Τα αίτια επικράτησης αυταρχικών καθεστώτων στη μεσοπολεμική Ευρώπη. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά τους.

2014-04-07 22:50

Εισαγωγή

      Τα αυταρχικά καθεστώτα που θα πραγματευθούμε κατά την εκπόνηση αυτής της εργασίας, από το τέλος του «Μεγάλου Πολέμου» το 1918, (Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, αφορούν κυρίως στην επικράτηση του φασισμού στην Ιταλία και του εθνικοσοσιαλισμού (Nationalsozialisten) στη Γερμανία, τα οποία και θα προσεγγίσουμε εκτενώς. Θα αναφερθούμε επίσης, στις συνέπειες του «Μεγάλου Πολέμου» και τι σήμαιναν οι συνθήκες ειρήνης για τους ηττημένους. Τέλος θα διερευνήσουμε ποιες ήταν οι νέες κοινωνικές – πολιτικές και οικονομικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν στην Ευρώπη τη περίοδο του Μεσοπολέμου και κατά πόσον ευνόησαν στην επικράτηση αυτών των ολοκληρωτικών  καθεστώτων καθώς και ποια ήταν τα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα.

 

 

  1. Η απαξίωση της πολιτικής ζωής.

 

      Τα λαϊκά στρώματα, οι παραγωγικές τάξεις και ο αγροτικός πληθυσμός τραυματισμένοι από τη έκβαση του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και προδομένοι από τις ηγεσίες τους, ήταν στη πλειοψηφία τους αναλφάβητοι και συντηρητικοί, δυστυχείς και με αβέβαιο μέλλον. Ως μοναδικό μανδύα λύτρωσης θεώρησαν την επιστροφή στις παραδοσιακές αξίες της οικογένειας, της έννομης τάξης και της θρησκείας. Η στροφή αυτή θεωρήθηκε από πολλούς ως η μόνη λύση στα οικονομικά και εθνικά αδιέξοδα.

       Η παγκόσμια οικονομική κρίση η οποία ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1929 από τη χρηματιστηριακή κρίση της Γουόλ Στριτ στις ΗΠΑ, επεκτάθηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 1930, κλονίζοντας τις αστικές δημοκρατίες. Η οικονομική ύφεση οδήγησε σε κοινωνικό αναβρασμό και  λαϊκή δυσαρέσκεια. Αυτές οι συνθήκες είχαν ως αποτέλεσμα την απαξίωση της πολιτικής ζωής η οποία έως τότε λειτουργούσε βασιζόμενη στα πρότυπα του κοινοβουλευτικού φιλελευθερισμού[1].

      Αν και η ίδια αυτή η περίοδος του Μεσοπολέμου, όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε αυτή η εικοσαετία, από το τέλος του Α΄ έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, δεν χαρακτηρίστηκε από γενικευμένες συρράξεις, παρόλα αυτά δημιούργησε εκείνες τις διεργασίες οι οποίες οδήγησαν το 1939 στη μεγαλύτερη σύρραξη που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

 

 

  1. Εγκαθίδρυση ολοκληρωτικών καθεστώτων στην Ευρώπη.

 

       Οι αστικές δημοκρατίες ύψωσαν ένα «αντικομμουνιστικό φράγμα» στο υπό διαμόρφωση σοσιαλιστικό κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι ύστερα από τη δημιουργία του νεοσύστατου καθεστώτος των Μπολσεβίκων στη Ρωσία, το 1918. Ωστόσο, επέτρεψαν κατά μία έννοια, στις δυνάμεις που ανέτρεψαν αυτά τα ίδια κοινοβουλευτικά συστήματα διακυβέρνησης να καλλιεργήσουν αρχικά σε αυτές τις κοινωνικές τάξεις τον ακραίο εθνικισμό, ως ανάχωμα στην Κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα σε πολλές χώρες της Ευρώπης να εγκαθιδρυθούν αυταρχικά – δικτατορικά καθεστώτα, με ή χωρίς την υποστήριξη των λαϊκών μαζών. Στην Ισπανία η δημοκρατία καταλύθηκε και η χώρα οδηγήθηκε το 1934 σε εμφύλιο πόλεμο. Ο στρατηγός Φρανθίσκο Φράνκο, ως ανώτατος διοικητής του εθνικού Ισπανικού στρατού εγκατέστησε φασιστικό καθεστώς προσωποπαγούς χαρακτήρα, χωρίς ωστόσο τη στήριξη της λαϊκής βάσης. Επίσης, σχεδόν, ολόκληρη η Βαλκανική, οι χώρες της Βαλτικής, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Φινλανδία γνώρισαν το σκληρό πρόσωπο του αυταρχισμού, ο οποίος επιβλήθηκε με τη μορφή της μοναρχικής ή στρατιωτικής δικτατορίας καταλύοντας δια της βίας κοινοβούλια, λαϊκές ελευθερίες και Σύνταγμα.

