Η ελευθερία της βούλησης στον Αυγουστίνο και στον Ντεκάρτ και πώς αυτή αποτυπώνεται στις θεωρήσεις τους για την ανθρώπινη φύση. (Ανθρώπινη παρεκτροπή, παναγαθότητα του Θεού, ιδιότυπη ελευθερία).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το ζήτημα της ελευθερίας της βούλησης και της ατομικής ευθύνης, την οποία εκείνη επιφέρει, θεωρούνται από τα κορυφαία ζητήματα της χριστιανικής κοσμοθεωρίας τα οποία απασχόλησαν τη λόγια χριστιανοσύνη, από την εδραίωση της νέας θρησκείας, κατά τον πρώιμο Μεσαίωνα έως τις μέρες μας. Στην εργασία αυτή θα γίνει μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε τις θέσεις δύο κορυφαίων λόγιων της Δυτικής φιλοσοφίας, του Ιερού Αυγουστίνου ως εκπροσώπου της μεσαιωνικής φιλοσοφίας και θεολογίας και του μαθηματικού-επιστήμονα των φυσικών επιστημών René Descartes (Ντεκάρτ ή Καρτέσιος) ως εκπροσώπου του Διαφωτισμού. Καλούμαστε λοιπόν να εξετάσουμε το πώς αντιλαμβάνονται την ελευθερία της βούλησης, την ιδιότυπη ελευθερία και κατά πόσο είναι δυνατόν η ανθρώπινη παρεκτροπή από το Θείο, ως απόρροια της ελεύθερης βούλησης, να συμβιβαστεί με την παναγαθότητα και την παντοδυναμία του Θεού.
Ιερός Αυγουστίνος
Ο Αυγουστίνος, ο οποίος από νωρίς ασπάστηκε τον χριστιανισμό, αν και αρχικά είχε προσεγγίσει τις αρχές του μανιχαϊσμού[1] έζησε στις αρχές του Μεσαίωνα, τον 4ο και 5ο αιώνα, σε μία περίοδο όπου η νέα θρησκεία εξαπλωνόταν ραγδαία στη Ευρώπη. Η επίδραση που άσκησε στη φιλοσοφία και τη θεολογία του δυτικού πολιτισμού υπήρξε μεγάλη καθιστώντας τον μία από τις εμβληματικότερες λόγιες μορφές με τα έργα του να υιοθετούνται από τη μεσαιωνική διανόηση, τουλάχιστον για μία χιλιετία. Συνδέοντας τον χριστιανισμό και τον ορθό λόγο με έναν νεωτερικό τρόπο έδωσε μέσα από αυτόν μία νέα έμφαση στην αγάπη του Θεού από τον άνθρωπο.[2] Ο πυρήνας της φιλοσοφίας του, ορμώμενος από τη βαθιά του πίστη προς το Θεό βρισκόταν στην ασίγαστη δίψα για την αλήθεια και την κατάκτησή της. Εκεί πίστευε ότι βρισκόταν η πεμπτουσία της ανθρώπινης υπάρξεως, κατά πόσο δηλαδή ο άνθρωπος θέλει και δύναται να βρει ελεύθερος την αλήθεια μέσα από το χριστιανικό πρίσμα.[3]
Η ελευθερία της βούλησης για τον Αυγουστίνο τοποθετείται σε κεντρική θέση μέσα από τα έργα του. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να πράξει το καλό ή το κακό χρησιμοποιώντας τις δυνατότητες του νου του έχοντας ως τελικό αποτέλεσμα την ευτυχία.[4] Ίσως επηρεασμένος από τις αρχές του μανιχαϊσμού, καθώς η μορφή της ευτυχίας μπορεί να πηγάζει είτε από το καλό είτε από κακό, ο άνθρωπος καλείται να επιλέξει ελεύθερα τη μόνιμη, αληθινή και πολλές φορές επίπονη ως προς την απόκτησή της ευτυχία η οποία βρίσκεται κοντά στον Θεό ή την πρόσκαιρη και εύκολη φθαρτή απόλαυση, δημιουργία μιας εφήμερης ευτυχίας μακριά από τον Δημιουργό.[5]
