Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

2021-03-19 08:21

(Χαρ. ΚΟΥΜΑΝΑΚΟΣ, Αθήνα, Μάρτιος 2021)

Εισαγωγή

      Το πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης αφορμώμενο από τα φιλελεύθερα και ριζοσπαστικοποιημένα ιδεολογικά ρεύματα της εποχής, περί ισότητας και δικαιοσύνης προκάλεσε ανατροπές και αλλαγές μεγάλου βεληνεκούς στην Ευρωπαϊκή κοινωνία. Η διαδρομή αυτή, την οποία ενέπνευσαν οι αρχές του Διαφωτισμού και ο κόσμος της διανόησης, έμελλε να διαφοροποιήσει τον ιστορικό ρου. Η απομάκρυνση του νεωτερικού ανθρώπου από το φεουδαλικό πρότυπο, που προϋπήρχε και είχε διαποτίσει το DNA του, έγινε απαίτηση από ιδεώδες θέτοντας την εκπαίδευση στην πρώτη γραμμή αυτού του επερχόμενου ανασχηματισμού. Στην παρούσα μελέτη θα επικεντρωθούμε, κυρίως, στις εκπαιδευτικές αλλαγές που οραματίστηκε η Γαλλική Επανάσταση. Παράλληλα, θα μας απασχολήσει το ερώτημα, εάν και κατά πόσον εκείνες οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις της επανάστασης κατάφεραν να εμπνεύσουν και να δομήσουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα εστιασμένο στην πολιτική, ηθική και εθνική συνείδηση σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή αποτέλεσαν ένα αποκρυσταλλωμένο ουτοπικό οδοιπορικό. 

Το έναυσμα

      Αν και η αφετηρία των ζυμώσεων για ένα διαφορετικό εκπαιδευτικό εγχείρημα δημόσιας και λαϊκής παιδείας στην Ευρώπη σηματοδοτείται πολύ νωρίτερα από τα τέλη του 18ου αιώνα, εντούτοις, μπορούμε να διακρίνουμε τρεις περιόδους διαμόρφωσης της παιδαγωγικής στην προεπαναστατική Γαλλία του 17ου και κυρίως του 18ου αιώνα. Όπως αναφέρει ο Αλφρέδος Σταϊνχάουερ, η πρώτη περίοδος ξεκινά το 1693 με τη δημοσίευση των παιδαγωγικών ιδεών του Τζων Λοκ και φτάνει ως το 1760.[1] Η δεύτερη περίοδος αφορά τη δεκαετία 1760-1770 και τα έργα των φιλοσόφων του Διαφωτισμού Ρουσσώ, Ντυντερό, Κοντορσέ, κ.ά., τα οποία ενσάρκωσαν τις νέες επαναστατικές αρχές ενώ επηρέασαν και αφύπνισαν το αίτημα για δημόσια παιδεία θέτοντας την εκπαίδευση στο επίκεντρο.[2] Ειδικότερα, στο έργο του Ρουσσώ Αιμίλιος, μέσα από την εκπαίδευση ενός ορφανού παιδιού θα μπορούσαμε να σχολιάσουμε, ότι εξιδανικεύεται η ορθολογική διδαχή της ζωής από τον δάσκαλο-παιδαγωγό προβάλλοντας επίσης, την έντονη λαϊκή αντιπάθεια και το αντικληρικό πνεύμα για την καθιερωμένη και θεσμοθετημένη μάθηση της εποχής.[3]

      Παράλληλα με την ταυτόχρονη άνοδο του αντικληρικού κινήματος θεωρούσαν ότι μόνο μέσα από ένα συγκεντρωτικό κράτος και βασισμένη στις αρχές του ορθολογισμού η εκπαίδευση θα μπορούσε να απαλλαγεί από τα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά της υποτέλειας, και της τυφλής υπακοής. Έτσι, σύντομα τα Ιησουϊτικά κολλέγια αποτέλεσαν παρελθόν, παραχωρώντας τη θέση τους σε γαλλικά σχολεία, τα οποία έδιναν έμφαση, ιδιαιτέρως, στις επιστήμες, αντικαθιστώντας θα λέγαμε, την “ανθρωπιστική”  εκπαίδευση αυτού του παλαιού τύπου. Παρόλα αυτά δεν διαμορφώθηκε εκείνη την περίοδο ένα νέο εθνικό σύστημα εκπαίδευσης υπό κρατική αιγίδα, όπως πολλοί λόγιοι, ευγενείς και ο απλός λαός προσδοκούσαν. Σε αυτόν τον ρόλο έμελλε να πρωτοστατήσει η επανάσταση του 1789 και ιδιαιτέρως η πλέον ριζοσπαστικοποιημένη και αιματοβαμμένη περίοδος διακυβέρνησης της τριετίας 1792-1795 της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης.