      Ωστόσο, το  Ευρωπαϊκό μέλλον άρχισε να διαφαίνεται  δυσοίωνο, όταν οι κοιτίδες του ναζιστικού και φασιστικού φαινομένου, η Γερμανία και η Ιταλία αντιστοίχως, εγκαθίδρυσαν ολοκληρωτικά καθεστώτα, τα οποία είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό γνώρισμα την εδραίωσή τους μέσα από τη μαζική υποστήριξη των λαϊκών στρωμάτων.[2] Έχοντας πληγωμένη την εθνική τους ταυτότητα, η μεν Γερμανία εξαιτίας των ταπεινωτικών συνθηκών συνθηκολόγησης, ετοιμαζόταν για τη μεγάλη ρεβάνς, η δε Ιταλία, αν και βρέθηκε με το μέρος των νικητών, λόγω των λιγοστών κατά τη κοινή γνώμη πολεμικών κερδών βρέθηκε σε κλίμα πολιτικής αστάθειας και πολύ κοντά στην κοινωνική Επανάσταση.

 

  1. Η δημοκρατία σε παρακμή.

α) Η εμφάνιση και η επιβολή του φασισμού στην Ιταλία.

      Η φρίκη και η βαρβαρότητα που προκάλεσε ο «Μεγάλος Πόλεμος» καθώς και το μεταπολεμικό χάος στην Ιταλία δυσχέραιναν τη καθημερινότητα των πολιτών. Το αγωνιστικό πνεύμα των εργατών επηρεασμένο από την επικράτηση του κομμουνισμού στη Ρωσία έδινε σοσιαλιστική πνοή στη μεταπολεμική Ιταλία και δύναμη στο σοσιαλιστικό κόμμα. Η απήχηση του Ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος έφτασε ψηλά  στις εκλογές του 1919 λαμβάνοντας 156 έδρες, σε σύνολο 508. Όμως, αυτή η άνοδος του σοσιαλιστικού κινήματος είχε δραματικές συνέπειες λόγω κακών χειρισμών. Οι προσπάθειες των σοσιαλιστών για δικαιώματα στην εργασία και στην εκμετάλλευση γης κινητοποίησαν μεγάλα απεργιακά κύματα σε λάθος χρονική στιγμή, εν μέσω δηλαδή μεταπολεμικής κρίσης.[3] Από την άλλη μεριά, οι γαιοκτήμονες  για να προασπίσουν τα κεκτημένα τους, στράφηκαν στις νεοσύστατες φασιστικές ομάδες κρούσης, οι οποίες είχαν εμφανιστεί ως όπλο για την υποστήριξη του μεγάλου κεφαλαίου στην Ιταλία έναντι της κομμουνιστικής απειλής.

      Η Ιταλία, παρόλο που ανήκε στους νικητές, θεωρήθηκε  από πολλούς εξαπατημένη και η νίκη της ακρωτηριασμένη, διότι δεν είχε λάβει όλα όσα της είχαν  υποσχεθεί οι σύμμαχοι. Αυτό το αίσθημα της «ακρωτηριασμένης νίκης» συνέβαλλε στην άνοδο του φασισμού με εκφραστή τον Μουσολίνι.[4] Πρώην σοσιαλιστής δημοσιογράφος με ριζοσπαστικές, φιλολαϊκές καταβολές, μεταβλήθηκε πολύ σύντομα σε εκφραστή του κοινωνικού συντηρητισμού των μεγαλογαιοκτημόνων και των βιομηχάνων, οι οποίοι τον στήριξαν οικονομικά. Το φασιστικό κόμμα, που ίδρυσε το 1919 αριθμούσε μέσα σε δύο χρόνια 300.000 μέλη. Ο Μουσολίνι με τη βοήθεια του μεγάλου κεφαλαίου οργάνωσε παραστρατιωτικές ομάδες οι οποίες προήλθαν από τις επονομαζόμενες «Fasci», ως ανάχωμα στη ολοένα και αυξανόμενη κομμουνιστική επιρροή. Ο όρος «Φασισμός» προήλθε από την επονομασία αυτών των εθνικιστικών παραστρατιωτικών ομάδων, οι οποίες την περίοδο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου αξίωναν τη δημιουργία μιας  μεγάλης Ιταλίας. [5]