Ο Αυγουστίνος στην προσπάθειά του να προσεγγίσει την αιώνια αλήθεια μέσα από την ανθρώπινη νόηση ανέπτυξε τη θεωρία της φωτίσεως ή ελλάμψεως.[6] Σύμφωνα με αυτή ο Θεός ως απόλυτα παντογνώστης και απόλυτα ελεύθερος επιλέγει εκείνος τους ανθρώπους οι οποίοι θα φωτιστούν. Ο άνθρωπος επίσης, δρώντας εντός ενός συγκεκριμένου πλαισίου απόλυτης ελευθερίας θα λάβει τη φώτιση μόνο εάν και εφόσον το επιθυμεί. [7] Η βούληση λοιπόν κατέχει εξέχουσα θέση στην κοσμοθεωρία του Αυγουστίνου, εφόσον προϋπόθεση για την αποκάλυψη της αλήθειας, η οποία έρχεται μέσω της Θείας φώτισης, είναι η συγκατάθεση της ανθρώπινης νόησης και της ψυχικής υπόστασης και όχι ο εξαναγκασμός του ατόμου.[8] Σε αυτή την ελεύθερη επιλογή και απόφαση, την οποία θα λάβει τελικά ο άνθρωπος το Θείο δεν εμπλέκεται καθόλου παρά μόνον προβλέπει και προνοεί την ανθρώπινη επιλογή.[9] Ο Θεός γνωρίζει αλλά δεν παρεμβαίνει στην πρόκληση ή την αποφυγή της αμαρτίας. Οι πρωτόπλαστοι εντός του Παραδείσου απολάμβαναν τη Θεία χάρη ως αναγκαία συνθήκη και ασπίδα προς αποφυγή της παρεκτροπής αλλά παρόλα αυτά η ελευθερία της βούλησης στον Αδάμ παρέσυρε τους πρωτόπλαστους στην πτώση.[10] Ο Αυγουστίνος σχετικά με το προπατορικό αμάρτημα θεωρεί ότι η αμαρτία μπορεί να είναι αντίθετη αλλά δεν είναι διαχωρισμένη από το θέλημα του Θεού γι’ αυτό το λόγο και ο Θεός μπορεί να μην εξανάγκασε τον Αδάμ να αμαρτήσει αλλά παρόλα αυτά το επέτρεψε ενώ θα μπορούσε να το είχε αποτρέψει.[11] Έκτοτε ο άνθρωπος για τον Αυγουστίνο θα επιλέγει πάντοτε το κακό, χωρίς κανένα κίνητρο για το καλό, συσχετίζοντας την ελευθερία της βούλησης που του δόθηκε απλόχερα από τον Θεό με μια ψευδαίσθηση ελευθερίας ταυτιζόμενη με την αναρχία και την αυτόνομη αυτάρκεια χωρίς τη Θεϊκή ικανότητα της πρόβλεψης και της πρόνοιας. Ένας τέτοιος άνθρωπος κύριος του εαυτού του δεν είναι τίποτα παραπάνω από μία διεφθαρμένη και αμαρτωλή έκφανση της φιλαυτίας, δόλια μορφή της υπερηφάνειας, αυτοεγκλεισμός και απομόνωση μακριά από τον Θεό.[12]
Η ατομική ευθύνη στην κοσμοθεωρία του Αυγουστίνου αποκτά μεγάλες διαστάσεις εφόσον στην ανθρώπινη συνείδηση μετά το προπατορικό αμάρτημα και την πτώση εδράζεται η αμαρτία. Ο Αυγουστίνος υποστηρίζει για την ελεύθερη βούληση την οποία εμφυσά ο Θεός, ότι ο μόνος τρόπος για να σωθεί ο άνθρωπος από την προκαθορισμένη και συνειδητή τέρψη προς την παρεκτροπή είναι η Θεϊκή παρέμβαση και ο αποπροσανατολισμός της ελεύθερης βούλησης, έτσι ώστε η ανθρώπινη υπόσταση να απελευθερωθεί από τη διαδικασία του επιλέγειν.[13]
Σύμφωνα με τους πατέρες της εκκλησίας ο Θεός δημιούργησε με βουλητική ενέργεια την κτίση και τον άνθρωπο, όχι μόνο ως αισθητό αλλά και ως νοητό δημιούργημα όπως λόγου χάρη η ψυχή, εκ του μη όντος. Ένα τέτοιο δημιούργημα από το μη όν ρέπει προς τη φθορά και την ανυπαρξία.[14] Και οι σχολαστικοί θεολόγοι στη Δύση θεωρούσαν τον άνθρωπο δημιούργημα από το μηδέν που ρέπει προς το μηδέν. Ένας τέτοιος Θεός ο οποίος δημιουργεί εκ του μη όντος, είναι πέρα για πέρα απρόσιτος γιατί είναι διαφορετικός από τα δημιουργήματά του, αλλά συνάμα είναι και άμεσα προσιτός εάν και εφόσον τα πλάσματά του δεν διακόψουν μαζί του την επικοινωνία.[15]Υπάρχει λοιπόν η αίσθηση, ακόμη και στον Αυγουστίνο, ότι ο άνθρωπος ως μείγμα της ψυχής και του σώματος, με την ψυχή ως ανώτερο μέρος, είναι ατελής και τοποθετημένος μέσα στην αμαρτία μετά την τέλεση του προπατορικού αμαρτήματος. Παρόλα αυτά ο Θεός είναι ο μόνος ο οποίος μπορεί να γεφυρώσει αυτό το χάσμα μέσω της ανθρώπινης αυτογνωσίας και της μετάνοιας η οποία δίδεται μέσα από τη Θεία χάρη.[16]
