H στροφή στην εμπειρική μελέτη της φύσης από τον Ύστερο Μεσαίωνα έως την εποχή της Νεωτερικότητας.

2016-02-05 00:21

«H στροφή στην εμπειρική μελέτη της φύσης από τον Ύστερο Μεσαίωνα (μεσαιωνικός πειραματισμός, Roger Bacon) έως και τον Γαλιλαίο. Οι μεθοδολογικές αρχές του Γαλιλαίου και τα βασικά στοιχεία που αποτελούν τα θεμέλια της νεωτερικής επιστήμης.»

      Η μελέτη  της φύσης, έως τον 15ο-16ο αιώνα, δεν είχε κάποια κοινά στοιχεία με τα νέα στοιχεία σύλληψης και αξιοπιστίας που τη διέκριναν στην περίοδο της νεωτερικότητας.[1] Παρόλα αυτά, ο Ύστερος Μεσαίωνας προετοίμασε αυτή την εξέλιξη και η Επιστημονική Επανάσταση που ακολούθησε θα μπορούσε να αποτελέσει το τέλος αυτής της διαδρομής. Τον 13ο αιώνα, στην Αγγλία, για πρώτη φορά, οι Ρόμπερτ Γκροσσετέστ (1170-1253) και Ρότζερτ Μπέϊκον (1219-1292) ήταν εκείνοι οι οποίοι εξέφρασαν απόψεις[2] περί πειραματισμού και μαθηματικοποίησης της φύσης,[3]  η απαρχή της οποίας σηματοδοτείται από κάποιους το 1543.[4] Ο A.C. Grombie[5] θεωρούσε τον Γκροσσετέστ πατέρα της πειραματικής μεθόδου και τον Ρότζερ Μπέϊκον το πνεύμα εκείνο που θα διαμόρφωνε την εφαρμοσμένη επιστήμη.[6] Ο Γκροσσετέστ θεμελίωσε το ρόλο της επαγωγής[7], όπου μέσα σε αυτή την ερευνητική εργασία μπορεί να εμπεριέχεται και το πείραμα ως ξεχωριστό μέσο, αξιοποιώντας και ιεραρχώντας το αριστοτελικό έργο για να διατυπώσει την άποψη ότι οι κατώτερες επιστήμες παρέχουν επιστήμη ενώ τα μαθηματικά δίνουν λόγο στα γεγονότα με αποτέλεσμα η μαθηματική σκέψη να βοηθάει στην κατανόηση της θεωρίας.[8] Αξιοσημείωτο είναι ότι  ήταν από τους πρώτους ο οποίος μέσω των μελετών του εντόπισε την αντίφαση τού Σώζειν τα Φαινόμενα[9] στο αστρονομικό μοντέλο των πτολεμαϊκών έκκεντρων και επίκυκλων, του γεωκεντρικού συστήματος του Κλαύδιου Πτολεμαίου.[10]

      Στην αναζήτηση της αλήθειας θεώρησε τον πειραματισμό ως το ανώτατο κριτήριο αλήθειας, τα μαθηματικά ως το μέσον που παρέχει αλήθεια χωρίς σφάλμα και την εμπειρία βεβαιότητα χωρίς αμφιβολία.[11] Ο Ρότζερ Μπέικον ήταν ο πρώτος ο οποίος κατήγγειλε τον αριστοτελισμό ως μη αρκετό για τα συμπεράσματά του και συνέβαλλε πολύ σημαντικά στον ανασχηματισμό του αριστοτελικού πλαισίου, με τις καινοτομίες του όσο αφορά τη χρήση των μαθηματικών και του πειράματος. Ως εκ τούτου, από μία λογική ερμηνεία του σύμπαντος και της φύσης που επικρατούσε έως τότε, δόθηκε το έναυσμα για την αποσύνθεση της Μεσαιωνικής κοσμοαντίληψης, η οποία οδήγησε σε νέες συνάφειες.

