Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ
Εισαγωγή
Η θέση κατά την οποία η χριστιανική κοινωνία είχε τοποθετήσει τη γυναίκα, στη μακρά περίοδο του Ύστερου Μεσαίωνα, είναι λίγο-πολύ γνωστή. Μια γυναίκα, ως επί το πλείστον, περιορισμένου ορίζοντα, καταπιεσμένη από τον σύζυγο και προσωποποιημένη ως η απόλυτη αμαρτία από την εκκλησία. Πολλώ δε μάλλον θα μπορούσαμε εκ προοιμίου να συμπεράνουμε ότι η σχέση των γυναικών με την εκπαίδευση και τη μόρφωσηθα ήταν από ελάχιστη έως στοιχειώδης. Αν και δεν διαθέτουμε ιδιαίτερες βιβλιογραφικές αναφορές πριν από τον Ύστερο Μεσαίωνα, παρόλʼ αυτά η περίοδος που θα μας απασχολήσει, από εκεί και μετά,διαθέτει αρκετές αναφορές για να μπορέσουμε να ερευνήσουμε, να σκιαγραφήσουμε και τέλος να αποδώσουμε το ζητούμενο της παρούσας μελέτης·τη θέση, δηλαδή, της γυναικείας εκπαίδευσης, από την Αναγέννηση έως τα μέσα του 20ου αιώνα.
Η εκπαίδευση των γυναικών: αλλαγές και συνέχειες από την Αναγέννηση έως τη μαζική εκπαίδευση
Η Αναγέννηση και ο Ουμανισμός λειτούργησαν καταλυτικά, μέσω της εκπαίδευσης, στην αυτογνωσία, τον δυναμισμό και τη μετεξέλιξη του ανθρώπου. Ο Μπρωντέλ,[1] στη Γραμματική των Πολιτισμών, πολύ εύστοχα αναφέρει ότι εκείνη την εποχή ο Δυτικός πολιτισμός απομακρυνόταν από τη θρησκευτική ζωή και έτεινε προς τον ορθολογισμό αλλάζοντας τους ηθικούς κανόνες και τις συμπεριφορές του, μία εκ των οποίων ήταν και ο ρόλος της γυναίκας.[2] Για τον Μπρωντέλ ο ρόλος της γυναίκας αποτελεί δομικό στοιχείο του Δυτικού πολιτισμού,ο οποίος, όπως σημειώνει, ενίοτε απέρριπτε ή ημιαπέρριπτε στο πέρας των αιώνων κάποια από τα δομικά στοιχεία μέχρι να φτάσει στην προσωπική του αλήθεια, στο Είναι του, σε αυτό που θα τον χαρακτήριζε στο διηνεκές. Παραμέριζε, δηλαδή, ό,τι τον ενοχλούσε και το παραπετούσε σε γειτονικές, σε ξένες περιοχές. Και, παρόλο που διαφαινόταν μέσα από πολιτισμικές αλληλοδιεισδύσειςότι αυτές τις απορριπτέες δομές τις διαμόρφωνε και τις αποδεχόταν, ο πολιτισμός εν τέλει, ελάχιστα παρέκκλινε της πορείας του.[3] Μέσα από αυτή τη συλλογιστική του Μπρωντέλ μπορούμε να διατυπώσουμε την άποψη ότι ο Δυτικός πολιτισμός της περιόδου που εξετάζουμε ίσως να ημιαπέρριπτε την έννοια της γυναίκας ως δομικό στοιχείο του, αλλά σίγουρα απέρριπτε το δικαίωμά της στην εκπαίδευση.
