«Ο ΠΑΠΑΣ ΚΑΙ Ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ: ΠΕΡΙΓΡΑΨΤΕ ΤΙΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟΝ 10ο ΑΙΩΝΑ ΣΤΗ ΔΥΤΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ»
ΕΠΟ 10 ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΟΥΜΑΝΑΚΟΣ
(ΠΡΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ)
ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2013
Περιεχόμενα
Εισαγωγή
- Ο ρόλος της εκκλησίας στην ύστερη αρχαιότητα…….……… ..2
- Η άνοδος του παπισμού και η σύγκρουση με το βυζάντιο… ....3
- Πρώιμος μεσαίωνας και ο νέος άξονας Ρώμης-Φράγκων…..…4
- Επίλογος…………………………………………………………..5
- Βιβλιογραφία………………………………………………... …...6
ΕΠΟ 10 ΓΕΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ – ΠΡΩΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ
Εισαγωγή
Σε μία Ευρώπη που έψαχνε να βρει τη ταυτότητα της μετά τη κατάρρευση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 476μ.Χ., οι κοινωνίες έπρεπε να προβούν σε νέα μοντέλα πολιτικής και διοικητικής οργάνωσης. Τα νεοσύστατα βασίλεια, ως αποτέλεσμα των μεγάλων μεταναστεύσεων του 5ου αιώνα και της ανάμειξης των πληθυσμών, αρχικά δεν ήταν σε θέση να διοικήσουν σύμφωνα με τα μοντέλα διοίκησης και τις δομές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Η καταρρέουσα αυτοκρατορία άφησε τεράστια κενά, τα οποία με την παράλληλη εξάπλωση του χριστιανισμού, κλήθηκε ο κλήρος να τα αναπληρώσει. Εν συνεχεία στη Δύση, υιοθετήθηκε η αντίληψη για την άσκηση της εξουσίας «ελέω θεού», ιδίως από την εποχή των Καρολίδων, δηλ. από τον 8ο αιώνα και μετά.
Σε αυτή την εργασία θα γίνει μία προσπάθεια να αναλυθούν οι συνθήκες που διαμόρφωσαν το κοινωνικοπολιτικό κλίμα στην Ευρώπη με την εκκλησία εμπλεκόμενη και το ρόλο της μετά τη κατάρρευση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Θα γίνει αναφορά στην άνοδο του παπισμού και στη σύγκρουσή του με τη κοσμική εξουσία και το βυζάντιο, και τέλος περιγραφή της δυτικοευρωπαϊκής συγκρότησης τη περίοδο του πρώιμου μεσαίωνα, 8ο-10ο αιώνα, και τις σχέσεις εκκλησίας – κράτους εκείνη τη περίοδο.
- Ο ρόλος της εκκλησίας στην ύστερη αρχαιότητα
Για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς και γιατί η εκκλησία έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη περίοδο αυτή θα ήταν σκόπιμο να γνωρίσουμε τη δομή της κοινωνίας εκείνη τη περίοδο, αρχικά, και να αναφέρουμε τα κοινωνικά στρώματα της εποχής, τα οποία σύμφωνα με τον ιστορικό Georges Duby, ήταν η κοινωνική κατηγορία των ανθρώπων της προσευχής, του κλήρου και των μοναστηριών οι οποίοι υπόσχονταν την αιώνια βασιλεία των ουρανών, οι πολεμιστές που σκοπό είχαν τη διαφύλαξη της χώρας και των πολιτών της, και τέλος η κοινωνία των αγροτών οι οποίοι ήταν ολοκληρωτικά υποταγμένοι εργασιακά στις προηγούμενες δύο κοινωνικές ομάδες προς τη συντήρησή τους, και η οποία αποτελούσε τη πλειοψηφία.
Σ΄ αυτή την τόσο ταραγμένη περίοδο και με αυτή τη δομή της κοινωνίας στην οποία η εκκλησία και η διοίκησή της υποκαθιστούσε σε μεγάλο βαθμό τον κρατικό μηχανισμό, οι θρησκευτικοί ηγέτες ήθελαν γη και χρήμα. Εισέπρατταν δωρεές και αποκτούσαν γη από απλούς λαϊκούς ή ευγενείς, ακόμη και πρίγκιπες ή κόμητες με αντάλλαγμα την εξασφάλιση της αιώνιας ζωής, αυξάνοντας έτσι τις γαιοκτησίες της εκκλησίας. Οι κοσμικοί άρχοντες στήριζαν και μεθόδευαν αυτές τις δωρεές με αντάλλαγμα τη πολιτική και στρατιωτική στήριξη τους. Έτσι έχουμε τη πρώτη μορφή «συναλλαγής» πολιτείας-εκκλησίας. Αργότερα η βασιλική εξουσία, επειδή διέκρινε ότι η εκκλησία αύξανε την επιρροή και τη δύναμή της και οι επίσκοποι με τον ανώτερο κλήρο αναδεικνύονταν όχι μόνο σε πνευματικούς αλλά και σε κοσμικούς ηγέτες, στόχευσε στον έλεγχο του διορισμού του ανώτερου κλήρου, καρδιναλίων ακόμη και παπών, ώστε να είναι εξαρτώμενοι από την εκάστοτε εξουσία.