      Ο Μουσολίνι μέσα σε μία γενικευμένη πολιτική αστάθεια, στις 28 Οκτωβρίου 1922 σε μια «πορεία οπερέτα» προς τη Ρώμη, επικεφαλής 50.000 Μελανοχιτώνων – εκλεκτών και πιστών στρατιωτικών φασιστικών ταγμάτων, εξανάγκασε σε παραίτηση τον πρωθυπουργό Φάκτα, και ανέβηκε ο ίδιος στην εξουσία παίρνοντας εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον Αυτοκράτορα Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄. Η δημοκρατία καταλύθηκε, τα πολιτικά κόμματα απαγορεύτηκαν και, έως το 1925, η Ιταλία είχε μεταμορφωθεί σε μία δικτατορία μονοκομματικού, φασιστικού τύπου. Χαρακτηριστικό του καθεστώτος του ήταν ότι αξιοποίησε στο έπακρον ως μέσο προπαγάνδας και χειραγώγησης του λαού  τον τύπο, το  ραδιόφωνο, ακόμη και τον αθλητισμό προβάλλοντας την εικόνα της σύγχρονης Ιταλίας και τον εαυτό του, ως διάδοχο της πάλαι ποτέ παντοδύναμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η διαταραγμένη προσωπικότητα του Μουσολίνι αποτέλεσε πρότυπο για μία άλλη διαταραγμένη προσωπικότητα που πρωταγωνίστησε στον 20ο αιώνα, εκείνη του Αδόλφου Χίτλερ.

β) Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία.

        Η ήττα της Γερμανίας στον «Μεγάλο Πόλεμο» ήταν καθοριστικός παράγοντας για τη μετέπειτα επικράτηση του ολοκληρωτισμού στη χώρα. Το 1918, εξουθενωμένη και ταπεινωμένη, ανατράπηκε από το βάθρο της και αφέθηκε στο έλεος των εχθρών της. Ο μύθος περί προδοσίας από σοσιαλιστές και Εβραίους άρχισε να καλλιεργείται επικίνδυνα από τους εθνικιστικούς κύκλους.[6] Αν και το 1926 η διπλωματική απομόνωση της Γερμανίας έλαβε τέλος, αφού έγινε δεκτή στη «Κοινωνία Των Εθνών»[7], το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης το 1929, ευνόησε την εσωστρέφεια και αναθέρμανε τις συγκρούσεις των κρατών. Το γεγονός όμως που ανέτρεψε τα δεδομένα στην Ευρώπη ήταν η άνοδος του ναζισμού και η επικράτηση του Αδόλφου Χίτλερ στη Γερμανία.

       Οι θέσεις του Χίτλερ περί προδοσίας της Γερμανίας από τους εχθρούς της και περί ανασυστάσεως της χώρας στην ηγεμονική  θέση που της αρμόζει  έβρισκαν ολοένα και περισσότερους υποστηρικτές. Εκτός από τους λίβελους που εξαπέλυε κατά των «εχθρών» της Γερμανίας, στο εσωτερικό μέτωπο μιλούσε για τη καταπολέμηση της ανεργίας, για κοινωνική ασφάλιση, πλήρη απασχόληση και προβάλλοντας έντονο αντικαπιταλιστικό μένος, χρησιμοποίησε κάθε προπαγανδιστικό μέσο για να αγγίξει τις απλές λαϊκές μάζες. Το εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα που είχε ιδρύσει, στις εκλογές του 1924 όταν πρωτοεμφανίστηκε είχε λάβει μόλις 3%. Σε τρεις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν έως το 1932 αύξανε συνεχώς την δύναμή του, ενώ τον  Ιανουάριο του 1933 όταν ο πρόεδρος Χίντενμπουργκ τον διόρισε Καγκελάριο, και στις πρόωρες εκλογές που έγιναν στις 5 Μαρτίου 1933, έγινε ο «καθοδηγητής» τους, ο “Führer”, αποσπώντας το εκπληκτικό ποσοστό του 44% υποστηριζόμενος από δεκαεπτά εκατομμύρια Γερμανούς ψηφοφόρους.

 

  1. Η ανθρωπότητα μπροστά στη ναζιστική παράνοια.