      Μέσα από αυτές τις μεταβολές στην επιστημονική σκέψη, με τη φυσική φιλοσοφία να βασίζεται κυρίως στη Λογική, έκανε την εμφάνισή του ο νομιναλισμός[12] ως φιλοσοφικό κίνημα με κύριο εκφραστή τον Ουίλλιαμ Όκκαμ (1285-1349).[13] Τα νέα στοιχεία για τις αντιλήψεις του νομιναλισμού στις σχέσεις πίστης – Λόγου και η Via Monderna των οκκαμιστών, δηλαδή ο σύγχρονος τρόπος έφρασης του διανοείσθαι, διαχώρισαν τις έννοιες των πραγμάτων και αντικατέστησαν τη μεταφυσική από τη Λογική πράξη. Ο νομιναλισμός υπήρξε ο πρόδρομος του εμπειρισμού, αμφισβητώντας την αριστοτελική θεωρία για την κίνηση των φυσικών σωμάτων όπως αυτή αποτυπώνεται στα Φυσικά του Αριστοτέλη.[14] Αυτές οι θέσεις μετασχημάτισαν ακόμη περισσότερο τις αριστοτελικές αντιλήψεις και αποκατέστησαν την εμπειρική πραγματικότητα ως πρωταρχικό θεμέλιο της επιστημονικής αλήθειας.[15]

      Ο Ζαν Μπουριντάν (1295-1358), πρύτανης του πανεπιστημίου του Παρισιού και κορυφαίος επιστήμων του 14ου αιώνα, επηρεασμένος από τον Όκκαμ θεώρησε αυτόνομη την επιστημονική πρακτική από τη δογματική και τη μεταφυσική, καθώς επίσης και τις αρχές της φυσικής φιλοσοφίας αξιώματα διότι δεν αποδεικνύονται.[16] Άλλος ένας από τους μεγαλύτερους επιστήμονες του 14ου αιώνα, ο Νικόλαος Ορέμ (1320-1382), μαθητής του Μπουριντάν, αμφισβήτησε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και ιδίως τις θεωρίες για το ακαθόριστο, το άπειρο και το χάος και στο έργο του Περί συμμετρίας και ασυμμετρότητας των κινήσεων των ουρανίων σωμάτων διατύπωσε τις θέσεις ότι οι κινήσεις των ουρανίων σωμάτων είτε είναι σύμμετρες μεταξύ τους, είτε σε ορισμένες περιπτώσεις παρουσιάζουν ασυμμετρότητα και ότι δεν υπάρχει κάτι που να μπορεί κάποιος με ακρίβεια να ορίσει τις κινήσεις του ουρανού.[17]

     Ο Φράνσις Μπέικον (1561-1626) θεωρείται η ηγετική μορφή του βρετανικού εμπειρισμού.[18] Υπήρξε ο στοχαστής που επεξεργάσθηκε μία καθαρά εμπειρική αντίληψη της επιστήμης μέσω της συλλογής εμπειρικών δεδομένων από τις επιμέρους παρατηρήσεις. Η εξήγηση αυτών τελούνταν υπό την ολοκλήρωση της πειραματικής προσέγγισης.[19] Στο απόσπασμα του Novum Organum (Βιβλίο πρώτο, XCV),[20] ο Μπέικον εντάσσει την ουσία της επιστημονικής γνώσης στο πείραμα θεωρώντας ότι αυτός είναι ένας σημαντικός παράγοντας για την επιστημονική μέθοδο. Παράλληλα όμως θεωρεί ότι όσο και αν το αποτέλεσμα μιας πειραματικής προσέγγισης μας οδηγήσει σε συμπεράσματα, η οργανωμένη παρατήρηση και η συλλογή των δεδομένων του ανθρώπινου νου είναι εκείνη η οποία αποτελεί τον ουσιαστικό παράγοντα στην έρευνα, δείχνοντάς μας προς τα πού βρίσκεται η αλήθεια.[21] Αυτή, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι η επιτομή της επιστημονικής μεθόδου που άσκησε ο Φράνσις Μπέικον· η μέθοδος της εμπειρικής επαγωγής. Δηλαδή νόμοι, θεωρητικές γενικεύσεις, οι οποίες μέσα από την επαρκή συλλογή εμπειρικών και αντιπαραβολή παρατηρησιακών δεδομένων και πειραματισμό, εξάγονται τα κατάλληλα θεωρητικά συμπεράσματα.[22]