- Η άνοδος του παπισμού και η σύγκρουση με το βυζάντιο
Θα ήθελα εν τάχει να πάμε λίγο πίσω και να αναφερθούμε στη δημιουργία της διοικητικής δομής της εκκλησίας. Οι πολυάριθμες εκκλησιαστικές σύνοδοι που άρχισαν να συγκαλούνται από τον 2ος αιώνα, έως τις τέσσερεις οικουμενικές συνόδους που είχαν συγκληθεί τον 4ο και 5ο αιώνα, είχαν χαρακτηρίσει ως ορθόδοξη τη χριστιανική κοινότητα καθορίζοντας το εκκλησιαστικό δόγμα, όμως δεν έλειπαν οι αμφισβητήσεις και τα ερωτηματικά σε σχέση με τις αποφάσεις των συνόδων και με το πρόβλημα των αιρέσεων. Έτσι η οικουμενικότητα του δόγματος επλήγη στη διάρκεια του 5ου αιώνα, όταν ο πάπας της Ρώμης διακήρυξε και διεκδίκησε το παπικό πρωτείο ως διάδοχος του Αγίου Πέτρου, σε δογματικά ζητήματα και αποφάσεις συνόδων[1]. Οι πάπες άρχισαν να επεξεργάζονται εκκλησιαστικό δίκαιο και να εκδίδουν διατάγματα. Το κύρος του παπισμού έφτασε πολύ ψηλά με τον πάπα Λέοντα Α΄ (440-461)[2], αποδίδοντας στη παπική εξουσία τη «δύναμη της δικαιοδοσίας» και την «απεριόριστη εξουσία», σύμφωνα με το ρωμαϊκό δίκαιο.
Με την επικράτηση των Βυζαντινών στην Ευρώπη κυρίως από τα μέσα του 5ου αιώνα, αρχίζει η αποδυνάμωση της δυτικής ρωμαϊκής εκκλησίας η οποία θα κρατήσει για τρεις αιώνες περίπου, με τις αξιώσεις της Ρώμης να αγνοούνται επιδεικτικά από τους βυζαντινούς. Η διαμάχη μεταξύ πάπα και αυτοκράτορα μετά την ανακατάληψη της Ρώμης το 536 από τον Ιουστινιανό (527-565) είναι ευδιάκριτη στη Δύση, σηματοδοτώντας μια νέα αρχή, καθώς το βυζάντιο καθίσταται η μόνη μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη της εποχής, με τη δύναμη της ρωμαϊκής εκκλησίας και του πάπα να περιορίζονται σημαντικά.[3] Η διαμόρφωση του κλίματος για τη διαίρεση δύσης και ανατολής εξαιτίας των θρησκευτικών αντεγκλήσεων διαφαίνονταν ως κάτι το μη αναστρέψιμο. Λίγα χρόνια αργότερα ένας ακόμη πάπας, ο Γρηγόριος Α΄ ο Μεγάλος (590-604), σημαντική μορφή για τη χριστιανοσύνη και το μοναχισμό, διακήρυξε τα πρωτεία της Ρώμης έναντι του Πατριαρχείου Κωνσταντινούπολης ενισχύοντας ακόμη περισσότερο το κύρος και την εξουσία του παπισμού.