Σε μια τέτοια μακρά περίοδο υπήρξαν προσωπικότητες οι οποίες επέφεραν τομές μέσα από το έργο τους αναδεικνύοντας την ανάγκη της εκπαίδευσης των γυναικών. Ο Κομένιος[4], υπήρξε ένας από τους κύριους εκπροσώπους του Ρεαλισμού στην εκπαίδευση τον 17ο αιώνα, ενός εκπαιδευτικού κινήματος, που όπως σημειώνει η Α. Συριάτου, ήρθε για να προτείνει νέες αρχές για την παιδεία.[5]Ο Κομένιος είχε μιλήσει για μία εκπαιδευτική αγωγή, η οποία θα ήταν όμοια για όλους, ίση για τα δύο φύλα και για όλες τις κοινωνικές τάξεις. Ωστόσο, θεωρούσε απαραίτητη τη γυναικεία εκπαίδευση μόνο στην πρώτη βαθμίδα.[6]Ο Ρουσσώ (1712-1778),ως ένας από τους σημαντικούς εκπροσώπους του Γαλλικού Διαφωτισμού, θεωρούσε ότι «η γυναίκα ήταν γεννημένη για να υπακούει» και ότι η πραότητα και το νοικοκυριό ήταν σπουδαιότερες αρετές από τη μόρφωση.[7]Στην Αγγλία, ο Τζων Λοκ (1632-1704)ανέδειξε την ανάγκη ενός εκπαιδευτικού διαχωρισμού από το πρόσφατο παρελθόν. Επίσης, ο ποιητής Τζων Μίλτον,[8]του οποίου η επίδραση ήταν πολύ σημαντική, πρότεινε την ίδρυση ενδιάμεσων ακαδημιών για κορίτσια, ανάμεσα στα σχολεία και τα πανεπιστήμια.[9]Παρόλα αυτά, η επίδραση παρόμοιων ιδεολογικών τάσεων υπέρ της γυναικείας μόρφωσης δεν μπόρεσε να εδραιώσει θεσμικές αλλαγές προς όφελος της εκπαίδευσήςτους. Οι δομές του πολιτισμού δεν ήταν ακόμη σε θέσηνα υποστηρίξουν την ισάξια εκπαίδευση ανδρών και γυναικών παραμένοντας σε ένα αμετακίνητο σημείο “ενδιαφέροντος” για την εκπαίδευση των γυναικών από την εποχή της Αναγέννησης. Ένα σημείο αμετακίνητο χωρίς ουσιαστική διαφοροποίηση έως τη σύσταση των εθνικών κρατών του 19ου αιώνα και του αιτήματος για υποχρεωτική και καθολική παιδεία, την οποία υλοποίησαν τα εθνικά εκπαιδευτικά συστήματα.
Μεγάλοι διανοητές-παιδαγωγοί όπως ο Πεσταλότσι[10] συνέβαλλαν ουσιαστικά με το έργο τους στην αλλαγή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης.[11]Ιδιαίτερα στο πρόσωπο του Πεσταλότσι, όπως αναφέρει ο Reble, αναδείχθηκε ο μεγαλοφυής παιδαγωγός του λαού, ο θεμελιωτής της στοιχειώδους μόρφωσης και γεννήθηκε έτσι η ιδέα της λαϊκής μόρφωσης.[12]Στη Γερμανία, ο φιλόσοφος Φίχτε[13] με τη συμβολή του στην αναγέννηση της παιδείας μέσω της καλλιέργειας του εθνικού φρονήματος, ο Χέρμπαρτ[14] ως θεμελιωτής της νεότερης εκπαιδευτικής ψυχολογίας και ο Φρέμπελ[15]με την προσπάθειά του για την καθιέρωση του νηπιαγωγείου προκάλεσαν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες παγιώθηκαν στο μέλλον και έθεσαν τις βάσεις για την μαζική εκπαίδευση του επόμενου αιώνα.[16] Μέσα από εκείνες τις μεταρρυθμίσεις προήχθη και η εκπαίδευση των γυναικών.