      Η εμπειρική θεωρία της επιστήμης του Μπέικον με την πειραματική προσέγγιση  παρουσίαζε ομοιότητες, αλλά και σημαντικές διαφορές από τη μεσαιωνική μέθοδο η οποία πήγαζε, κυρίως, μέσα από την εμπειρική παρατήρηση των δεδομένων και τις σπουδές να στηρίζονται στη μελέτη των κλασσικών βιβλίων με τη μεθοδολογία του σχολαστικισμού.[23] Αν και οι άνθρωποι του Ύστερου Μεσαίωνα χρησιμοποιούσαν και εκείνοι το πείραμα, διευρύνοντας τον ορίζοντα της σκέψης τους, παρόλα αυτά το έκαναν μέχρι ενός ορίου ενταγμένοι στο αριστοτελικό σύστημα.[24] Η εμπειρική παρατήρηση των προκατόχων του Μπέικον σημείωνε μεγάλη βελτίωση από εκείνη την εποχή, καθώς οι άνθρωποι παρατηρούσαν και τότε τη φύση όμως, η ακρίβεια αυτών των παρατηρήσεων αντί να λειτουργήσει ως αφετηρία προς την αναζήτηση της αλήθειας μέσα από ένα νέο φιλοσοφικό – επιστημολογικό σύστημα περιορίζονταν στη σύνταξη εγκυκλοπαιδειών περιγραφικού χαρακτήρα.[25] Ποιος θα τολμούσε να κλονίσει με μία ανεξάρτητη σκέψη το επί μιάμιση χιλιετία καθιερωμένο από την αρχαιότητα αριστοτελικό σύστημα;[26] Ο Μπέικον, στις αρχές του 17ου αιώνα, διαφοροποιούμενος, θίγοντας αυτή τη διάσταση παρατήρησης – εξήγησης αντιτάχθηκε στην έως τότε καθιερωμένη ερμηνεία υποστηρίζοντας ότι η εξήγηση πηγάζει από την παρατήρηση και ως εκ τούτου όταν κάποιο φαινόμενο χρειαζόταν εξήγηση αντί οι άνθρωποι να καταφεύγουν στον εμπλουτισμό των εγκυκλοπαιδειών με νέα στοιχεία και στο γνώριμο σύστημα ερμηνείας της εποχής τους εντός του αριστοτελικού πυρήνα, να διατυπώνουν τις παρατηρήσεις τους.[27]

      Ο Μπέικον θεωρούσε πως η μελέτη της φύσης είχε επισκιασθεί από τα τέσσερα είδωλα τού νου και τα οποία αποπροσανατόλιζαν τον άνθρωπο: i)Τα είδωλα της φυλής, ο αυτοεγκλοβισμός του ανθρώπου στην επιρρεπή τάση που τον διακρίνει να διατυπώνει εσπευσμένα θεωρίες πέραν των κανονικών, καταλήγοντας συνήθως σε λανθασμένα συμπεράσματα, εξαιτίας της υπέρμετρης βεβαιότητας.[28] ii)Τα είδωλα της σπηλιάς, η υποκειμενική αντίληψη της εμπειρίας η οποία προκύπτει μέσα από την αγωγή και παιδεία κάθε ανθρώπου.[29] iii)Τα είδωλα της αγοράς, οι αυθαίρετα παραμορφωμένες σημασίες των λέξεων οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση έκφρασης ορθών επιστημονικών εννοιών.[30] iv)Τέλος, τα είδωλα του θεάτρου, δηλαδή την αποδοχή των φιλοσοφικών μεθόδων του παρελθόντος και τον υπερβολικό σεβασμό των αυθεντιών.[31]

      Ο Άγγλος θεωρητικός της επιστήμης πίστευε ότι μόνο μέσω της ορθής, καθαρής γνώσης και μέσω της έρευνας θα καθίστατο δυνατή η ανάκτηση της κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση την οποία είχε χάσει με την Πτώση του κατά το προπατορικό αμάρτημα.[32] Θεωρούσε απαραίτητο τον καθαρμό του ανθρώπινου νου από την ψεύτικη γνώση και τις προκαταλήψεις του παρελθόντος.[33] Στο φιλοσόφημά του απέρριψε την αριστοτελική λογική του ειδώλου του θεάτρου που επικράτησε τον Μεσαίωνα, αν και δεχόταν το κύριο περίγραμμα της αριστοτελικής επαγωγικο-απαγωγικής θεωρίας.[34] Επονομάζοντάς την καταριθμούσα επαγωγή, την ανέτρεψε χαρακτηρίζοντάς την ανεπαρκή ως προς την ελλειπτική και τυχαία συλλογή εμπειρικών στοιχείων και εσφαλμένη ως προς την κατανόηση της επαγωγικής μεθόδου, χτίζοντας πάνω της τη μεθοδολογική εφαρμογή της γνήσιας επαγωγής. [35]