Όμως οι κλυδωνισμοί της αυτοκρατορίας σε πολλαπλά επίπεδα ξεκίνησαν τον 7ο αιώνα καθώς η πρωτοεμφανιζόμενη δύναμη, το Ισλάμ, καταλαμβάνει εδάφη της Μικράς Ασίας και της Ελλάδας, τα πατριαρχεία Αντιόχειας, Ιεροσολύμων και Αλεξάνδρειας. Η ηγεσία της ρωμαϊκής εκκλησίας και η Δύση, διέκριναν ότι μπορούσαν να ανασυγκροτηθούν εφόσον η προσοχή της Κωνσταντινούπολης
στράφηκε προς ανατολάς και τερματίστηκε η βυζαντινή κυριαρχία στη δυτική Ευρώπης. Τον 8ο αιώνα κυριαρχεί η εικονομαχία (726-843). Η δυσφορία του πάπα για την άμεση εμπλοκή των αυτοκρατόρων, κυρίως της δυναστείας των Ισαύρων σε θρησκευτικά ζητήματα, επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τις σχέσεις πάπα-αυτοκράτορα και το ρήγμα βυζαντίου-Δύσης οριστικοποιείται όταν τον 8ο αιώνα η Ρώμη προσεγγίζει τους Φράγκους βασιλείς και συγκροτείται, υπό τις ευλογίες του πάπα, η Καρολίγγεια αυτοκρατορία.[4]
- Πρώιμος μεσαίωνας, ο νέος άξονας Ρώμης-Φράγκων
Όπως είδαμε τα προβλήματα που είχαν διαμορφωθεί στις σχέσεις ανάμεσα στη πολιτική και τη θρησκευτική εξουσία ήταν πολλαπλά. Η Κωνσταντινούπολη δεν αναγνώρισε ποτέ τα πρωτεία της Ρώμης. Από την άλλη μεριά η Ρώμη και ο πάπας δεν δέχθηκαν ποτέ να συρθούν πίσω από μια αυτοκρατορία που, σε κάθε ευκαιρία, αποδυνάμωνε και αμφισβητούσε συνεχώς τη χριστιανική της οικουμενικότητα και δύναμη. Ο πάπας πάντοτε είχε στραμμένο το βλέμμα προς τη δύση και τους Φράγκους βασιλείς, εφόσον βέβαια εισέπραττε και την απαιτούμενη ανταπόκριση. Ιδίως από την εποχή των Πεπινίδων μαγιοδρόμων, από τα μέσα του 7ου αιώνα, ο πάπας είχε στενή συνεργασία με τους Φράγκους βασιλείς. Έχριζε ηγεμόνες οι οποίοι του εξασφάλιζαν προστασία και ανεξαρτησία. Αναγορεύονταν σε προστάτη των απανταχού χριστιανών και θεματοφύλακα των αξιών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι κοσμικοί άρχοντες ανταποκρίνονταν πρόθυμα στην αναγνώριση αυτής της ισχύος και των πρωτείων, διότι επιχειρούσαν να επεκτείνουν την επιρροή και τη κυριαρχία τους στους παγανιστικούς λαούς με προκάλυμμα το χριστιανισμό.
Η εδραίωση των σχέσεων τέθηκε σε νέα βάση με τη στέψη του Πεπίνου Γ΄ του Βραχύ ως βασιλέα των Φράγκων, από τον πάπα Στέφανο Β΄ το 751. Στη συνέχεια ο Πεπίνος Γ΄ σώζει τον πάπα από τις Λομβαρδικές επιδρομές εκχωρώντας του τη Ραβέννα και τη Ρώμη για τη δημιουργία παπικού κράτους. Ο άξονας συνεργασίας Στέφανου Β΄ – Πεπίνου Γ΄ είναι γεγονός και πρόδρομη κατάσταση για την οριστική ρήξη Δύσης και Ανατολής που θα επέλθει 49 χρόνια αργότερα με τη στέψη του γιού του Πεπίνου Γ΄, του Καρλομάγνου, ως αυτοκράτορα.
Η σχέση φθοράς και ασυνεννοησίας των βυζαντινών αυτοκρατόρων και των δυτικών θρησκευτικών ηγετών, γίνεται πια επίσημη κατάσταση καθώς η ρωμαιοκαθολική εκκλησία διέκοψε κάθε σχέση ιεραρχικής πολιτικής εξάρτησης με το βυζάντιο την ιστορική ημερομηνία 800μ.Χ. όταν ο πάπας Λέοντας Γ΄ αναγόρευσε και έχρισε τον Καρλομάγνο αυτοκράτορα και Αύγουστο των ρωμαίων. Ο στόχος ήταν μία θεοκρατική μοναρχία με μοιρασμένους ρόλους. Ο αυτοκράτορας θα ήταν ο αδιαφιλονίκητος κύριος της Ρώμης σε δύση και ανατολή, και ο πάπας η αρχή αυτή που θα αποφάσιζε ποιός θα ασκούσε αυτή την εξουσία. Αυτή η ιστορική μορφή για την Ευρώπη δημιούργησε την ισχυρότερη αυτοκρατορία μέχρι τα τέλη του 8ου αιώνα, την αυτοκρατορία των Καρολίδων, υποτάσσοντας όλους τους ανυπότακτους έως τότε λαούς της δυτικής Ευρώπης. Οργανώνοντας διοικητικά την αυτοκρατορία και αναβαθμίζοντας τις τέχνες και το πολιτισμό, η Ευρώπη γνώρισε επί των ημερών του τεράστια πολιτιστική άνθιση.