      Ο Χίτλερ ήταν αποφασισμένος με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο να ακυρώσει τις ταπεινωτικές για τη Γερμανία συνθήκες του 1919 προβάλλοντας τη θεωρία «περί αγώνος, μέχρις εσχάτων» και στρέφοντας το εθνικιστικό μίσος κατά των εχθρών μέσω της επικράτησης του Γ΄ Ράιχ, δηλαδή της τρίτης Γερμανικής αυτοκρατορίας, διαδόχου της δεύτερης των Hohenzollern των νεότερων χρόνων και της πρώτης των Hohenstaufen του Μεσαίωνα[8]. Αυτή η θέση ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα του κορμού της πολιτικής των ναζί. Το 1933 η εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία αποχώρησε από τη «Κοινωνία Των Εθνών» γυρίζοντας τη πλάτη στην Ευρώπη και στο κόσμο, καθώς ο ίδιος ο Führer, παντοδύναμος πλέον, στο εσωτερικό της χώρας, εξαπέλυσε διώξεις κατά των πολιτικών του αντιπάλων καταργώντας εργατικά συνδικάτα και πολιτικά κόμματα πλην του εθνικοσοσιαλιστικού. Στράφηκε κατά ειδικών κοινωνικών ομάδων οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως αντιφρονούντες ή μιάσματα (Εβραίοι, κομμουνιστές, ομοφυλόφιλοι, τσιγγάνοι) και δημιούργησε στρατόπεδα συγκέντρωσης για τον εκτοπισμό και την εξόντωση τους.[9] Η αποστρατιωτικοποίηση της Γερμανίας, απαραβίαστος όρος της συνθήκης των Βερσαλλιών, παραβιάστηκε το 1935 με την υποχρεωτική στράτευση όλων των Γερμανών.

      Η πορεία προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για όλες τις Ευρωπαϊκές ηγεσίες αποτελούσε πλέον μονόδρομο. Το 1937 οι γερμανόφωνες κοινότητες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης προσαρτώνται στο Γ΄ Ράιχ.  Ακολούθησαν το 1938 η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία. Ένα χρόνο αργότερα, ο Χίτλερ από το βήμα του Reichstag, διατάσσει την εισβολή στη Πολωνία. Ήταν 1η Σεπτεμβρίου 1939, στις 5:45’ το πρωί, όταν η Βέρμαχτ από ξηράς, θαλάσσης και αέρος εισέβαλλε στη Πολωνία. Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μόλις είχε αρχίσει.

 

Επίλογος

      Ο Eric Hobsbawn αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «οι δεκαετίες που πέρασαν από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την επομένη του δεύτερου, ήταν για τη κοινωνία μία Εποχή Καταστροφής»[10]. Ο πληθωρισμός, τα οικονομικά προβλήματα και οι κοινωνικές απογοητεύσεις δυσαρέστησαν όλους εκείνους οι οποίοι στο βωμό του «Μεγάλου Πολέμου» θυσίασαν πολλά πράγματα αποτελώντας τα κυριότερα αίτια για τη απαξίωση της πολιτικής ζωής και τη μετάλλαξη της πολιτικής διακυβέρνησης στην Ευρώπη, από τον κοινοβουλευτικό φιλελευθερισμό σε αυταρχικά και φασιστικά καθεστώτα. Επίσης η εντεινόμενη απογοήτευση από τις αστικές δημοκρατίες κα η απουσία συνειδητής ηγεσίας του κύριου όγκου της εργατικής τάξης ευνόησαν και αυτές στην άνοδο του φασισμού.             Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, οι εθνικές απογοητεύσεις διάβρωσαν τις ηττημένες χώρες, δημιουργώντας πνεύμα ρεβανσισμού και εθνικισμού. Κινούμενοι σε αυτό το πλαίσιο οι εθνικιστές και οι υποστηρικτές του αντικοινοβουλευτισμού, στράφηκαν στις εθνικές παραδόσεις ενάντια στη κομμουνιστική απειλή και τροφοδότησαν με μίσος τις λαϊκές βάσεις έναντι όσων θεωρήθηκαν υπεύθυνοι για τα δεινά που μάστιζαν τις περισσότερες χώρες και τους πολίτες τους. Αν και τα αυταρχικά καθεστώτα πρόβαλλαν ως εναλλακτική λύση στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, εν τούτοις ο φασισμός στην Ιταλία και ο ναζισμός στη Γερμανία, κατακερμάτισαν από κοινού τη δημοκρατία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

      Το γεγονός της αποσύνθεσης των παλαιών προτύπων των ανθρωπίνων σχέσεων διέρρηξε τους δεσμούς μεταξύ των γενεών. Επίσης η εσωστρέφεια, ο ολοκληρωτισμός και ο ρατσισμός που χαρακτήρισαν αυτά τα καθεστώτα και οι λαϊκές μάζες που τα ανέδειξαν, τελικά έγιναν λεία των πολιτικών και στρατιωτικών «ηγετών» - εξτρεμιστών, οδηγώντας τον κόσμο, αναπόφευκτα, σε μία δεύτερη αναμέτρηση. Αυτά τα χαρακτηριστικά, της συγκεκριμένης περιόδου του Μεσοπολέμου, ίσως υπήρξαν η κοινή συνισταμένη η οποία οδήγησε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διαλύοντας την Ευρωπαϊκή συνοχή και δίνοντας οριστικό τέλος στην Ευρωπαϊκή ισχύ.   