      Η επιστημολογική και επιστημονική στροφή που είχε σημειωθεί προς την αισθητή εμπειρία από τα τέλη του 16ου - αρχές του 17ου αιώνα και η οποία είχε τις ρίζες της στον Ύστερο Μεσαίωνα, για πρώτη φορά ορίστηκε από τον Γαλιλαίο[36] ως η επιστημονική μέθοδος της επαλήθευσης των υποθέσεων με τη χρήση του συνδυασμού των μαθηματικών και του πειράματος, αποτελώντας τις απαρχές της σύγχρονης επιστήμης. Το «καινούργιο» που είχε έρθει λίγο νωρίτερα, μέσα από την παρατήρηση (η ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου, οι παρατηρήσεις του Τύχωνα Μπράχε[37], οι νόμοι της κίνησης των πλανητών του Κέπλερ[38]), απετέλεσε τον κεντρικό άξονα της επιστημονικής επανάστασης και της νέας επιστήμης. Έχοντας ως αποτέλεσμα την αλλαγή στον τρόπο σκέψης μέσα από την απόκτηση της μαθηματικής δομής και των μεθοδολογικών κανόνων, ο κόσμος ενδιαφερόταν για το «πώς» (κινούνται οι πλανήτες, π.χ.) και όχι για το «γιατί», το οποίο πλέον δεν αρκούσε. Αυτή η καινοτομία της αποκοπής της φυσικής από τη Μεσαιωνική εποχή των δοξασιών, καθώς και το θεμέλιο για τη μηχανική ερμηνεία του φυσικού συστήματος εκφράστηκε μέσα από το έργο του Γαλιλαίου και λίγο αργότερα θεμελιώθηκε από τον Ισαάκ Νεύτωνα, σφραγίζοντας την εποχή της Νεωτερικότητας.[39]

      Ο Γαλιλαίος ως εκφραστής της επιστημονικής επανάστασης έθεσε σε νέα βάση τον καθορισμό της ορθής επιστημονικής μεθόδου, δια της παρατηρήσεως και των μαθηματικών. Η νέα επαγωγικο-απαγωγική μέθοδος στηρίχθηκε στην πρακτική εφαρμογή της ευρετικής διαδικασίας, η οποία καλλιεργήθηκε στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας, εκεί όπου γαλουχήθηκε ο μεγάλος επιστήμονας. Σύμφωνα με την αναλυτική αυτή μέθοδο, ο ερευνητής είναι σε θέση να ανακαλύψει μόνος του τις πρωταρχικές αιτίες (ή πρώτα αίτια ή άμεσα αίτια των φαινομένων),[40] στις δύο πτυχές της ευρετικής διαδικασίας· το στάδιο της ανάλυσης, σύμφωνα με το οποίο από το αποτέλεσμα οδηγείται κάποιος στο αίτιο και το στάδιο της σύνθεσης, όπου εξαιτίας του αιτίου οδηγείται κάποιος στο αποτέλεσμα.[41] Η ανακάλυψη των πρωταρχικών αιτίων ήταν πολύ σημαντική για τον Γαλιλαίο ο οποίος βασιζόταν πολύ στην παρατήρηση. Με τη μέθοδο της ανάλυσης και της σύνθεσης ο Γαλιλαίος έδειξε ότι είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε γενικές θεωρίες από τα δεδομένα που κατέχουμε  και από την άλλη ότι μπορούμε να αλλάξουμε αυτά τα δεδομένα απομονώνοντας και αναλύοντας τα αίτια που τα προκάλεσαν.[42] Αυτή η αναλυτική μέθοδος η οποία καθιερώθηκε από τον Γαλιλαίο άσκησε μεγάλη επιρροή στην επιστημολογία του 17ου αιώνα. Το χαρακτηριστικό γνώρισμά της ήταν η πεποίθηση του Γαλιλαίου, ως προς τον βασικό ρόλο που καλούνταν να παίξουν τα μαθηματικά στη νέα επιστήμη, σχετικά με τη σπουδαιότητα της μαθηματικής αποτύπωσης των ακριβών μετρήσεων για την κανονικότητα ή μη των φαινομένων, καθώς και η αναγκαιότητα της πειραματικής επαλήθευσης για τη στήριξη και την απόδειξη μιας θεωρίας.[43]