Ο Θεός ως παντογνώστης και προνοών προοικονομεί τη σωτηρία του ανθρώπου, παρεμβαίνοντας στη ζωή του ως εξωτερικός ρυθμιστής και την μεταβάλλει επηρεάζοντας διαρκώς και συμβιβάζοντας κατά μία έννοια την ανθρώπινη παρεκτροπή με την αγαθότητά του. Η κυριότερη Θεϊκή παρέμβαση η οποία αποδεικνύει το μέγεθος της αγάπης του Θεού για το δημιούργημά του είναι η ενανθρώπιση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του λόγου του Θεού, του Υιού, εξασφαλίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη σωτηρία του ανθρώπου και δίνοντάς του τη δυνατότητα να γίνει κατά χάριν Θεός.
René Descartes (Ντεκάρτ)
Τους λόγιους του Μεσαίωνα απασχόλησε επί μακρόν το θέμα της ατομικής ευθύνης στην κοσμοθεωρία του χριστιανισμού, το οποίο προκύπτει μέσα από την ελεύθερη επιλογή της βούλησης, συνδέοντας αναπόσπαστα τον άνθρωπο ως ένα δημιούργημα του Θεού ξεπερασμένο και παρεκτρεπόμενο από έναν πανάγαθο και παντογνώστη δημιουργό. Στις παρυφές του Διαφωτισμού ο Ντεκάρτ θα υιοθετήσει, από τη μία τη μεσαιωνική ιδέα του δημιουργού Θεού και την ανθρωπογενή παρεκτροπή η οποία αναδύεται από την ατομική ευθύνη ενώ από την άλλη, σε μια προσπάθεια να συγκεράσει τον έκπτωτο άνθρωπο με τον Δημιουργό του, διαφοροποιείται τόσο από τον Αυγουστίνο όσο και από άλλους φιλοσόφους και θεολόγους του Μεσαίωνα συμβιβάζοντας την ανθρώπινη αντισυμβατική επιλογή με τα μοναδικά χαρίσματα του λόγου και της νόησης για την κατάκτηση της αλήθειας. Ο Ντεκάρτ θεωρείται σημείο εκκίνησης για την εξέλιξη του Διαφωτισμού με τεράστια συνεισφορά στην εξέλιξη των φιλοσοφικών ιδεών.[17]
Για τον Ντεκάρτ το υπαρκτό συνειδητοποιείται από τον άνθρωπο δια μέσου της αμφιβολίας ενώ η γνώση και η αλήθεια έγκεινται στον νου για τον οποίο το βασικό μοντέλο στήριξης και ανάπτυξης είναι τα μαθηματικά. Το όνομά του συνδέθηκε με την περίφημη διατύπωση “cogito ergo sum”, σκέφτομαι άρα υπάρχω, θεμελιώνοντας έτσι τη γνώση μέσω της αμφιβολίας.[18] Στο σημείο κορύφωσης της καθολικής αμφιβολίας ο Ντεκάρτ αναφέρει: «Οι άνθρωποι συχνά σφάλλουν στους συλλογισμούς τους ακόμα και σε απλά θέματα και δεν υπάρχει λόγος να πιστεύω ότι οι αισθήσεις μου δεν με ξεγελούν ή ότι οι σκέψεις μου δεν είναι παρά σαν τα όνειρά μου όταν κοιμάμαι. Μπορώ να αμφιβάλλω λοιπόν για όλα όσα σκέφτομαι και πιστεύω, αλλά για ένα πράγμα σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να αμφιβάλλω, δηλαδή για το ότι αμφιβάλλω».[19] Ο Ντεκάρτ μέσα από τη θεωρία της αμφιβολίας μπορεί να αμφιβάλλει για κάθε τι το οποίο δεν αποδεικνύεται αλλά σχετικά με την ύπαρξη ή όχι του Θεού δεν επισύρει καμία ύπαρξη αμφιβολίας.