Επίλογος
Μετά το θάνατο του Καρλομάγνου το 814, η αυτοκρατορία των Καρολίδων διασπάστηκε και από τη διάσπαση αυτή δημιουργήθηκαν νέα κράτη. Οι εσωτερικές διαμάχες και οι πόλεμοι ήσαν σε ύφεση. Η βασιλική εξουσία έχασε σιγά-σιγά την αίγλη και τη δύναμή της, παραχωρώντας δικαιώματα στους τοπικούς αριστοκράτες γαιοκτήμονες (φεουδάρχες) και στην εκκλησία. Οι φεουδάρχες και οι ανώτεροι κληρικοί είχαν πλέον την οικονομική, στρατιωτική και πολιτική εξουσία. Μια νέα σχέση κράτους – εκκλησίας στην αυγή της 2ης χιλιετίας, υπό την ομπρέλα του φεουδαλισμού, θα βυθίσει στο φόβο και το σκοτάδι τους λαούς της Ευρώπης. Ο χριστιανισμός που είχε κυριαρχήσει σε όλη την Ευρώπη, κατέστησε τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία δυνατή και κυρίαρχη, επηρεάζοντας τη κοινωνία και τη πολιτική ζωή.
Και για να κατανοήσουμε καλύτερα πώς έμελε να διαμορφωθεί αυτή η σχέση εκκλησιαστικής και πολιτικής εξουσίας, θα ήθελα εν κατακλείδι να γίνει μνεία στο βιβλίο του Georges Duby, Μεσαιωνική Δύση: Κοινωνία και ιδεολογία, σ. 30, ο οποίος αναφέρει τη θέση ενός λόγιου της εποχής: «Ένας και μοναδικός βασιλεύει στο βασίλειο των ουρανών, αυτός που ρίχνει το κεραυνό. Είναι φυσικό να μην υπάρχει αντίστοιχα παρά ένας και μοναδικός που, υπό τις διαταγές του βασιλεύει επί της γης».
[1] «Στη διάρκεια του 5ου αιώνα ο επίσκοπος της Ρώμης, ο πάπας (από το λατινικό papa, πατέρας), απέκτησε υπεροχή έναντι των συνόδων.» (Nicholas David, Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου 312-1500, εκ. Μ.Ι.Ε.Τ., σ.70)
[2] Στις παρενθέσεις που ακολουθούν τα ονόματα, αναγράφονται τα χρόνια της θητείας που εξέτισαν στο θρόνο)
[3] «Η βυζαντινή κατοχή κάθε άλλο παρά ευπρόσδεκτη ήταν σε αυτές τις περιοχές και ιδιαίτερα στη Ρώμη και στον πάπα, ο οποίος έπρεπε πλέον να πολιτεύεται σύμφωνα με τις επιταγές του βυζαντινού αυτοκράτορα» (Ράπτης Κ., Γενική ιστορία της Ευρώπης τόμος Α΄, εκ. ΕΑΠ, σ.42)
[4] «Ο πάπας ως φυσικός μεσολαβητής ανάμεσα στα δύο τμήματα της πρώην Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, από τις αρχές του 8ου αιώνα επιλέγει να στηριχθεί στους Φράγκους. Η αυτοκρατορική στέψη του Καρλομάγνου το 800 καθώς και οι αναρίθμητες ρήξεις ανάμεσα στη Ρώμη και τη Κωνσταντινούπολη, ιδιαίτερα ενδεικτικές της διαφοράς των δύο νοοτροπιών, καθιερώνουν την απομάκρυνση των αυτοκρατοριών που μοιράζονται την Ευρώπη», Berstein S.-Milza P., Ιστορία της Ευρώπης, τόμος Α΄, εκ. Αλεξάνδρεια, σ.75
Βιβλιογραφία
. Duby G. , Μεσαιωνική δύση: κοινωνία και ιδεολογία, μτφ. ΟΝΤΕΝ ΒΑΡΩΝ και ΡΙΚΑ ΜΠΕΝΒΕΝΙΤΣE, εκδ.. Ε.Μ.Ν.Ε. – ΜΝΗΜΩΝ 2003
. Nicholas D., Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου Κοινωνία, διακυβέρνηση και σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, μτφ. ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΤΖΙΑΝΤΖΗ, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ. 2009
. Ράπτης Κ., Γενική ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο αιώνα, τόμος Α΄, Ε.Α.Π., Πάτρα 1999