      Η μαθηματική ανάλυση της εμπειρίας που πρέσβευε ο Γαλιλαίος, ήταν δομημένη πάνω σε ένα σύστημα επιστημολογικής διάκρισης των ιδιοτήτων των φυσικών σωμάτων, οχυρωμένη πίσω από το κύρος της μαθηματικής έκφρασης στην οποία δεν είχαν θέση οι υποκειμενικές εκφάνσεις. Σύμφωνα με αυτή τη διάκριση, τα φυσικά σώματα διέπονται από πρωτογενείς ιδιότητες (όπου μάζα, ταχύτητα και γεωμετρικές διαστάσεις) και δευτερογενείς (όπου χρώμα, γεύση, οσμή). Η μαθηματική αποτύπωση αυτών των ιδιοτήτων μπορούσε να δώσει εξηγητικές υποθέσεις, από τις οποίες ο ερευνητής θα επέλεγε τις απλούστερες υποβάλλοντάς τις σε πειραματικό έλεγχο.[44] Όταν ο Γαλιλαίος έστρεψε το τηλεσκόπιο προς τον ουρανό παρατηρώντας τα ουράνια σώματα για πρώτη φορά, κατέρριψε μονομιάς την αριστοτελική κοσμολογία. Όταν, διαψεύδοντας την αριστοτελική θεωρία για την πτώση των αντικειμένων, θεμελίωσε το νόμο της Ελεύθερης Πτώσης, η σύγχρονη φυσική στηρίχθηκε σε αυτή την αρχή της ομοιόμορφης επιτάχυνσης.[45] Και όταν αυτός ο νόμος συμπληρώθηκε με την διατύπωση της αρχής της Αδράνειας, αντιστρέφοντας την αριστοτελική φυσική η οποία επί αιώνες δεχόταν την ακινησία ως τον τελικό προορισμό των φυσικών σωμάτων, θεμελιώθηκε η θεωρία της κίνησης στο διηνεκές για τα φυσικά σώματα, με σταθερή και ομοιόμορφη ταχύτητα.[46]

      Εν συνεχεία, η στροφή που σημειώθηκε στην μελέτη της φύσης σηματοδότησε μία περίοδο επιστημονικής προόδου η οποία άνοιξε το δρόμο στην επιστημονική μέθοδο που πλέον θα ήταν βασισμένη στη Λογική, την εμπειρική επιστημολογία, τον πειραματισμό και τη μαθηματικοποίηση της φύσης. Αυτές οι διαφοροποιήσεις κομβικής σημασίας οδήγησαν στα σύγχρονα, για την εποχή, επιστημονικά επιτεύγματα έχοντας αρκετούς εκπροσώπους και συνεχιστές. Η επιστημολογική στροφή προς τον πειραματισμό, τη μαθηματικοποίηση της φύσης, τις νέες μεθόδους γνώσης, καθώς και η μαθηματική ανάλυση της εμπειρίας, μέσα από το έργο του Γαλιλαίου, επέτρεψαν στην επιστήμη τον επαναπροσδιορισμό του φυσικού κόσμου.

 

Επίλογος

      Η στροφή που σημειώθηκε στην εμπειρική μελέτη της φύσης κατά την περίοδο του Ύστερου Μεσαίωνα απετέλεσε στο μέλλον την ολοκληρωτική ρήξη με την αριστοτελική φιλοσοφία και την αρχαιότητα. Οι Ρότζερ Μπέικον και Ρόμπερτ Γκροσσετέστ θεωρούνται οι πρώτοι κύριοι εκπρόσωποι του Μεσαιωνικού πειραματισμού οι οποίοι προσπάθησαν, μέσα από τις διατυπώσεις τους περί μαθηματικοποίησης της επιστήμης και πειραματισμού να θέσουν τα θεμέλια στη νεότερη επιστήμη.  Οι δύο όμως, από τους κυριότερους επιστήμονες οι οποίοι μέσα από το έργο τους διαφοροποίησαν την επιστημονική μεθοδολογία του 17ου αιώνα από τον πεπερασμένο Μεσαιωνικό φυσικό κόσμο και από το αριστοτελικό κοσμοείδωλο, υπήρξαν ο Γαλιλαίος με την τομή που επέφερε στην επιστήμη το μεθοδολογικό του μοντέλο και ο Φράνσις Μπέικον ως ο πατέρας του εμπειρισμού και της θεωρητικής βάσης της επιστήμης. Στη συνέχεια, με την αυτονόμηση και τη θεμελίωση της επιστήμης και την έκφρασή της μέσα από την ενοποίηση της κοσμολογικής και της φυσικής θεωρίας από τον κορυφαίο επιστημονικό νου, τον Ισαάκ Νεύτωνα, ο κόσμος οδεύει πλέον ολοταχώς προς την εποχή της νεωτερικότητας αποκόπτοντας οριστικά και αμετάκλητα κάθε ιδεολογικό-επιστημονικό δεσμό με το Μεσαιωνικό οικοδόμημα.

