουζίνες να σφυρίζουν,
Τα θέατρα ν’ αλυχτούν, τις ορχήστρες να ροχαλίζουν‧
Τα κοινά τραπέζια που το χαρτοπαίγνιο τους προσφέρει ηδονές,
Γεμίζουν πόρνες κρυφές με συνενόχους αισχροκερδείς,
Κι οι κλέφτες που δίχως ανάπαυλα και έλεος
Σε λίγο κι αυτοί τη δουλειά τους θ’ αρχίσουν
Κι αθόρυβα θα παραβιάσουν πόρτες και ταμεία
Για να ζήσουν λίγες μέρες και τις ερωμένες τους να ντύσουν.
Συγκεντρώσου, ψυχή μου, σ’ αυτή τη σημαντική στιγμή,
Και κλείσε τ’ αυτί σου σ’ αυτό το βρυχηθμό.
Είναι η ώρα που οι πόνοι των αρρώστων οξύνονται!
Η σκοτεινή Νύχτα απ’ το λαιμό τούς αρπάζει‧ τελειώνουν
Τον προορισμό τους, οδεύουν προς την κοινή άβυσσο‧
Το νοσοκομείο γεμίζει από τους στεναγμούς τους. Πιο πολλοί από ένας
Δεν θα ’ρθει να ζητήσει τη μυρωδάτη σούπα,
Στο παραγώνι του τζακιού, το βράδυ, πλάι σ’ αγαπημένη ψυχή‧
Αν και, οι πιο πολλοί δε γνώρισαν ποτέ
Γλύκα σπιτική και δεν έζησαν ποτέ!
Βιβλιογραφία
Benjamin Walter, Σαρλ Μπωντλαίρ ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, απόσπασμα από το Un jour de pluie, μτφρ. Γιώργος Γκουζούλης, εκδ. Αλεξάνδρεια.
Benjamin Walter, Ορισμένα μοτίβα στον Μπωντλαίρ, μτφρ. Γιώργος Γκουζούλης, στο Κείμενα 1943-1940, εκδ. Άγρα, σελ. 149-218.
Baudelaire Charles, Τα Άνθη του Κακού, μτφρ. Δέσπω Καρούζου, εκδ. Γκοβόστη.
[1] Walter Benjamin, Σαρλ Μπωντλαίρ ένας λυρικός στην ακμή του καπιταλισμού, απόσπασμα από το Un jour de pluie, μτφρ. Γιώργος Γκουζούλης, εκδ. Αλεξάνδρεια, σελ. 62.