 

      Βιβλιογραφία:

 

Bertein, S. – Milza, P., Ιστορία της Ευρώπης 1815-1919, τόμος 2: H Ευρωπαϊκή Συμφωνία και η Ευρώπη των Εθνών 1815-1919, (μτφρ. Μιχάλης Κοκολάκης) ,Αλεξάνδρεια, 1997

 

Burns, E., M., Ευρωπαϊκή ιστορία ο Δυτικός πολιτισμός: νεότεροι χρόνοι, (μτφρ. Τάσος Δαρβέρης), Επίκεντρο Α.Ε., Θεσσαλονίκη, 2006

 

Frank R., « Εμφύλιοι Ευρωπαϊκοί πόλεμοι», στο, Ελένη Αρβελέρ – Maurice Aymard (Επιμ.), Οι Ευρωπαίοι τόμος Β΄: Νεότερη και σύγχρονη εποχή, (μτφρ. Πάρης Μπουρλάκης «Νεότερη εποχή», Σπύρος Κακουργιώργης «19ος αιώνας», Κατερίνα Γεωργοπούλου «20ος αιώνας»), Σαββάλας, Αθήνα, 2003

 

Hobsbawm, E.,J., Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, (μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης) Θεμέλιο, Αθήνα 2010

 

Preston P., «Ο μεγάλος εμφύλιος πόλεμος: Πολιτική ιστορία της Ευρώπης 1914-1945», στο T.C.W..Blanning (Επιμ.), Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης, (μτφρ. Σπύρος Πλουμίδης), Τουρίκη

Ράπτης, Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης, τόμος  Α΄: Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, ΕΑΠ, Πάτρα, 2000



[1] «Φιλελευθερισμός ή λιμπεραλισμός (liberalism): Οικονομική, πολιτική και κοινωνική κίνηση, αργότερα και ιδεολογία, εναντίον του κρατικού παρεμβατισμού και προστατευτισμού, στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος». Αντώνης Διαμαντίδης, Λεξικό των –ισμών. Από τον Αβανγκαρτισμό στον Ωφελιμισμό, εκ. Γνώση, Αθήνα 2003, σ.300.

 

[2] Κ.Ράπτης, Γενική Ιστορία της Ευρώπης κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα, τόμος Β΄, εκ. ΕΑΠ, Πάτρα 2000 , σ.206.

[3] Paul Preston, «Ο μεγάλος εμφύλιος πόλεμος: Πολιτική ιστορία της Ευρώπης 1914-1945», στο T.C.W..Blanning (Επιμέλεια), Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης, (μτφρ. Σπύρος Πλουμίδης), εκ. Τουρίκη, σ.224.

[4] Robert Frank, « Εμφύλιοι Ευρωπαϊκοί πόλεμοι», στο, Ελένη Αρβελέρ – Maurice Aymard (Επιμέλεια), Οι Ευρωπαίοι τόμος Β΄: Νεότερη και σύγχρονη εποχή, (μτφρ. Πάρης Μπουρλάκης «Νεότερη εποχή», Σπύρος Κακουργιώργης «19ος αιώνας», Κατερίνα Γεωργοπούλου «20ος αιώνας»), εκ. Σαββάλας, Αθήνα, 2003, σ.370.

[5] Κ.Ράπτης, ο.π., σ.189.

[6] E. M. Burns, Ευρωπαϊκή ιστορία ο Δυτικός πολιτισμός: νεότεροι χρόνοι, (μτφρ. Τάσος Δαρβέρης), εκ. Επίκεντρο Α.Ε., Θεσσαλονίκη, 2006, σ.873.

[7] Η «Κοινωνία Των Εθνών» ήταν ένας οικουμενικός διεθνής οργανισμός ο οποίος ιδρύθηκε μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου με σκοπό τη διαφύλαξη της ειρήνης και την αποτροπή μιας νέας σύρραξης.

[8] Burns., ο.π.,, σ.880.

[9] Ράπτης, ο.π., σ.193.

[10] E.,J.,Hobsbawm Η εποχή των άκρων. Ο σύντομος εικοστός αιώνας 1914-1991, (μτφρ. Βασίλης Καπετανγιάννης) εκ. Θεμέλιο, Αθήνα 2010, σ.21.