 

Βιβλιογραφία

-        Ασημακόπουλος Μιχάλης - Τσιαντούλας Αναστάσιος, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Α΄, Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον μεσαίωνα, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

 

-        Βαλλιάνος Περικλής, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β΄, Η επιστημονική επανάσταση και η φιλοσοφική θεωρία της επιστήμης. Ακμή και υπέρβαση του θετικισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

 

-        Γκίκας Σωκράτης, Νέο φιλοσοφικό λεξικό, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2002.

 

-         Διαμαντίδης Αντώνης, Λεξικό των –ισμών, από τον αβανγκαρντισμό στον ωφελιμισμό, εκ. Γνώση, Αθήνα 2003.

 

-        Μεντζενιώτης Διονύσης, “Η μαθηματικοποίηση της φύσης”, στο Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη. Κείμενα ιστορίας και φιλοσοφίας των επιστημών, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008.

 

-        Butterfield Herbert, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου - Αντώνης Χριστοδουλίδης, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2010.

 

-        Grant Edward, Οι φυσικές επιστήμες τον μεσαίωνα, μτφρ. Ζήσης Σαρίκας, εκδ.                                        πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Αθήνα 2013. 

 

- Crombie A.C., Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, τόμος Β΄, Η επιστήμη στον   Ύστερο Μεσαίωνα και στις αρχές των νέων χρόνων (13ος-17ος αιώνας), μτφρ.  Μαριλέννα Ιατρίδου – Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2006.

 

-        https://www.uth.gr/tovima/60/5.pdf, (06/01/2016), Ασημάκη Άννη, Κουστουράκης Γεράσιμος, Καμαριανός Ιωάννης, Οι έννοιες της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση: Μια κοινωνιολογική προσέγγιση, περιοδικό «Το βήμα των κοινωνικών επιστημών», Τόμος ΙΕ΄, τεύχος 60ο, καλοκαίρι 2011, σελ. 99.

 

 

 



[1] «Ο όρος νεωτερικότητα είναι δηλωτικός μιας ιστορικής περιόδου, η οποία αντιδιαστέλλεται από άλλες προηγούμενες (Αρχαιότητα, Μεσαίωνα). Χρονολογικά η έναρξη της νεωτερικότητας (αν και δεν υπάρχει ομοφωνία στην επιστημονική κοινότητα) μπορεί να προσδιορισθεί κατά τον 18ο αιώνα, δηλαδή την περίοδο του εκκοσμικευμένου κινήματος του Διαφωτισμού και την εκκίνηση της Βιομηχανικής Επανάστασης (Giddens 2001). Επίσης, το καταληκτικό όριο της νεωτερικότητας μπορεί να προσδιορισθεί μέχρι και τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα». https://www.uth.gr/tovima/60/5.pdf, (06/01/2016), Άννη Ασημάκη -           Γεράσιμος

Κουστουράκης – Ιωάννης Καμαριανός, Οι έννοιες της νεωτερικότητας και της μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση: Μια κοινωνιοόγική προσέγγιση, στο περιοδικό “Το βήμα των κοινωνικών επιστημών”, τόμος ΙΕ΄, τεύχος 60ο, καλοκαίρι 2011, σελ. 99.

[2] Μιχάλης Ασημακόπουλος – Αναστάσιος Τσιαντούλας, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Α΄,  Η ιστορία και η θεωρία των επιστημών κατά τον Μεσαίωνα, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 119.