Η κοινωνική δομή μετασχηματιζόταν ραγδαίαστην καμπή του 19ου αιώνα και έθετε τη γυναίκα στο προσκήνιο. ΟReble σχολιάζει για το γυναικείο κίνημα ότι «διεκδικεί για τη γυναίκα περισσότερη ελευθερία, καλύτερη μόρφωση και ευρύτερο χώρο στη δημόσια ζωή».[17] Στη Γαλλία το 1883 ιδρύθηκαν τα πρώτα κολλέγια θηλέων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.[18]Στη Γερμανία, ιδρύθηκε σύλλογος διδασκαλισσών και σύλλογος “Μέσης Εκπαίδευσης Θηλέων”,[19] ενώ στις αρχές του 20ου επετράπηη φοίτηση φοιτητριών στα πανεπιστήμια.[20]Την ίδια περίοδο, το 1870, στη Ρωσία δημιουργήθηκαν οι πρώτες ακαδημίες για δασκάλες, ενώ ταυτόχρονα άνοιξε ο δρόμος για την είσοδο των γυναικών στα πανεπιστήμια.[21] Η Α. Συριάτου σε ένα άλλο σημείο αναφέρει ότι οι γυναίκες στα Ρωσικά πανεπιστήμια παραβρίσκονταν μόνον ως ακροάτριες μέχρι το 1905, χρονιά που επετράπη η συμμετοχή τους σε εξετάσεις.[22] Στην Αγγλία, την ίδια ακριβώς περίοδο, η Βιομηχανική Επανάσταση υπαγόρευε την ίδρυση κολλεγίων για γυναίκες, για τη μορφωτική τους θωράκιση, εμπρός στην ανταγωνιστική πρόκληση των αναπτυσσόμενων βιομηχανικών κρατών.[23]
Η μεγάλη αλλαγή στη γυναικεία εκπαίδευσηπραγματοποιήθηκε με την εδραίωση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας υποχρεωτικής και καθολικήςπαιδείαςθηλέων,η οποία ολοκληρώθηκε, θα μπορούσαμε να πούμε,στις απαρχές του 20ου αιώνα, την περίοδο, δηλαδή, της μαζικής εκπαίδευσης στην ιστορία της παιδαγωγικής.Ταυτόχρονα, όμως, όπως αναφέρει ο Power, τα πρώτα χρόνια του αιώνα επέφεραν μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, ολοκληρωτικά καθεστώτα και δύο παγκοσμίους πολέμους, γεγονότα που εξουθένωσαν την Ευρώπη και ανέκοψαν την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση.[24] Η νέα πρόταση για ανασυγκρότηση της εκπαίδευσης έμελλε να διατυπωθεί μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο,στα μέσα του αιώνα.[25] Αυτή, όντως, ετέθη και έκτοτε οδήγησε στησυσσώρευση της γνώσης, σε εναλλακτικές μορφές διδασκαλίας και σε ίσες ευκαιρίες και εκπαιδευτικά δικαιώματα για τα δύο φύλα.
Συμπεράσματα
Ο Δυτικός πολιτισμός στα τέλη του Ύστερου Μεσαίωνα εγκατέλειπε τη θεοκρατική και καθηλωτικά, διαμορφωμένη με τα δεσμά του φόβου για το επέκεινα, χριστιανική κοινωνία. Όσον αφορά τη γυναικεία εκπαίδευση, αυτή επεκτάθηκε στα λαϊκά στρώματα κυρίως μέσα από το κίνημα του Ουμανισμού και εξελίχθηκε ραγδαία κατά τον 19ου αιώνα, αφού έως τότε ήταν προνόμιο μόνο της αριστοκρατίας. Για πρώτη φορά την περίοδο εκείνη παρατηρήθηκαν τα φαινόμενα της γυναικείας χειραφέτησης και της χαλάρωσης της κοινωνικής δομής προς τη γυναίκα. Αυτή η εξέλιξη οδήγησε στην ανάγκη για την μόρφωση των γυναικών και κατ’ επέκταση στην ανάπτυξη των σχολικών μονάδων θηλέων.