      Ο Durkheim τονίζει ότι η παιδαγωγική την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης, για πρώτη φορά από την Καρολίγγεια εποχή, άλλαζε κατεύθυνση και η έως τότε εκπαιδευτική πρακτική απαλλάσσεται από τον ανθρωποκεντρικό τύπο σπουδών. «Η επαναστατική παιδαγωγική στράφηκε σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση: προσανατολίστηκε προς τα έξω, προς τη φύση. Αυτό που έτεινε τώρα να γίνει κέντρο βάρους της εκπαίδευσης ήταν οι επιστήμες».[4] Η απαρχαιωμένη πανεπιστημιακή δομή που ήταν συνυφασμένη με το “παλιό” φάνταζε ως εμπόδιο στο επαναστατικό πνεύμα.

Το όραμα

      Από την αρχή της επανάστασης υπήρξαν οι προθέσεις για την κατάργηση και την εκ βάθρων ανοικοδόμηση ενός νέου εκπαιδευτικού συστήματος και ότι το θέμα αυτό είχε ήδη είχε τεθεί στη Συντακτική Εθνοσυνέλευση.[5] Η Συντακτική Εθνοσυνέλευση ήταν μία από τις τρεις επαναστατικές εθνοσυνελεύσεις, εν είδη κοινοβουλίου, που είχαν αναλάβει την διακυβέρνηση του κράτους κατά τις τρεις φάσεις της Γαλλικής Επανάστασης (Συντακτική: 1789-1791, Νομοθετική: 1791-1792 και Συμβατική Εθνοσυνέλευση: 1792-1795). Ο Green, μέσα από μία διαφορετική προσέγγιση, χαρακτηρίζει ως «ευρύτατα καταστρεπτικό» το έργο των πρώτων συνελεύσεων «με κύριο μέλημα την αποξήλωση της ισχύουσας εκπαιδευτικής δομής παρά την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών».[6] Παρόλα αυτά αναφέρει ότι «παράχθηκε παραλλήλως ένας αριθμός από εκπαιδευτικά σχέδια» με τη Συντακτική να αναγνωρίζει τη σημασία της δημόσιας εκπαίδευσης.[7]

       Όσον αφορά το θέμα της εκπαιδευτικής αναδιοργάνωσης και στις τρεις αυτές επαναστατικές περιόδους, εν μέσω πολιτικής και κοινωνικής αναταραχής και της κατάργησης των προνομίων των ευγενών, της εκκλησίας κ.λπ., συζητήθηκαν διάφορα θέματα και ψηφίστηκαν νόμοι από σημαντικούς πολιτικούς της επανάστασης. Ανάμεσα σε αυτούς ο Ταϋλεράνδος, μέλος της Συντακτικής εθνοσυνέλευσης∙ σύμφωνα με το σχέδιο της οποίας, η παιδεία όφειλε να είναι καθολική και η γνώση του καθενός εξειδικευμένη. Λίγο αργότερα, στη Νομοθετική, ο Κοντορσέ πρότεινε μια εκπαίδευση που όφειλε να είναι καθολική, υποχρεωτική και δωρεάν, ενώ θα έπρεπε, συν τοις άλλοις, να μην περιορίζεται μόνο στην εξειδίκευση αλλά να διαθέτει και μια ευρύτερη γνώση, τουλάχιστον ως προς το θεωρητικό σκέλος.[8] Ο Durkheim αναφέρει ότι οι Συμβατικοί προσπάθησαν να συμφιλιώσουν αυτές τις δύο τάσεις σχεδιάζοντας την απόκτηση της βασικής γνώσης σε δύο πρώτες βαθμίδες, ενώ σε μια τρίτη βαθμίδα οι σπουδαστές θα αποκτούσαν την εξειδίκευση και θα τελειοποιούσαν τις δεξιότητες που διδάχθηκαν.[9]