[3] «Γενικά ως μαθηματικοποίηση της φύσης μπορεί να θεωρηθεί η αντικατάσταση των εργαλειακών θεωρήσεων της μαθηματικής προσέγγισης στη μελέτη της φύσης με μια πιο πραγματοκρατική (ρεαλιστική) θεώρηση». Διονύσης Μεντζενιώτης, “Η μαθηματικοποίηση της φύσης” στο Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη. Κείμενα ιστορίας και φιλοσοφίας των επιστημών, εκδ. Ε.Α.Π., Πάτρα 2008, σελ. 79.

[4] «Το 1543 ο Κοπέρνικος δημοσίευσε το βιβλίο του De Revolutionibus Orbium Coelestium (Περί περιφορών των ουρανίων σφαιρών), στο οποίο εξέθετε την ηλιοκεντρική θεωρία του και, επιπλέον, ισχυριζόταν ότι το σύστημά του είναι αληθές, διότι τα μαθηματικά του το απαιτούν».Δ. Μεντζενιώτης, ο.π., σελ. 82.

[5] Ο Alistair Cameron Grombie (1915-1996), υπήρξε Αυστραλός ιστορικός της επιστήμης.

[6] Μ. Ασημακόπουλος – Α. Τσιαντούλας, ο.π., σελ. 119.

[7] «Επαγωγή είναι μέθοδος της έρευνας η οποία ξεκινώντας από την εξέταση επιμέρους περιπτώσεων οδηγείται στη διατύπωση γενικού νόμου ή κανόνα». Σωκράτης Γκίκας, Νέο Φιλοσοφικό Λεξικό, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα 2002, σελ. 144.

[8] Μ. Ασημακόπουλος – Α. Τσιαντούλας, ο.π., σελ. 119.

[9] Σώζειν τα φαινόμενα, εννοούμε τη διατήρηση των φαινομένων ως έχουν, όπου φαινόμενο = τα δεδομένα των αισθήσεων σε δογματικό πλαίσιο της εκπόνησης μιας θεωρίας όσο αφορά τον κόσμο και τη συγκρότησή του, με την υποταγή της επιστήμης στη θεολογία και τη συμμόρφωση της εμπειρίας στις θεωρησιακές απαιτήσεις. Περικλής Βαλλιάνος, Οι επιστήμες της φύσης και του ανθρώπου στην Ευρώπη, τόμος Β΄, Η επιστημονική επανάσταση και η φιλοσοφική θεωρία της επιστήμης. Ακμή και υπέρβαση του θετικισμού, εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 23.

[10] Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος (περ. 75-160 μ. Χ.) υπήρξε αλεξανδρινός αστρονόμος ο οποίος είχε τελειοποιήσει το γεωκεντρικό μοντέλο των ουρανών που βρισκόταν στις ρίζες της αριστοτελικής κοσμολογίας. Στηριζόμενος σε αυτό ο Πτολεμαίος κατασκεύασε ένα σύστημα ομόκεντρων κύκλων των πλανητών σύμφωνα με το οποίο η Γη τοποθετούνταν στο κέντρο και ένα σύστημα διόρθωσης των αποκλίσεων  των τροχιών αυτών, προσθέτοντας δευτερεύοντες κύκλους, τους λεγόμενους έκκεντρους. Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 28.

[11] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π., σελ. 121.

[12] «Νομιναλισμός (ή ονοματοκρατία): Η άποψη ορισμένων σχολαστικών θεολόγων (Ροσκελίνου, Όκκαμ κ.ά), σύμφωνα με την οποία οι γενικές ή καθολικές έννοιες (universalia) είναι απλά ονόματα (nomina), απλές έννοιες γένους, χωρίς να αντιστοιχούν σε κάτι πραγματικό ή αντικειμενικό. Για παράδειγμα οι έννοιες είδος, γένος, ιδιότητα κ.λπ. δεν υποδηλώνουν αντικειμενικές πραγματικότητες αλλά είναι απλές λέξεις». Σ. Γκίκας, ο.π., σ. 262.

[13] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π., σελ. 156.

[14] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 50.

[15] Π. Βαλλίανος, ο.π., σελ. 51.

[16] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π., σελ. 148.

[17] Μ. Ασημακόπουλος, ο.π., σελ.154.

[18] «Εμπειρισμός: Η γνωσιολογική θεωρία κατά την οποία αποκλειστική πηγή της γνώσης είναι η εμπειρία. Εμπειρία είναι η αντικειμενική πραγματικότητα με την οποία έρχεται σε επαφή η ανθρώπινη συνείδηση». Σ. Γκίκας, ο.π., σελ. 126.