Ο κοινωνικός μετασχηματισμός του 19ου αιώνα έβγαζε τη γυναίκα από τα λιμνάζοντα νερά της έμφυλης ανισότητας του παρελθόντος. Οι δύο παγκόσμιου πόλεμοι και τα ολοκληρωτικά καθεστώτα του Μεσοπολέμου, αν και συγκράτησαν για λίγο την εξέλιξη της παιδαγωγικής, ωστόσο δεν μπόρεσαν να ανακόψουν τον νέο ρόλο της γυναίκας. Στη νέα εποχή που χάραζε για την Ευρώπη μετά την ανοικοδόμησή της, η γυναικεία χειραφέτηση επετεύχθη πλήρως. Αυτό οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στην προσπάθεια που έγινε για την εκπαιδευτική ανάταση των γυναικών, η οποία τόσο πολύ είχε παραμεληθεί στη Μακρά, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε, μεταμεσαιωνική περίοδο, στην ιστορία της παιδαγωγικής.
Βιβλιογραφία
Γκότσης Γ. - Συριάτου Α., Δύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
BraudelFernard, Γραμματική των Πολιτισμών, μτφρ. Άρης Αλεξάκης, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2017.
Power J. Edward, Η κληρονομιά της μάθησης, Ιστορία της Δυτικής εκπαίδευσης, στο Γ. Γκότσης – Α. ΣυριάτουΔύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.
RebleAlbert, Ιστορία της Παιδαγωγικής, μτφρ. Θεοφάνης Χατζηστεφανίδης - Σοφία Χατζησταφανίδου Πολυζώη, εκδ. Παπαδήμα, 12η έκδοση, Αθήνα 2018.
[1]FernardBraudel (Μπρωντέλ, 1902-1985): Γάλλος ιστορικός, εκπρόσωπος της σχολής των Annales.
[2]FernardBraudel, Γραμματική των Πολιτισμών, μτφρ. Άρης Αλεξάκης, εκδ. ΜΙΕΤ, 9η ανατύπωση, Αθήνα 2017, σελ. 78.
[3]Braudel, ο.π., σελ. 88-89.
[4]JanAmosKomensky (Κομένιος, 1592-1670): Τσέχος φιλόσοφος και παιδαγωγός.
[5] Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου, Δύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 103.
[6] Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου, ο.π., σελ. 106.
[7]AlbertReble, Ιστορία της Παιδαγωγικής, μτφρ. Θεοφάνης Χατζηστεφανίδης - Σοφία Χατζησταφανίδου Πολυζώη, εκδ. Παπαδήμα, 12η έκδοση, Αθήνα 2018, σελ. 240.
[8]JohnMilton (Μίλτον, 1608-1674), Άγγλος ποιητής.
[9]Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου, ο.π., σελ. 107.
[10]JohannHeinrichPestalozzi (Πεσταλότσι, 1746-1824): Ελβετός παιδαγωγός και μεταρρυθμιστής στην εκπαίδευση.
[11]Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου, ο.π., σελ. 133.
[12]Reble, ο.π., σελ. 334.
[13]JochannGottliebFichte (Φίχτε, 1762-1814): Γερμανός φιλόσοφος, ιδρυτής του Γερμανικού ιδεαλισμού και πατέρας του Γερμανικού εθνικισμού.
[14]JochannFriedrichHerbart (Χέρμπαρτ, 1776-1861): Γερμανός φιλόσοφος, ψυχολόγος και παιδαγωγός.
[15]FriedrichFrӧbel (Φρέμπελ 1782-1852): Γερμανός παιδαγωγός, μαθητής του Πεσταλότσι, εμπνευστής του νηπιαγωγείου.
[16] Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου, ο.π., σελ. 133-135.
[17]Reble, ο.π., σελ. 411.
[18]Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου, ο.π.,σελ. 141.
[19]Reble, ο.π., σελ. 412.
[20]Στο ίδιο, σελ. 486.
[21]Γ. Γκότσης – Α. Συριάτου, ο.π., σελ. 141.
[22]Στο ίδιο, σελ. 192.
[23]Στο ίδιο, σελ. 158.
[24]EdwardPower, Η κληρονομιά της μάθησης, Ιστορία της Δυτικής εκπαίδευσης, στο Γ. Γκότσης – Α. ΣυριάτουΔύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 307.
[25]Στο ίδιο, σελ. 308.