      Η νέα οργάνωση στόχευε στην πλήρη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, μακριά από το απολυταρχικό πρότυπο. Η μαθητική τάξη, που προϋπήρχε από τα τέλη του 15ου αιώνα, διασπάστηκε σε διδακτικές ενότητες παράλληλων διδασκόμενων μαθημάτων. Αυτές αντιστοιχούσαν στον αριθμό των ετών των σπουδών (π.χ. για έξι έτη σπουδών υπήρχαν έξι ενότητες μαθηματικών, έξι ενότητες σχεδίου κ.ο.κ.) και κάθε μαθητής εδικαιούντο να επιλέξει μία ή περισσότερες ενότητες. Με αυτόν τον τρόπο το κράτος έδινε την ευελιξία, εκτός από τον μαθητή, και στην οικογένειά του να τον στρέψει στο ανάλογο γνωστικό αντικείμενο.[10] Αυτή η ιδέα για τους Συμβατικούς δεν ήταν της τελευταίας στιγμής. Είχε τεθεί ήδη από τον Κοντορσέ στη Νομοθετική για μια εκπαίδευση η οποία θα επιμερίζονταν σε μαθήματα, αλλά και από τον Ταϋλεράνδο, ο οποίος είχε επικρίνει το σύστημα των τάξεων, διότι πίστευε πως η εκπαιδευτική υποδιαίρεση σε τάξεις κατακερμάτιζε την εκπαίδευση επιβάλλοντας ανάρμοστες μεθόδους και σύγχυση στον νου των νέων.[11]

Η υπαναχώρηση

      Η εκπαιδευτική οργάνωση κινήθηκε στο τρίπτυχο της επανάστασης: Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη. Στόχευε σε μια υποχρεωτική και μαζική εκπαίδευση με κρατικές δαπάνες, ενώ παράλληλα ήθελε να προάγει την ομαδικότητα, το αίσθημα ελευθερίας και την κοινωνική ισότητα μεταξύ των μαθητών. Ωστόσο, το εκπαιδευτικό σύστημα της επανάστασης, στην πραγματικότητα, δεν υλοποιήθηκε ποτέ.[12] Αυτή η υπαναχώρηση κληροδοτήθηκε στην επόμενη φάση της διακυβέρνησης, εκείνης του Διευθυντηρίου (1795-1799)∙ ουσιαστικά θα λέγαμε της μεταβατικής περιόδου προς τη Ναπολεόντειο σταθεροποίηση, αφού μετά την ανατροπή της κυβέρνησης το 1799 εγκαθιδρύθηκε το αυταρχικό καθεστώς της Υπατείας, υπό την εξουσία τριών υπάτων ένας εκ των οποίων ήταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του Διευθυντηρίου ήταν η δημιουργία σχολών ειδικών επαγγελμάτων στην υπηρεσία του κράτους, ανάμεσα στις οποίες ξεχώρισε η πολυτεχνική σχολή École Polytechnique ως η διασημότερη.[13]

      Ο Βοναπάρτης, αν και υποστήριξε τις αρχές της επανάστασης σχετικά με τον εξοβελισμό των προνομίων της αριστοκρατίας και της εκκλησίας, εφάρμοσε τον κρατικό έλεγχο και τον αυτοκρατορικό συγκεντρωτισμό για μια νέα εθνική εκπαίδευση με στόχο, όπως αναφέρει ο Green, «… να χρησιμοποιήσει το κράτος στην εκπαίδευση για να προαγάγει τα συμφέροντα της αστικής τάξης και τους συλλογικούς στόχους του εθνικού κράτους».[14] Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ναπολέοντα κατήργησε την παιδαγωγική της επανάστασης το 1802 με έναν νόμο επαναφέροντας το παλαιό καθεστώς.[15] Η εκπαίδευση μπορεί να επέστρεψε στις ορθολογιστικές αρχές του Διαφωτισμού μέσα από τον κρατικό συγκεντρωτισμό, όμως ο Ναπολέων δόμησε την παιδαγωγική επάνω στην παρακαταθήκη που είχε αφήσει η επανάσταση, δηλαδή επάνω σε μια εκπαίδευση προσαρμοσμένη στις ανάγκες της μεσαίας τάξης και των αστών, με αποτέλεσμα να βρεθεί στο ίδιο σημείο εκκίνησης με εκείνο της Γαλλικής επανάστασης. Ο Green χαρακτηριστικά αναφέρει: «Είναι σαφές ότι η Επανάσταση δεν πέτυχε ποτέ όλους τους εκπαιδευτικούς στόχους της. Ωστόσο, η σημασία της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί».[16]