Θεμελιώνοντας την αντιστοιχία του εξωτερικού κόσμου, μέσω της νόησης, με την αβεβαιότητα της καρτεσιανής θεωρίας της υπάρξεως και την αμφιβολία αντιπαραβάλλει αυτή τη θεωρία της πιθανής παραίσθησης της αντίληψης με την ύπαρξη του Θεού ως ένα τέλειο ον το οποίο προβλέπει τα πάντα και δεν θα επέτρεπε μια τέτοια πλάνη αβεβαιότητας.[20] Ο Ντεκάρτ ανατρέχοντας στην οντολογική απόδειξη της υπάρξεως του Θεού υποστηρίζει ότι ο Θεός υπάρχει ως ένα τέλειο ον, θεωρώντας ότι η σύλληψη της ιδέας της τελειότητας για τον άνθρωπο είναι έμφυτη, άρα δεν είναι δυνατόν να πηγάζει από τις αισθήσεις και τον νοητό κόσμο ο οποίος είναι πεπερασμένος, ατελής και αμφίβολος. Η ιδέα της ύπαρξης ενός τέλειου όντος για την ανθρώπινη νόηση δεν μπορεί να σημαίνει τίποτε άλλο πέραν του ότι αυτό το τέλειο ον υπάρχει.[21]
Το έργο του “Στοχασμοί” μπορεί να θεωρηθεί η προσπάθεια επαλήθευσης του Θεού.[22] Στον Πρώτο Στοχασμό ο Ντεκάρτ διατυπώνει ότι «ο Θεός είναι υπέρτατα αγαθός και πηγή της αλήθειας».[23] Στο Τρίτο Στοχασμό περιγράφει τον Θεό ως εξής: «Ο κάτοχος όλων των τελειοτήτων που δεν μπορώ να συλλάβω, αλλά κατά κάποιον τρόπο μπορώ να τον φτάσω με τη σκέψη μου – αυτός που δεν υπόκειται σε κανένα ελάττωμα».[24] Το ερώτημα, όμως, το οποίο προκύπτει μέσα από την περιγραφή ενός Θεού σαν και αυτόν πανάγαθο, τέλειο και πάνσοφο, συνδέεται με τον παραδοσιακό θεολογικό γρίφο της υπάρξεως του κακού και ειδικότερα με την απορία πώς είναι δυνατόν αυτός ο τέλειος δημιουργός να πλάσει έναν επιρρεπή, στην ορθή κρίση, άνθρωπο. [25] Η καθιερωμένη θεολογική απάντηση σε αυτό το ερώτημα και στο πρόβλημα του κακού, από την εποχή του Αυγουστίνου, η οποία αποδίδεται κυρίαρχα στην άσκηση της ελεύθερης βούλησης, δεν βρίσκει αντίθετο τον Ντεκάρτ ο οποίος όμως διαφοροποιείται συμπεριλαμβάνοντας και τη διάνοια στη ανθρώπινη επιλογή.[26] Η βούληση είναι εκείνη η οποία απαιτείται για την ανθρώπινη επιλογή μιας πρότασης όμως η διάνοια είναι αυτή που αντιλαμβάνεται το περιεχόμενο της πρότασης το οποίο για τον Ντεκάρτ κατ’ ανάγκη είναι αληθές.[27] Αντιθέτως, στη βούληση, της οποίας η ευρύτητα και το πεδίο είναι πολύ μεγαλύτερα από εκείνα του πνεύματος, βρίσκεται τόσο η πηγή του σφάλματος όσο και τα μέσα για την αποφυγή του. Η ελεύθερη βούληση πρέπει να ελέγχεται και να αναστέλλεται για ένα θέμα το οποίο δεν αντιλαμβανόμαστε με σαφήνεια, ούτως ώστε να αποφύγουμε την εσφαλμένη συγκατάθεση και το λάθος.[28]