[19] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ.73.

[20] «Αυτοί που έχουν ασχοληθεί με την επιστήμη … τέτοια που δεν έχει γίνει ποτέ στο παρελθόν». Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 77.

[21] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 77.

[22] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 77.

[23] «Σχολαστικισμός, είναι η φιλοσοφική σχολή που αναπτύχθηκε το μεσαίωνα στις καθολικές μονές και η οποία προσπάθησε να θέσει τη φιλοσοφία στην υπηρεσία της θεολογίας, ταυτίζοντας την πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία, και όσα μέρη της μπορούσαν να ενταχθούν, στη μεταφυσική θεολογία του χριστιανισμού». Αντώνης Διαμαντίδης,  Λεξικό των –ισμών, από τον αβανγκαρντισμό στον ωφελιμισμό, εκ. Γνώση, Αθήνα 2003, σ. 328.

[24] Herbert Butterfield, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800), μτφρ. Ιορδάνης Αρζόγλου - Αντώνης Χριστοδουλίδης, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2010, σελ. 81.

[25] H. Butterfield, ο.π., σελ. 81.

[26] Στα πανεπιστήμια, κατά τα τέλη του 16ου αιώνα, κυριαρχούσε η αριστοτελική θεώρηση για τις επιστήμες, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί έπειτα από αιώνες λεπτομερούς επεξεργασίας στη σχολαστική παράδοση. Δ. Μεντζενιώτης, ο.π., σελ 79.

[27] H. Butterfield, ο.π., σελ. 81.

[28] John Losee, Φιλοσοφία της Επιστήμης μια ιστορική εισαγωγή, μτφρ-επιμ. Θ.Μ. Χριστίδης, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1993, σελ. 94.

[29] J. Losee, ο.π., σελ. 94.

[30] J. Losee, ο.π., σελ. 95.

[31] J. Losee, ο.π., σελ. 95.

[32] J. Losee, ο.π., σελ. 102.

[33] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 74-75.

[34] J. Losee, ο.π., σελ. 95.

[35] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 74.

[36] Γαλιλαίος (Galileo Galilei, 1564-1642), Ιταλός φυσικός, μαθηματικός, αστρονόμος και φιλόσοφος.

[37] Ο Τύχωνας Βράχιος (Tycho Brahe, 1546-1601) υπήρξε Δανός αστρονόμος ο οποίος παρατήρησε μεταβολές στην ουράνια σφαίρα και συνέταξε αστρονομικούς πίνακες μεγάλης ακρίβειας. Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 35.

[38] Ο Ιωάννης Κέπλερ (Johannes Kepler, 1571-1630) υπήρξε Γερμανός αστρονόμος – μαθηματικός, ο οποίος πάνω στις παρατηρήσεις του Μπράχε  διατύπωσε τους νόμους της κίνησης των πλανητών, σύμφωνα με τους οποίους καθίστατο δυνατόν, από τούδε και στο εξής, να προβλεφθεί η ακριβής θέση ενός πλανήτη. Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 35.

[39] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 56.

[40] Ως πρωταρχικές αιτίες των φαινομένων εννοούμε την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων αιτίων τα οποία είναι ικανά να παράγουν ένα φαινόμενο. Π.χ., ένα αίτιο μπορεί να είναι η συγκέντρωση ενός νέφους φορτισμένου με αρνητικά ιόντα, πάνω από την ξηρά ή τη θάλασσα που είναι φορτισμένες  με θετικά ιόντα. Η  ηλεκτρική κένωση που παρατηρείται, δηλαδή ο κεραυνός, αποτελεί την παραγωγή του φαινομένου, η οποία προκλήθηκε από αυτά τα συγκεκριμένα αίτια.

[41] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 54.

[42] A.C. Crombie,  Από τον Αυγουστίνο στον Γαλιλαίο, τόμος Β΄, Η επιστήμη στον Ύστερο Μεσαίωνα και στις αρχές των νέων χρόνων (13ος-17ος αιώνας), μτφρ. Μαριλέννα Ιατρίδου – Δημοσθένης Κούρτοβικ, εκδ. Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (Μ.Ι.Ε.Τ.), Αθήνα 2006, σελ. 206.

[43] A.C. Crombie, ο.π., σελ. 141.

[44] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 45.

[45] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 57.

[46] Π. Βαλλιάνος, ο.π., σελ. 57.