Συμπέρασμα

      Η Γαλλική Επανάσταση αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της Νεότερης Ευρώπης προκαλώντας μεγάλες και πολυποίκιλες αλλαγές στο ευρωπαϊκό σκέπτεσθαι. Ο αναβρασμός που υπήρχε στα τέλη του 18ου αιώνα και η απαίτηση για ισονομία, δικαιοσύνη και ελευθερία, εκφράστηκε μέσα από νέα ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία προήλθαν από τους ανθρώπους του πνεύματος και τους φιλοσόφους που διέπονταν από τις αρχές του Διαφωτισμού. Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που προήγαγαν οι Εθνοσυνελεύσεις και ιδιαίτερα η Συμβατική, ανέδειξε τόσο τη μειονεξία του παλαιού εκπαιδευτικού συστήματος όσο και την ετερογένεια στην εκπαίδευση απαιτώντας την υποχρεωτική και δωρεάν κρατική εκπαίδευση για όλους.  Το έργο της επανάστασης στην εκπαίδευση θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν υλοποιήθηκε. Η επανάσταση, μάλλον, διακήρυξε περισσότερες θεωρητικές αρχές παρά ένα βιώσιμο εκπαιδευτικό σύστημα. Και ενώ η συμβολή της Συμβατικής στην εκπαίδευση αποτέλεσε, εν τέλει, μια ουτοπία με εμπλοκή των πολιτικών παθών, ακολούθησε  το Διευθυντήριο να αποκαθιστά το φιλελεύθερο αστικό κράτος. Η επιστροφή στην εποχή της σταθερότητας, με την επικράτηση του Ναπολέοντα, αντικατέστησε την παιδαγωγική της επανάστασης. Η εκπαίδευση μπορεί να αναδιπλώθηκε και να στράφηκε εκ’ νέου στις αρχές του ορθολογισμού και του Διαφωτισμού, όμως άφησε παρακαταθήκη τα επαναστατικά επίτευγματά της που δεν ήταν άλλα, από την εδραίωση του κρατικού συγκεντρωτισμού, τον κοσμικό χαρακτήρα που είχε αποκτηθεί μακριά από την εκκλησία, την ανάδειξη του σπουδαστή μέσα από την εξειδίκευση και τέλος τη θεμελίωση για το δικαίωμα στην εκπαίδευση, στοιχεία τα οποία έχουν επικρατήσει έως σήμερα.  

 

Βιβλιογραφία

 

Γκότσης Γ. - Συριάτου Α., Δύο θεσμοί διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001.

 

Σταϊνχάουζερ Αλφρέδος, “Δημόσια εκπαίδευση και δημοκρατία στη γαλλική διαφωτιστική σκέψη”, περιοδ.  Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 21/2009.

 

Durkheim Émile, Η εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης, μτφρ. Ηλίας Αθανασιάδης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014.

 

Green Andy, Εκπαίδευση & Συγκρότηση του Κράτους, μτφρ. Π.Γ. Κιμουρτζής – Γ. Μανιώτη, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2010.

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


[1] Αλφρέδος Σταϊνχάουζερ, “Δημόσια εκπαίδευση και δημοκρατία στη γαλλική διαφωτιστική σκέψη”, περιοδ.  Επιστήμη και Κοινωνία, τεύχος 21/2009, σελ. 186.

[2] Στο ίδιο.

[3] Andy Green, Εκπαίδευση & Συγκρότηση του Κράτους, μτφρ. Παναγιώτης Κιμουρτζής – Γλυκερία Μανιώτη, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2010, σελ. 230.

[4] Émile Durkheim, Η εξέλιξη της παιδαγωγικής σκέψης, μτφρ. Ηλίας Αθανασιάδης, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2014, σελ. 410.

[5] Στο ίδιο, σελ. 412.

[6] Green, ο.π., σελ. 235.

[7] Στο ίδιο.

[8] Durkheim, ο.π., σελ. 414.

[9] Στο ίδιο.

[10] Στο ίδιο, σελ. 415.

[11]Στο ίδιο, σελ. 416.

[12] Green, ο.π., σελ. 238.

[13] Στο ίδιο, σελ. 240-241.

[14] Στο ίδιο, σελ. 246.

[15] Durkheim, ο.π., σελ. 427.

[16] Green, ο.π., σελ. 241.