Στον Τέταρτο Στοχασμό περιγράφοντας τη δύναμη της ελεύθερης επιλογής αναφέρει: «Η ελευθερία της επιλογής μου είναι τόσο απόλυτη ώστε η ιδέα οιασδήποτε σημαντικότερης ικανότητας είναι για μένα ασύλληπτη, ώστε η νόηση του εαυτού μου, κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού δυνάμει της βούλησης, να βρίσκεται υπεράνω όλων».[29] Συνεχίζοντας τον στοχασμό του συμπεριλαμβανομένης και της διάνοιας, υποστηρίζει ότι, όταν η διάνοια διαθέτει επαρκή στοιχεία για μία διακριτή αντίληψη τότε δεν θα δυνάμεθα να αμφιβάλλουμε για την ισχύ της, αντιθέτως θα συναινούμε, έχοντας ως αποτέλεσμα την απώλεια της ανεξαρτησίας της βούλησης.[30] Ένα ακόμη σημείο διαφοροποίησης για τον Ντεκάρτ είναι ότι ακόμη και σε μία τέτοια κατάσταση, κατά την οποία η βούληση "εξαναγκάζεται” σε συγκατάθεση από την αντίληψη του νου, ο άνθρωπος δρα μέσα σε ένα πλαίσιο ελευθερίας. «Όσο περισσότερο ρέπω σε μία κατεύθυνση, είτε κατανοώ σαφώς ότι οι λόγοι της αγαθότητας και της αλήθειας δείχνουν τον δρόμο, είτε εξαιτίας μιας θεόσταλτης διάθεσης στην πιο μύχιά μου σκέψη, τόσο πιο ελεύθερη και στις δύο περιπτώσεις είναι η επιλογή μου».[31]
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Όπως είδαμε στον Αυγουστίνο, το πλαίσιο το οποίο καθόρισε τη χριστιανική πίστη εγκλωβίζοντας τον άνθρωπο στην αμαρτία και την αδυναμία της σωτηρίας του ήταν το προπατορικό αμάρτημα των πρωτόπλαστων, η πτώση και η εν δυνάμει καταδίκη του ανθρώπου, έως τη στιγμή της μετάνοιας. Ο Αυγουστίνος σχετικά με το προπατορικό αμάρτημα θεωρούσε ότι κληρονομούνταν και πίστευε ότι μόνο ο Θεός μπορούσε να σώσει τον άνθρωπο μέσω της Θείας Χάριτος. Αυτή η αντίληψη, η οποία επικράτησε από την εποχή του Αυγουστίνου έως την εποχή του Διαφωτισμού ήρθε τον 17ο αιώνα ακολουθώντας τις κοσμοϊστορικές αλλαγές της εποχής (ανακάλυψη υπερπόντιων κόσμων – νέα ήθη, εγκατάλειψη γεωκεντρικού συστήματος και επικράτηση του ηλιοκεντρισμού – Κοπέρνικος, Επιστημονική Επανάσταση), να τοποθετηθεί σε μία περισσότερο ορθολογιστική βάση ακόμη και σε ένα τέτοιο λεπτό ζήτημα όπως η ανθρώπινη φύση και η σχέση της με το Θείο, με έναν από τους κύριους εκφραστές τον Ντεκάρτ.
Ο Ντεκάρτ, ο οποίος δεν ακολούθησε την αυστηρή Αυγουστινιανή θεώρηση, διαφοροποιήθηκε όχι μόνο από τον Αυγουστίνο αλλά και από το συγκεκριμένο αυτό ιστορικό πλαίσιο που προηγήθηκε, δίνοντας το προβάδισμα στη δύναμη της ανθρώπινης διάνοιας. Η έως τότε κακή βούληση που ευθυνόταν για την παρεκτροπή έμελλε να αλλάξει από έναν Θεό, ωσεί παρόν, ο οποίος πρέπει να συγχωρήσει τον μεταπτωτικό άνθρωπο απελευθερώνοντάς του ακόμη περισσότερο τον νου ώστε δρώντας πλέον ελεύθερος να κυριαρχήσει στον κόσμο ως καθ’ εικόνα και ομοίωση του Δημιουργού.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αθανασόπουλος Κωνσταντίνος, Η φιλοσοφία στην Ευρώπη από τον 6ο έως τον 16ο αιώνα, τόμος Α΄, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
- Ματσόυκα Νίκου, Δογματική και συμβολική θεολογία Α΄, εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996. Ορθοδοξία και αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄αιώνα, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009.
- Μολυβάς Γρηγόρης, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τόμος Α΄, Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000.
- Colleman Janet, Ιστορία της πολιτικής σκέψης από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, μτφρ. Γιώργος Χριστίδης, εκδ. Κριτική Επιστημονική Βιβλιοθήκη.
- Cottingham John, Φιλοσοφία της επιστήμης, τόμος Α΄ οι ορθολογιστές, μτφρ. Σοφία Τσούρτη, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2003.
- Windelband W. – Heimsoeth H., Εγχειρίδιο της ιστορίας της φιλοσοφίας τόμος B΄, η Μεσαιωνική φιλοσοφία, η φιλοσοφία της Αναγέννησης, η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. ΜΙΕΤ.
[1] Α. Διαμαντίδης, Λεξικό των –ισμών, από τον Αβανγκαρντισμό στον Ωφελιμισμό, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2003, σελ. 178. “Μανιχαϊσμός: θρησκεία που ιδρύθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. από τον Πέρση Μανιχαίο (Μάνη). Σύμφωνα με τον Μάνη, δύο είναι οι απόλυτες αρχές: το φως και το σκότος, που αντιπροσωπεύουν το καλό και το κακό, τον Θεό και την ύλη. Μανιχαϊσμός ονομάζεται πλέον κάθε θεωρία για την ερμηνεία του κόσμου που δέχεται δύο βασικές αντίθετες αρχές, του καλού και του κακού”.
[2] Κωνσταντίνος Αθανασόπουλος, Η φιλοσοφία στην Ευρώπη από τον 6ο έως τον 16ο αιώνα, τόμος Α΄, εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα, σελ. 242.
[3] Στο ίδιο, σελ. 243.
[4] Στο ίδιο, σελ. 252.
[5] Στο ίδιο.
[6] Στο ίδιο, σελ. 246.
[7] Στο ίδιο.
[8] W.Windelband – H. Heimsoeth, Εγχειρίδιο της ιστορίας της φιλοσοφίας, Β΄ τόμος, Η Μεσαιωνική φιλοσοφία, η φιλοσοφία της Αναγέννησης, η φιλοσοφία του Διαφωτισμού, μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 1986, σελ. 33.
[9] Janet Colleman, Ιστορία της πολιτικής σκέψης από την Αρχαία Ελλάδα μέχρι τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους, μτφρ. Γιώργος Χριστίδης, εκδ. Κριτική Επιστημονική Βιβλιοθήκη, σελ. 613.
[10] Στο ίδιο, σελ. 612.
[11] Στο ίδιο.
[12] Στο ίδιο, σελ. 614.
[13] Στο ίδιο, σελ. 622.
[14] Νίκου Ματσόυκα, Δογματική και συμβολική θεολογία Α΄, εισαγωγή στη θεολογική γνωσιολογία, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 146.
[15] Νίκου Ματσούκα, Ορθοδοξία και αίρεση στους εκκλησιαστικούς συγγραφείς του Δ΄, Ε΄, ΣΤ΄αιώνα, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2009, σελ. 79-80.
[16] J. Colleman, ο.π., σελ. 622.
[17] Γρηγόρης Μολυβάς, Φιλοσοφία στην Ευρώπη, τόμος Α΄, Η εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος αιώνας), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000, σελ. 33-34.
[18] Στο ίδιο, σελ. 35.
[19] Στο ίδιο.
[20] Στο ίδιο, σελ. 36.
[21] Στο ίδιο.
[22] John Cottingham, Φιλοσοφία της επιστήμης, τόμος Α΄, οι ορθολογιστές, μτφρ. Σοφία Τσούρτη, εκδ. Πολύτροπον, Αθήνα 2003, σελ. 243.
[23] Στο ίδιο.
[24] Στο ίδιο, σελ. 244.
[25] Στο ίδιο.
[26] Στο ίδιο.
[27] Στο ίδιο, σελ. 245.
[28] Στο ίδιο.
[29] Στο ίδιο, σελ. 248.
[30] Στο ίδιο.
[31] Στο ίδιο, σελ. 249.